Φιλμ νουάρ, θρίλερ, αλλά και «Κόμης Δράκουλας»: Αφορμή, για τον τίτλο που συνοψίζει την κινηματογραφική εσάνς της βδομάδας, κατά πρώτον, οι δύο ακριβοθώρητες ταινίες νουάρ της «New Star».
Η περίφημη «Παράκαμψη» (1945) του Έντγκαρ Τζ. Ούλμερ και «Ο δολοφόνος της λεωφόρου» (1953) της Ίντα Λουπίνο, πρώτο φιλμ νουάρ σκηνοθετημένο από γυναίκα. Μια αδυσώπητη, αλλά επιφανειακή μελέτη μη ομαλής ψυχολογίας σε συνδυασμό με το σύνηθες μελό του κυνηγητού που κινείται γοργά στην κατεύθυνση ενός προφανούς συμπεράσματος. Η ιστορία του ανάλγητου δολοφόνου και των δύο αθώων παραθεριστών που χρησιμοποιεί για να δραπετεύσει από τη Δικαιοσύνη μπορεί να χτίζεται με ένταση, αργά και προσεκτικά, αλλά δεν διατηρεί αυτά τα στοιχεία σε όλη της τη διάρκεια. (Δείτε εδώ το Trailer)
Οι ταινίες προβάλλονται μαζί στο θερινό «Ζέφυρο». Το «θρίλερ» του τίτλου αναφέρεται στις έξι ταινίες του Χίτσκοκ – Τρεις σήμερα: «Ρεβέκκα» (1940), «Δεσμώτης του ιλίγγου» (1958) και «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» (1956) και τρεις την ερχόμενη Τετάρτη: «Σιωπηλός μάρτυρας» (1954), «Τα πουλιά» (1963) και «Τηλεφωνήσατε: Ασφάλεια αμέσου δράσης» (1954), από το «ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ 2015» του «Άστυ», αλλά και σε ένα αξιολογότατο ισπανικό θρίλερ με τόνους νουάρ που έχει πρεμιέρα απόψε «Το μικρό νησί» (2014) του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ. Το τελευταίο κομμάτι αφορά στο αφιέρωμα στον Κρίστοφερ Λι που πραγματοποιεί η «Αλκυονίς»…
Φιλμ νουάρ, «μαύρο φιλμ», βάφτισε το 1946 ο Γάλλος κριτικός Νίνο Φρανκ ευρύ φάσμα αμερικανικών ταινιών που «βγήκαν» μεταπολεμικά στις γαλλικές αίθουσες και διακρίνονται στιλιστικά από τάσεις μαυρίλας, απαισιοδοξίας και κλειστοφοβίας, στοιχεία που αντανακλούν εντάσεις και ανασφάλειες της χρονικής περιόδου παραγωγής τους. Ο πόλεμος φαίνεται ότι έσπρωξε κάτω από το χαλί οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που εγκατέστησε η καπιταλιστική κρίση του ’29-’30, τα οποία τώρα βγαίνουν στην επιφάνεια. Δίπλα στα παλιά σωρεύονταν καινούργια, ο φόβος ενός ατομικού πολέμου που θα έπληττε τις ΗΠΑ και φυσικά ο κομμουνιστικός κίνδυνος…
