Οι πρεμιέρες, σκουπίδια κανονικά. Αναφερόμαστε στην ταινία δράσης, με τον αμετάφραστο στα ελληνικά τίτλο «The Transporter Refueled» (2015), μια γαλλο-κινεζική συμπαραγωγή, με τον Λικ Μπεσόν παραγωγό και σκηνοθέτη τον Καμίγ Ντελαμάρ (Δείτε εδώ το Trailer). Δεν ανήκει ακριβώς στην ίδια συνομοταξία με το υπερφυσικό αμερικανικό θρίλερ «Το Χάρισμα» (2015) του Αφόνσο Ποϊάρτ με το δίδυμο Αντονι Χόπκινς και Κόλιν Φάρελ, αλλά ούτε και με το οικογενειακό animation «Τα μυαλά που κουβαλάς» (2015) του Πιτ Ντόκτερ…
Διαμάντια μικρά, μεγάλα, μεσαία, πάντως διαμάντια οι επανεκδόσεις και οι επαναλήψεις. Στην «Αλκυονίδα»: 2 x Ορσον Γουέλς. Ασπρόμαυρη, αμερικανική και πολύ ενδιαφέρουσα θεματική στο «Ο Αγνωστος» (1946). Μόνο την Κυριακή προβάλλεται «Η Κυρία από τη Σαγκάη» (1947), με την Ρίτα Χέιγουορθ.
Στο «Στούντιο» της πλατείας Αμερικής: Γαλλικό νέο κύμα «Τα 400 χτυπήματα» (1959) του Φρανσουά Τριφό και «Το τελευταίο μετρό» (1980) του ίδιου δημιουργού… Για τους θαυμαστές, τέλος, της κλασικής ιταλικής κωμωδίας που τόσο σπάνια βγαίνει στις αίθουσες, κυκλοφορεί η σπάνια ταινία του Νάνι Λόι «Ο κλέψας του κλέψαντος Νο 2» (1959), ένα νεορεαλιστικό πανόραμα της Ρώμης του τέλους της δεκαετίας του ’50, σίκουελ της εκπληκτικής «Ο κλέψας του κλέψαντος» (1958) του Μάριο Μονιτσέλι, με τους ίδιους, σχεδόν, πρωταγωνιστές, τους Ρικάρντο Γκαρόνε, Κάρλο Πιζακάνε, Βιτόριο Γκάσμαν, Κλαούντια Καρντινάλε, Γκαστόνε Μοσκίν, Ρενάτο Σαλβατόρι. Δυστυχώς, από το σίκουελ απουσιάζουν ο Τοτό και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι αλλά μπορεί κανείς να παρηγορηθεί με την παρουσία του Νίνο Μανφρέντι…
Κριτική: Τζία Γιοβάνη
Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Νικίτα Μιχάλκοφ, μια σοβαρή κωμωδία, ειρωνικά γλυκόπικρη και με δαντελωτή σκηνοθεσία πλάνου, που κάπου θυμίζει Λούμπιτς. Ενδιαφέρουσα κινηματογραφικά κατάθεση «κλίματος» για τον αμέσως πρώτο καιρό μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η «τσεχωφικής αύρας» καλλιτεχνική ερμηνεία της ιστορίας μιας ντίβας του βωβού κινηματογράφου με σπουδαίες εμπορικές επιτυχίες στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – που εικάζεται ότι δολοφονήθηκε από τους Λευκούς – τοποθετείται στο 1918 στα μετόπισθεν, στο καλοκαιρινό θέρετρο της Κριμαίας – όπου ακόμα κυριαρχούν οι Λευκοί αντεπαναστάτες – και εξελίσσεται με κινητήριο μοχλό τον απόηχο της δυναμικής της Επανάστασης, που σταθερά απλώνεται σ’ όλη τη χώρα και δε θα αργήσει να φτάσει κι εκεί. Η ντίβα στην ταινία, χήρα με δύο παιδιά, ονομάζεται Ολγα Βοζνεσένσκαγια και στην Κριμαία γυρίζει ένα ακόμα απαρχαιωμένο συμβατικό μελόδραμα, στο πνεύμα της τελευταίας επιτυχίας της, «Σκλάβα της αγάπης», ενώ ο κόσμος αλλάζει γύρω της. Ενας νέος γεννιέται, ο παλιός γκρεμίζεται… Ο πόλεμος φαντάζει μακριά, μα η εφήμερη, εύθραυστη ζωή σφύζει από χαραμάδες το καλοκαίρι αυτό, που όλοι αισθάνονται ότι είναι το τελευταίο που μοιάζει με τα προηγούμενα… Το κινηματογραφικό συνεργείο βαλτωμένο. Η έλλειψη φιλμ, ο πρωταγωνιστής – που τα τρένα δεν αποβιβάζουν στην Κριμαία γιατί απλούστατα προσχώρησε στους Μπολσεβίκους της πρωτεύουσας – οι αιφνίδιες, ανακριτικές επισκέψεις στα πλατό του επικεφαλής της Αντικατασκοπείας των Λευκών και δηλωμένου θαυμαστή της ντίβας, προκαλούν τη σκέψη όσων μπορούν να αντιληφθούν ότι το παλιό πεθαίνει και κάτι άλλο γεννιέται…
Ανάμεσα στα ερείπια του προεπαναστατικού, ασπρόμαυρου, βωβού κινηματογράφου και μιας ελλοχεύουσας αποδόμησης της γοητευτικής μάσκας των «κακόμοιρων αστών που δεν έφταιξαν σε τίποτα», μέσα στην ομίχλη της ανίας, η άσχετη από πολιτική ντίβα, με την εύθραυστη ευαισθησία που αγγίζει μόνο τη φήμη και τη ματαιοδοξία της, ξεσπά κατά του μπολσεβίκου συμπρωταγωνιστή της, έξω από σινεμά που παίζει μια ταινία του. Η ντίβα έχει αρχίσει να συναντά σε ειδυλλιακούς περιπάτους τον Βίκτορ Ποτότσκι, οπερατέρ στο συνεργείο και οργανωμένο μπολσεβίκο. Ο οπερατέρ έχει κινηματογραφήσει σειρά εγκλημάτων των αντεπαναστατών. Αδιάσειστες αποδείξεις που πρέπει οπωσδήποτε να φτάσουν στα χέρια των Μπολσεβίκων, ώστε να μπορέσουν να αποδείξουν στην Ευρώπη που τους κατηγορεί για εγκληματίες, ότι εγκληματίες είναι οι δικοί τους, οι Λευκοί. Ο Βίκτορ δίνει το πολύτιμο πακέτο στην υπεράνω πάσης υποψίας Ολγα, που με το ξεδίπλωμα της ίντριγκας μεταμορφώνεται από εγωκεντρική ντίβα σε νεοφώτιστη επαναστάτρια, έχοντας υπάρξει κοινωνός των αθλιοτήτων των Λευκών πάνω σε ανυπεράσπιστους εργάτες και απλό λαό. Προσπαθώντας να δει την πραγματικότητα έξω από κινηματογραφικούς όρους, η ντίβα αποφασίζει να βοηθήσει την υπόθεση των Μπολσεβίκων με όποιο κόστος.
