Σε ανακοίνωσή της η «Αγωνιστική Συνεργασία» Εργαζομένων στον ΕΦΕΤ σχετικά με την ανακοίνωση της διοίκησης του οργανισμού για τη φέτα, αναφέρει τα εξής:
«Διαβάσαμε το δελτίο Τύπου που εξέδωσε η διοίκηση του ΕΦΕΤ για τη φέτα και την «προστασία» της και πραγματικά δεν ξέρουμε αν θα πρέπει να κλάψουμε ή να γελάσουμε.
Λίγο ως πολύ απευθύνεται στο καταναλωτικό κοινό και λέει ότι έχει το ίδιο ευθύνη για τη φέτα, για την προστασία και την προβολή της, ενώ καλεί τους καταναλωτές να γίνουν και διαφημιστές της στο εξωτερικό!
Με την ευκαιρία θυμίζουμε τα εξής:
Ακολουθώντας το δρόμο που χάραξαν οι κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τη συμφωνία ΕΕ – Καναδά (CETA), που εξαιρεί την ονομασία «φέτα» από την προστασία στη συγκεκριμένη αγορά. Η έγκρισή της, που συζητήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβρη του 2016, φέρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του τότε υπουργού Οικονομίας. Στη συνέχεια βέβαια, σε αντίθεση με τους ευρωβουλευτές των υπόλοιπων κομμάτων (πλην ΚΚΕ που από την αρχή κατήγγειλε και καταψήφισε την συμφωνία) που υπερψήφισαν, ο ΣΥΡΙΖΑ επιστράτευσε τη γνωστή διγλωσσία του, με τους ευρωβουλευτές του να καταψηφίζουν στο Ευρωκοινοβούλιο και να παριστάνουν ότι δήθεν εναντιώνονται στην απόφαση που είχε προσυπογράψει ο ΣΥΡΙΖΑίος υπουργός. Όπως και να έχει, οι υπογραφές είναι αυτές που μένουν και άρα όποιος σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να αφήσει στην άκρη τις υποκριτικές νουθεσίες προς τρίτους και να στρέψει τα βέλη του προς αυτούς που πραγματικά ευθύνονται για την υπονόμευση της όποιας προστασίας της φέτας. Το τελευταίο είναι μάλλον αδύνατο από τη στιγμή που οι διοικήσεις αποτελούν εντολοδόχους της εκάστοτε κυβέρνησης.
Η ΕΕ, που τόσο υπερασπίζεται η διοίκηση και η κυβέρνησή που τη διόρισε, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, συμφώνησε εκτός από τον Καναδά, και με τη Νότιο Αφρική αλλά και το Βιετνάμ για ανάλογο καθεστώς χρήσης του ονόματος «φέτα» στις συγκεκριμένες αγορές. Οι συμφωνίες αυτές ήταν το αποτέλεσμα ενός μεγάλου παζαριού κατά το οποίο η ΕΕ, ζυγίζοντας τα οφέλη και τις απώλειες για λογαριασμό των μονοπωλιακών της ομίλων, αποδέχτηκε τους δυσμενείς για τη φέτα όρους αποδεικνύοντας και σε αυτήν την περίπτωση πόσο υποκριτικά είναι τα όσα διατείνονται τα επιτελεία της περί «προστασίας αγροτών και καταναλωτών». Ασφαλώς το πρόβλημα των συγκεκριμένων συμφωνιών δεν αφορά αποκλειστικά στη φέτα. Πρόκειται για συμφωνίες που αποτελούν ισχυρό μέσο άρσης κάθε εμποδίου για τη διείσδυση και δράση του κεφαλαίου και συνιστούν εργαλείο για μειώσεις μισθών και τσάκισμα εργατικών δικαιωμάτων, με οδυνηρά αποτελέσματα.