Ο προσδιορισμός νουάρ άπτεται περισσότερο του στιλ, της διάθεσης, του σημείου οπτικής και του τόνου μιας ταινίας, παρά του είδους. Το νουάρ συνήθως συνδέεται με διακριτή ιστορική περίοδο, αμέσως μετά τον Πόλεμο, όπως ο γερμανικός εξπρεσιονισμός ή το γαλλικό νέο κύμα. Πολύ συχνά μια ιστορία νουάρ, με αστυνομικούς και ιδιωτικούς ντετέκτιβ, αναπτύσσεται γύρω από έναν κυνικό, σκληρό και χωρίς ψευδαισθήσεις ανδρικό χαρακτήρα που συναντά μια σαγηνευτικά ωραία, αλλά διπλοπρόσωπη και ανήθικη, μοιραία γυναίκα που χρησιμοποιεί την πανουργία και σεξουαλικότητά της για να χειραγωγήσει τον ήρωα. Η γραμμή του στόρι συνήθως ελλειπτική, μη γραμμική και περιστροφική. Οι αφηγηματικές στρατηγικές συχνά περίπλοκες, δαιδαλώδεις, με χρήση μουσικής, δομημένες σε πλήθος φλας μπακ. Οι διάλογοι οξείς και πνευματώδεις, με ανακλαστική ή εξομολογητική αφήγηση «voice over» σε πρώτο πρόσωπο… Το φιλμ νουάρ πρωτοεμφανίζεται τη δεκαετία του ’40 ως μεταφορικό σύμπτωμα των δεινών της κοινωνίας, με ισχυρό, υπόγειο ρεύμα ηθικής σύγκρουσης και σπάνια ευτυχή ή αισιόδοξη κατάληξη, κορυφώνεται τη δεκαετία του ’50 και, αγγίζοντας τη Χρυσή Εποχή, ολοκληρώνεται κοντά στο ’60 με το «Ο Άρχων του τρόμου» («Touch of Evil») (1958) του Όρσον Γουέλς.
Από τις σημερινές πρεμιέρες: Κάκιστο το αμερικάνικο «Entourage» («Κουστωδία») (2015) του Νταγκ Ελιν. (Δείτε εδώ το Trailer)
Κακό το επίσης αμερικάνικο «Καθηγητής με το ζόρι» («The Rewrite») (2014) του Μαρκ Λόρενς (Δείτε εδώ το Trailer)
Αριστούργημα του σοβιετικού βωβού κινηματογράφου το «Σβενιγκόρα» (1928) του Ντοβζένκο που συνεχίζεται στο «Στούντιο»… (Δείτε εδώ το Trailer)
Κριτική: Τζία Γιοβάνη
Είναι γνωστό σαν το καλύτερο «Β φιλμ» που έγινε ποτέ. Το πιο απελπισμένο, κλειστοφοβικό ποίημα του ανεξάρτητου στούντιο φτηνών παραγωγών «PRC», ακρωνύμιο του «Putrid, Rotten Crud» (Σαπρό, σαθρό, ακατέργαστο). Η ταινία έσβησε αμέσως μετά την κυκλοφορία της, αργότερα εκτιμήθηκε ως δυσεύρετο, κλασικό φιλμ νουάρ, με αφηγηματικό διάγραμμα από τα πιο απαιτητικά και τολμηρά. Στην «Παράκαμψη», ο αυστριακής καταγωγής σκηνοθέτης Ούλμερ, με παρελθόν που εκτείνεται στην εποχή του γερμανικού εξπρεσιονισμού και εξειδίκευση σε φτηνές παραγωγές, σέρνει τον ήρωά του σε ένα ομιχλώδες, εφιαλτικό τοπίο, από το οποίο ούτε που διαφαίνεται κάποια μακρινή δυνατότητα εξόδου.
Αυτό το «road movie» αρχίζει με έναν απένταρο, παρορμητικό μουσικό από τη Ν. Υόρκη, που κάνει ωτοστόπ για το Λος Άντζελες. Κατά τη διαδρομή, ο πλούσιος οδηγός που τον πήρε, πεθαίνει αναπάντεχα και ο άνδρας παίρνει την ταυτότητα του νεκρού. Παρακάτω, συναντά μια γυναίκα που γνώριζε το νεκρό και τα πράγματα παίρνουν την κατηφόρα, καθώς εκείνη εκβιάζει το μουσικό! Στο τέλος, ο ήρωας βρίσκεται στο προαύλιο της κόλασης, σε κενό αέρα, είναι ένας ζωντανός νεκρός χωρίς μέλλον.
