Η ένδεια, η μοναξιά, η «ζωή» στο κοινωνικό περιθώριο, όπου η αστική τάξη ρίχνει όσους καταντά «σκουπίδια», εξαθλιώνει, λουμπενοποιεί τον άνθρωπο τόσο, που το έμφυτο ένστικτο για επιβίωσή του να πέσει στο επίπεδο του «ζώου». Να γίνει σκληρός και επιθετικός όχι μόνο στους ομοίους του, ιδιαίτερα στους πιο ανήμπορους από τον ίδιο, αλλά και σε όποιον βρεθεί να του προσφέρει ό,τι μπορεί. Ο Χάρολντ Πίντερ, που δε χαριζόταν στην αστική τάξη της πατρίδας του, της Αγγλίας, έχοντας συνείδηση αυτού του προβλήματος και των ποικίλων κοινωνικών αιτίων του, το 1951 γράφει τον «Επιστάτη», που καθυστερημένα παρουσιάστηκε (1960) και τον έκανε διάσημο.
Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ένας έρημος, άγνωστης γενέθλιας «ρίζας», χωρίς οικογένεια, ταυτότητα ή άλλα προσωπικά έγγραφα, ανασφάλιστος, άνεργος, άστεγος, ρακένδυτος μεσήλικας, που περιφέρεται σε περιθωριοποιημένες γειτονιές και κοιμάται στους δρόμους, με κάθε καιρό. Μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα ένας νέος άντρας του προτείνει να κοιμηθεί στο άθλιο δωμάτιό του, το οποίο όπως και ο μικρότερος αδελφός του, ισχυρίζεται ότι είναι «ιδιοκτησία» του. Ένα δωμάτιο σε ένα παλιό, προπολεμικό, εγκαταλειμμένο, ετοιμόρροπο κτίσμα, σε υποβαθμισμένη γειτονιά. Ένα δωμάτιο που μπάζει από παντού, γεμάτο παλιοπράματα και δυο ράντζα.
Εκεί, μεταξύ τριών σχεδόν όμοια «άμοιρων» κοινωνικά ανθρώπων, θα διεξαχθεί ένα τραγικοκωμικό «παιχνίδι» ισχύος. Ο άστεγος δεν αρκείται σε ό,τι του προσφέρεται. Επιθετικά ζητά το καλύτερα προστατευμένο από το κρύο κρεβάτι. Ο άστεγος, αντιλαμβανόμενος ότι ο άνθρωπος που τον «φιλοξενεί» και όλο «σχεδιάζει» να σουλουπώσει κάπως το δωμάτιο, νοσεί ψυχικά, «συμμαχεί» με τον μικρότερο αδελφό, που επίσης «σχεδιάζει» να ανακαινίσει και να εκμεταλλευθεί την «ιδιοκτησία» του και «χρίζεται» επιστάτης του χώρου, ώστε να μονιμοποιήσει και ισχυροποιήσει την παρουσία του. Το «παιχνίδι» τελειώνει, φυσικά με τον γέρο να επιστρέφει στο δρόμο και τα δυο αδέλφια να παραμένουν στη μιζέρια, διεκδικώντας μια τρώγλη και με πιθανό το ενδεχόμενο κάποια στιγμή να βρεθούν και εκείνοι στο δρόμο.
Το έργο σκηνοθέτησε – σε δική του, εκσυγχρονιστικά υποτίθεται, γλωσσικά «πειραγμένη» ως προς το πρωτότυπο μετάφραση – ο Γιώργος Κιμούλης, με συνεργάτες την Μαίρη Τσαγκάρη (ρεαλιστικό σκηνικό και σύγχρονα κοστούμια), την Κατερίνα Μαραγκουδάκη (ατμοσφαιρικοί φωτισμοί) και τον Χάρη Χαραλαμπάκη (μακιγιάζ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο). Ο Γιώργος Κιμούλης, αναμφίβολα ένας ηθοποιός, με διάνοια, αισθητικές αναζητήσεις και ευρύτατη, μεταμορφώσιμη ερμηνευτική δυνατότητα και την οποία αξιοποιεί στο μέγιστο – κατά το δυνατόν βέβαια – βαθμό, καταθέτει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία ως Επιστάτης, ένα ρόλο όμως που είναι κόντρα στη ρολίστικη γκάμα, στην υποκριτική ιδιοσυγκρασία του και γενικότερα το «φιζίκ» του. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες των Γιώργου Χρανιώτη και Νίκου Γεωργάκη.
Κριτική: Θυμέλη