Πολυαγαπημένος του ελληνικού προοδευτικού αναγνωστικού κοινού στις δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980, λόγω του έργου του, έργου «στρατευμένου» με τον βαρύτατα καταπιεσμένο από δικτατορίες και «δημοκρατικές» κυβερνήσεις και εκμεταλλευόμενο από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο τουρκικό λαό, αλλά και λόγω των πολλών διώξεων που υπέστη (φυλακίστηκε ουκ ολίγες φορές), και αδίκως μισοξεχασμένος σήμερα, ο Τούρκος πεζογράφος και δημοσιογράφος Αζίζ Νεσίν, ανάμεσα στα χίλια, περίπου, πεζογραφικά και ποιητικά έργα του, κατέλιπε και εννέα θεατρικά. Ακριβώς γι’ αυτό αξίζει έπαινο η ιδέα του θεάτρου «Έκφραση» να ανεβάσει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το έργο του «Ψυχούλα μου, σκότωσέ με».
Πεισματικός κριτής της τουρκικής αστικής τάξης και της εκάστοτε εξουσίας της, αλλά και σπουδαίος σατιρικός, ο Νεσίν έπλασε αυτή την γνήσιου λαϊκού ήθους και περιεχομένου ευφάνταστη, χυμώδη κωμωδία. Πλάθοντας εξαιρετικά τρία πρόσωπα, ο Νεσίν ρίχνει τη σατιρική ματιά του πάνω στο λαϊκό άνθρωπο, στις άκαιρες επιθυμίες και στις αδυναμίες του. Μια σατιρική ματιά, γεμάτη τρυφερότητα για τους λαϊκούς ανθρώπους, συμπόνια για τις στερήσεις τους και «συγχώρηση» για τα κουσούρια τους. Δυο άτεκνες, μεσήλικες φίλες, που ένας τοίχος χωρίζει τις καμαρούλες τους, που χήρεψαν νωρίς και ζουν στη μοναξιά και στη στέρηση με την ψωροσύνταξη χηρείας, αλλά που το «λέει η περδικούλα τους», μαθαίνουν κάποιες φήμες περί ενός αγνώστου, που, παριστάνοντας το δημόσιο ελεγκτή του οικιακού ηλεκτρικού ρεύματος, βιάζει και ύστερα δολοφονεί μοναχικές γυναίκες. Η φήμη διεγείρει τον στερημένο ερωτικό πόθο τους. Σχεδόν εύχονται τον ερχομό του «βιαστή». Μια μέρα ένας άγνωστος άντρας χτυπά την πόρτα της μιας γυναίκας. Εκείνη τον υποδέχεται γεμάτη ερωτική λαχτάρα. Μόνο που ο άντρας δεν είναι βιαστής, αλλά πραγματικός ελεγκτής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ένας φτωχοντυμένος, τίμιος, έρημος και κατάκοπος από την ολοήμερη δουλειά ανθρωπάκος, που, «βιασμένος» με συνεχή τσαλιμάκια της γυναίκας, σπρώχνεται από αυτήν στο ντιβάνι της. Φυσικά, «βιασμός» δεν προλαβαίνει να υπάρξει, γιατί στην κάμαρα εισβάλλει η γειτόνισσα, «διεκδικώντας» κι εκείνη μερίδιο «βιασμού».
Το έργο, σε «ζουμερή» μετάφραση Παναγιώτη Αμπατζή, σκηνοθετημένο με το πηγαίο λαϊκό αισθητήριο και χιούμορ της Ελένης Γερασιμίδου, με αρμόζον «ανατολίτικο» σκηνικό και κοστούμια του Κώστα Βελινόπουλου, φωτισμούς του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, μουσικά «κοσμημένο» με ανατολίτικα τραγούδια, προσφέρει απολαυστικό γέλιο, χάρη και στις ερμηνείες. Τη σουμπρετίστικη ελαφράδα και το σπιρτόζικο χιούμορ της Μαίρης Ιγγλέση. Την κωμικότατη ερμηνεία του Γιάννη Τσιώμου, που αναδεικνύει την μπουνταλάδικη αμηχανία του ακούσια «υποκύπτοντος» στη γυναικεία «πολιορκία» αρσενικού. Λαϊκότητα έχει και η ερμηνεία της Τζένης Οικονόμου.
Κριτική: Θυμέλη