Η ΕΕ επίσης είναι αυτή που έχει διαμορφώσει το νομοθετικό πλαίσιο για τον έλεγχο των τροφίμων το οποίο επιτρέπει στις μεγάλες επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν κάθε μέθοδο που διευκολύνει την «ανταγωνιστικότητά» τους. Επιτρέπεται για παράδειγμα σε μια γαλακτοβιομηχανία να συνυπάρχει συσκευή υπερδιήθησης (τέτοιες συσκευές διαθέτουν μια χούφτα όμιλοι στην Ελλάδα) και γραμμή παραγωγής φέτας, αν και η υπερδιήθηση είναι μια απαγορευμένη μέθοδος για την παρασκευή του συγκεκριμένου προϊόντος. Αντί λοιπόν η διοίκηση και η κυβέρνηση να απαγορεύσουν την ύπαρξη τέτοιων συσκευών σε εγκαταστάσεις παραγωγής φέτας, βγάζουν γελοίες ανακοινώσεις, που πραγματικά προσβάλλουν την επιστημονική υπόσταση των εργαζομένων στον ΕΦΕΤ, που αναγκάζονται, στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους, να τις υποστηρίξουν.
Τέλος, επειδή η όλη συζήτηση γίνεται για την κατρακύλα στην τιμή του πρόβειου γάλακτος και αφορά στην προσπάθεια της κυβέρνησης να χαϊδέψει τα αυτιά των κτηνοτρόφων επισημαίνουμε ότι για το συγκεκριμένο φαινόμενο ευθύνεται ο βαθμός μονοπώλησης του τομέα του γάλακτος, για τον οποίο δεν λέει κουβέντα η «αριστερή» κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι: Από τις 543 τυροκομικές επιχειρήσεις που καταγράφονταν στην Ελλάδα το 2015, οι 8 μεγαλύτερες κατείχαν πάνω από το 30% της παραγωγής φέτας. Στον αντίποδα βρίσκονται τα περισσότερα από 300 μικρά τυροκομεία, με μερίδιο παραγωγής – συνεχώς μειούμενο τα τελευταία χρόνια- κάτω από το 5% το 2015 (από το 10% που κατείχαν το 2003).
Ας αφήσουν λοιπόν κυβέρνηση και διοίκηση τα σάπια, που μόνο γέλιο μπορούν να προκαλέσουν στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Για την τραγική κατάσταση των κτηνοτρόφων, των μικρών επιχειρήσεων, αλλά και των κρατικών ελεγκτικών υπηρεσιών ευθύνεται η πολιτική που υπερασπίζονται, όταν υποκρίνονται ότι δήθεν ενδιαφέρονται, μεταφέροντας τις ευθύνες εκεί που δεν υπάρχουν.
ΥΓ: Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές έσκασε και το δεύτερο «μαργαριτάρι» για το Καπάνι. Θεωρούμε ότι είναι μάταιο να μπούμε σε μια διαδικασία σχολιασμού κάθε φαιδρού δελτίου Τύπου που εκδίδει η διοίκηση, καθώς είναι ξεκάθαρο ότι τα πάντα υποτάσσονται σε σκοπιμότητες, που έχουμε ξαναζήσει στο παρελθόν, και οι οποίες καμιά σχέση έχουν με την προάσπιση της δημόσιας υγείας.
Τα σοβαρά προβλήματα της παραδοσιακής «αγοράς των φτωχών» στο Καπάνι είναι γνωστά εδώ και χρόνια. Τώρα τελευταία είναι γνωστό ότι το Καπάνι, όπως και το Μοδιάνο, έχουν μπει στο μάτι μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων που προωθούν το σχέδιο για «ιστορικό εμπορικό κέντρο» σαν τουριστική ατραξιόν, σαν ανοικτό «Μall», υπό ενιαία διοίκηση μεγαλοεπιχειρηματιών που δεν μπορούν να ανεχθούν την «αγορά των φτωχών».
Κλείνοντας, είναι αναγκαίο να θυμίσουμε ότι κανένα από τα διατροφικά σκάνδαλα που αντιμετωπίσαμε ως εργαζόμενοι του ΕΦΕΤ τα τελευταία χρόνια (τρελές αγελάδες, κρέας αλόγου, διοξίνες, φιπρονίλη κλπ.) δεν ξεκίνησε από βιοπαλαιστές επιτηδευματίες που προσπαθούν να επιβιώσουν (και οι οποίοι δεν φταίνε για τις άσχημες συνθήκες), αλλά από μεγάλες, μονοπωλιακές επιχειρήσεις με «υπερσύγχρονες» εγκαταστάσεις και «μέτρα αυτοελέγχου», σε χώρες δήθεν «πρότυπα» όπως η Γερμανία, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία που έχουν όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό: Τον πολύ υψηλό βαθμό συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής και μεταποίησης».