Η τεχνική της κάμερας και ο φωτισμός κύρια αποτυπώνουν την ψυχική και διανοητική κατάσταση του ήρωα, ενός ανθρώπου χωρίς στόχους και νόημα στη ζωή του, με συνέπεια να αποποιείται την ευθύνη των πράξεών του και να μην ψάχνει για τα κίνητρα που τον ωθούν. Ο ήρωας θεωρεί φαταλιστική τη σειρά των ατυχών γεγονότων. Δεν δρα, ούτε και αντιδρά, ώστε να βγει από τη «μοιραία» πορεία. Οι σκηνικές λύσεις, τόσο στα εσωτερικά όσο και στα εξωτερικά, διέπονται από πνεύμα μινιμαλισμού. Οι αφηγηματικές τεχνικές ακολουθούν τους κώδικες του νουάρ, φλασμπάκ και voice over διήγηση σε πρώτο πρόσωπο, που σχολιάζει αυτά που συμβαίνουν. Κύριο θέμα τα λεφτά, μία από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις του ήρωα, γιατί με «το σταυρό στο χέρι» είναι αδύνατο να βρει ικανή ποσότητα απ’ αυτό το εμπόρευμα…
Με τους: Τομ Νιλ, Αν Σάβατζ κ.ά.
Παραγωγή: «Detour», ΗΠΑ (1945)
Εκπαιδευμένη μυστική πράκτορας της CIA η Σούζαν, εκτελεί για χρόνια δουλειά γραφείου στα υπόγεια της οργάνωσης, είναι το «περισκόπιο» του γοητευτικού σούπερ πράκτορα Μπράντλεϊ Φάιν που δολοφονείται πάνω στο καθήκον. Μετά το θάνατό του, η Σούζαν αναλαμβάνει να κατασκοπεύει τους κακούς, που διαθέτουν μια φορητή πυρηνική βόμβα που σκοπεύουν να πουλήσουν σε τρομοκράτες και να ενημερώνει τη CIA. Από υπερβάλλοντα ζήλο όμως ρίχνεται στη δίνη των γεγονότων και τελικά θα καταφέρει να σώσει την ανθρωπότητα από τον όλεθρο!
Σε περιβάλλον Τζέιμς Μποντ εκτυλίσσεται η, διασκεδαστική στο σύνολό της, παρωδία ταινίας κατασκοπείας που σφύζει από δράση τύπου Χονγκ Κονγκ ή Λικ Μπεσόν. Η Μελίσα Μακ Κάρθι είναι καλή κωμικός και μεταμορφώνει σε -σχεδόν- ολοκληρωμένο χαρακτήρα την καρικατούρα της Σούζαν που υποδύεται. Η ιδέα να ρίξουν την κοντόχοντρη και αδέξια Μακ Κάρθι στον κόσμο της δράσης, με αυτοκινητοκυνηγητά, πυροβολισμούς και βίαια χτυπήματα μέσα σε διεθνή καζίνο, είναι κατά βάση αστεία. Τον πραγματικά ακρογωνιαίο λίθο του χιούμορ στην ταινία όμως συνιστά η παχυσαρκία και κάποιες προβοκατόρικες περούκες… σε αυτά η ταινία ξοδεύει υπερβολική ενέργεια, στο σχολιασμό της εμφάνισης της πρωταγωνίστριας, που βέβαια έχει τόσο ουσιαστικό εκτόπισμα που δύσκολα εκλαμβάνεται ως θύμα λεκτικής βίας …
Όπως ακριβώς όλες οι «μωρές» κωμωδίες, έτσι και αυτή κλωθογυρίζει τα ίδια αστεία -ίσως να είναι λίγο πιο έξυπνα από τα συνήθη των αμερικανικών κωμωδιών για το πλατύ κοινό- κατά τι παραπάνω… Έτσι ο θεατής βγαίνει μπουχτισμένος από την αίθουσα. Η κωμωδία είναι στα καλύτερά της όταν δίνεται σε μικρές δόσεις, λίγες ταινίες απέδειξαν το αντίθετο…
Με τους: Τζέισον Στέιθαμ, Μελίσα Μακ Κάρθι, Τζουντ Λο κ.ά.
