Το βιβλίο «Καμό» του Κοριούν Μκρτιτς, που αναφέρεται στον μπολσεβίκο επαναστάτη Σιμόν Τερ-Πετροσιάν, που διακρίθηκε στην επαναστατική δουλειά στην παρανομία, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύχρονη Εποχή».
Τα στοιχεία για τη ζωή του Καμό και για το επαναστατικό κίνημα στην περιοχή της Υπερκαυκασίας, όπου κυρίως δραστηριοποιήθηκε, είναι πολύτιμα τόσο ως αναφορά σε σχετικά άγνωστες για το ελληνικό κοινό περιόδους της Ιστορίας, όσο και ως πηγή άντλησης διδαγμάτων.
Στο βιβλίο αναδεικνύονται οι αρετές του ακούραστου μαχητή, του επαγγελματία επαναστάτη, η μεγάλη ευρηματικότητα και πρωτοβουλία που διακρίνουν την επαναστατική – συνωμοτική δουλειά, η αφοβία μπροστά στον κίνδυνο, οι διάφορες μέθοδοι της παράνομης δράσης που ανακαλύπτει ο επαναστάτης για να πετύχει το σκοπό του.
«Ξέρω έναν σύντροφο πολύ καλά, σαν άνθρωπο πέρα για πέρα απόλυτης αφοσίωσης, ανδρείας και δραστηριότητας (σχετικά με ανατινάξεις και τολμηρές επιδρομές ιδιαίτερα).
Προτείνω:
(1) να του δοθεί η δυνατότητα να διδαχτεί τη στρατιωτικο-διοικητική τέχνη (να πάρετε όλα τα μέτρα για την επιτάχυνση, ιδιαίτερα την οργάνωση διαλέξεων κ.τ.λ.),
τι μπορεί να γίνει;
(2) να του ανατεθεί η οργάνωση ειδικού τμήματος για ανατινάξεις etc. στα μετόπισθεν του εχθρού».
Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο Λένιν τον σπουδαίο μπολσεβίκο επαναστάτη Σιμόν Τερ-Πετροσιάν, που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο «Καμό», γράφοντας το καλοκαίρι του 1919, εν μέσω εμφυλίου, προς το επαναστατικό στρατιωτικό συμβούλιο, με σκοπό να ανατεθεί στον Καμό η συγκρότηση ένοπλου μαχητικού τμήματος στα μετόπισθεν του εχθρού.
Ο Καμό (1882-1922) γεννήθηκε στο Γκόρι της Γεωργίας. Η επαναστατική του δράση είχε ορμητήριο και επίκεντρο την περιοχή της Υπερκαυκασίας, ένα χωνευτήρι λαών και πολιτισμών με μακραίωνη και συχνά τραγική ιστορία.
Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στα υψηλότερα ιδανικά της ανθρώπινης απελευθέρωσης από τη σκλαβιά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, με τους τσαγκαράδες και τους σιδηροδρομικούς της Τιφλίδας, μέχρι την ώριμη ηλικία του, σε θέσεις ευθύνης. Ο Μαξίμ Γκόρκι δίκαια τον ονόμασε «καλλιτέχνη της επανάστασης».
Είχε ξεχωριστό ταλέντο στην παράνομη και μαχητική δράση, αναλαμβάνοντας σειρά σημαντικών αποστολών. Ανάμεσα στα άλλα, συμμετείχε στο στήσιμο παράνομων τυπογραφείων, στην εύρεση και μεταφορά όπλων από το εξωτερικό, στη συγκρότηση ένοπλων ομάδων. Ήταν ιδιαίτερα εφευρετικός, πολυμήχανος, ώστε να φέρει εις πέρας τις αποστολές του. Μια από τις φορές που συνελήφθη, στο Βερολίνο, για να αποφύγει την έκδοση και καταδίκη σε θάνατο στη Ρωσία, προσποιήθηκε τον τρελό για 3 ολόκληρα χρόνια και αφού κρίθηκε τελικά παράφρονας από επιτροπές Γερμανών γιατρών, στάλθηκε σε ψυχιατρείο στη Ρωσία, από το οποίο κατάφερε να αποδράσει για να συνεχίσει την επαναστατική του δουλειά.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά περιστατικά που περιγράφεται στο βιβλίο είναι η γνωστή ληστεία χρηματαποστολής στην Τιφλίδα, με σκοπό την ενίσχυση του επαναστατικού αγώνα:
«Κάποτε έμαθε από τους υπαλλήλους του ταχυδρομείου ότι θα γίνονταν τρεις μεγάλες χρηματαποστολές. Η μια από την Τζουλφά στην Περσία για τα εκεί ρώσικα στρατιωτικά τμήματα, η δεύτερη από την Τιφλίδα στο Μπατούμι για τα ορυχεία της Τσιατούρα και η τρίτη από την Πετρούπολη στην τράπεζα της Τιφλίδας. Αυτή, η τελευταία, τράβηξε την προσοχή του Καμό. (…)
Ο Καμό, μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισε. Συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα δοκιμασμένων συντρόφων και ξεκίνησε την προετοιμασία.
Η νύχτα είχε προχωρήσει. Ο Καμό αποχαιρέτισε όλους τους συντρόφους και βγήκε να ξαναδεί τον δρόμο απ’ όπου περνούσε συνήθως η ταχυδρομική άμαξα και να ελέγξει τα πόστα που θα έπιαναν την επόμενη μέρα.
(…) Όταν ο Καμό, ντυμένος αξιωματικός, πήγε στην πλατεία Εριβάν, οι σύντροφοί του ήταν ήδη στα πόστα τους.
Ηταν ένα ευχάριστο πρωινό του Ιούνη. Η πλατεία Εριβάν έσφυζε από κόσμο.
«Πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε αχρείαστους σκοτωμούς» – σκέφτηκε ο Καμό. Πλησίασε έναν ταχυδρομικό φύλακα και τον διέταξε επιτακτικά:
— Ειδική διαταγή του δημάρχου: να αδειάσετε την πλατεία!
Ο φύλακας υπάκουσε αμέσως. Σε λίγα λεπτά η πλατεία άδειασε. (…)
Ο Καμό γύρισε και περίμενε. Σύντομα πήρε το σύνθημα. Πήδηξε στην άμαξα που τον περίμενε κρατώντας δυο έτοιμες βόμβες. Από μακριά, μέσα σε σύννεφα σκόνης και με τη συνοδεία Κοζάκων, πλησίαζαν δυο άμαξες. Τη στιγμή που θα έστριβαν προς τα Σολολάκι, ο Καμό έριξε τις βόμβες κάτω από τις ρόδες της πρώτης άμαξας. Τα άλογα σηκώθηκαν στα πίσω πόδια.
Η δεύτερη άμαξα, ανέπαφη ακόμα, πλησίαζε το παζάρι Σολντάτσκι. Οι σύντροφοι του Καμό πυροβολούσαν συνεχώς στον αέρα, για να εντείνουν τον πανικό και να οδηγήσουν σε πλήρη σύγχυση τους αστυφύλακες (…).
Ο ταμίας και οι Κοζάκοι είχαν μείνει άναυδοι από την αναπάντεχη επίθεση, τον καπνό και τους πυροβολισμούς και δεν αντιστάθηκαν. Ήρθαν κι άλλοι να βοηθήσουν τον Καμό, που κουβάλησε στη στιγμή τα σακιά με τα λεφτά. (…)
Όταν άνοιξαν όλα τα πακέτα, μέτρησαν πάνω από διακόσιες πενήντα χιλιάδες. (…)».