Παραγωγή: «SPY» ΗΠΑ (2015)
Σεπτέμβρης 1980. Σε μια ισπανική κωμόπολη χαμένη στους δαιδαλώδεις βάλτους του ποταμού Γκουανταλκιβίρ, καταφθάνουν δύο αστυνομικοί από τη Μαδρίτη να ερευνήσουν την εξαφάνιση δύο έφηβων κοριτσιών. Αταίριαστοι σε όλα οι αστυνομικοί, ευέξαπτος και άρρωστος ο ένας, κρύβει το σκοτεινό του παρελθόν στις φρανκικές δυνάμεις καταστολής. Η ατμόσφαιρα στη βουκολική και ταυτόχρονα προλεταριακή κωμόπολη, ασφυκτικά πνιγηρή κι εχθρική. Η οικονομική κρίση ανθεί, η φτώχεια και η ανεργία υποχρεώνουν τους νέους να φύγουν γι’ αλλού και οι επιτήδειοι εκμεταλλεύονται την κατάσταση. Φωτογραφίες του Φράνκο και του Χίτλερ κρέμονται ακόμα στους τοίχους, κάποιοι ντόπιοι οπλοφορούν και ο νόμος της σιωπής ζει και βασιλεύει, σκορπώντας φόβο και γενικευμένη αόρατη απειλή που σταδιακά αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά.
Εμφανείς οι αναφορές του γοητευτικού, καθαρού θρίλερ του Ροντρίγκεζ, που «παίζει» με τις επιρροές και τους κώδικές του, στο φιλμ νουάρ. Ιστορία τοποθετημένη σε χρόνια ζοφερά, σε μια πραγματικότητα με τη βία πανταχού παρούσα, να δίνει το στίγμα της μετα-Φράνκο Ισπανίας. Ο σκηνοθέτης αποδεικνύεται έξοχα αυθεντικός, ιδιαίτερα ικανός στο χειρισμό μιας τραχιάς πλοκής που πυκνώνει προοδευτικά και «ζυμώνεται» σε όφελος των ψυχολογικών πορτρέτων των δύο αστυνομικών κύρια, δυο διαφορετικών χαρακτήρων, με αδυναμίες και μυστικά, που είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν μαζί. Ο Ροντρίγκεζ δεν τους κρίνει, αφήνει το θεατή να μορφώσει άποψη, δίνει τα κλειδιά, αλλά δεν ανοίγει πόρτες… Μεγάλη αρετή της ταινίας η ανθρωπολογική της σπουδή και μεγαλύτερη αυτή που συνιστά τον πυθμένα του θρίλερ, με την τεράστια χωρητικότητα ως προς τη σύνθεση σεναρίου και την άψογη οργάνωση υλικού. Η εξέλιξη της μυστηριώδους αστυνομικής ίντριγκας είναι γραμμική και κωδικοποιημένη σε μια ιστορία που γαντζώνει το θεατή με άγκιστρα ουδόλως απατηλά. Οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις αξιόπιστες, οι αποχρώσεις τους, πάλι ζοφερές, οι διάλογοι και οι χειρονομίες διάφανες. Ιδιοφυής η χρήση κάθετων, εντυπωσιακών εναέριων πλάνων, σχεδόν δορυφορικών, που εγγράφονται στην κίνηση. Μινιμαλιστική η μουσική και ο ρυθμός λανθάνων σε μια μοναδική ταινία που αποκαλύπτεται βήμα το βήμα, ανοίγοντας συρτάρια, μέσα σε μια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα και με μόνιμο, υποδόριο σασπένς…
Με τους: Χαβιέ Γκουτιέρεζ, Ραούλ Αρέβαλο, Μαρία Βαρόντ, κ.ά.
Παραγωγή: «La isla minima», Ισπανία (2014)