Με τους: Έλενα Σολοβέι, Ροντιόν Νακαπέτοφ, Αλεξάντρ Καλιάγκιν κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ένωση (1976)
Ένας τρόπος απομάκρυνσης από το κοινότυπο είναι η επιστροφή στους κλασικούς. Γι’ αυτό και οι σκηνοθέτες πειραματίζονται με τον Σαίξπηρ, με τη «στόφα της ζωής». Ο Σαίξπηρ γοήτευε βαθιά τον Ορσον Γουέλς που μελετούσε και διασκεύαζε δραστικά κείμενα του δραματουργού, τα σκηνοθετούσε και τα ερμήνευε ο ίδιος σε σκηνή και οθόνη. Το τρίτο και τελευταίο φιλμ του Γουέλς πάνω στον Σαίξπηρ με τίτλο «Φάλσταφ» (1965) – μετά το «Μάκβεθ» (1948) και το «Οθέλλος» (1952) – έρχεται ως ολοκλήρωση του θεατρικού «Πέντε βασιλιάδες» που ο Γουέλς, σχολιαρόπαιδο, ξεκίνησε το 1930 πάνω στο θέμα Πόλεμος των Ρόδων. Η κλασική αυτή, βραβευμένη στις Κάννες το 1966, ταινία του Γουέλς, αποτελεί συρραφή αποσπασμάτων των σαιξπηρικών θεατρικών «Ερρίκος ο Δ’», «Οι εύθυμες κυράδες του Ουΐνδσορ», «Ερρίκος ο Ε’» και «Ριχάρδος ο 2ος» και του θεατρικού «Πέντε βασιλιάδες». Ο Ερρίκος ο Δ’, σφετεριστής του θρόνου της Αγγλίας, προσπαθεί να καταστείλει τις εξεγέρσεις των ευγενών που στρέφονται κατά της εξουσίας του. Ο γιος του Χαλ, προτιμά την παρέα του Φάλσταφ, ενός εύθυμου γερο-γλεντζέ που ζει σε πορνείο. Οταν όμως ανεβαίνει στο θρόνο της Αγγλίας ως Ερρίκος ο Ε’, απαρνείται τον φίλο και πνευματικό του πατέρα και εξορίζοντάς τον από την αυλή, σπάει τη φιλία του με τον Φάλσταφ.
Ο «Φάλσταφ» ή «Οι καμπάνες του μεσονυχτίου» στρέφεται γύρω από το χαρακτήρα του Φάλσταφ, ρόλος που υποδύεται ο Γουέλς και που μετατρέπεται και αυτός σε κάτι πολύ περισσότερο από τις συμβατικές φιγούρες που παρουσιάζονται ανά τις εποχές. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στη Βαρκελώνη το χειμώνα του 1964 – 65 με λεφτά ενός Ισπανού παραγωγού που πίστευε ότι ο Γουέλς σκηνοθετούσε ταυτόχρονα, με το ίδιο συνεργείο και στους ίδιους χώρους, τον σαιξπηρικό «Φάλσταφ» και μια καινούργια εκδοχή του «Νησί των θησαυρών» του Στίβενσον με τον ίδιο στο ρόλο του Τζον Σίλβερ. Πολύ αργότερα, το 1972, ο Γουέλς υποδύθηκε τον Λονγκ Τζον σε μια σπάνια ιταλοϊσπανική παραγωγή.
Ο ελεγειακός, μονόχρωμος «Φάλσταφ» γυρισμένος στο χιόνι και τη λάσπη των χειμωνιάτικων τοπίων είναι ένα πληθωρικό αριστούργημα, μια ισπανική παραγωγή στα αγγλικά, με καστ που συντίθεται από κλασικά εκπαιδευμένους Βρετανούς ηθοποιούς και κάποιους «Ευρωπαίους» σε μικρότερους ρόλους και καθοδηγείται από έναν Γουέλς που κυριαρχεί, ηλικιωμένο, έκφυλο και παχύσαρκο με γενειάδα, μάτια που λαμπυρίζουν και μύτη σαν μελιτζάνα. Θερμός, ευφυής, περήφανος και πονηρός, ένας ανέντιμος άνδρας σε αναζήτηση ανώτερων αληθειών σ’ ένα διεφθαρμένο κόσμο εξουσίας και ωμής φιλοδοξίας. Ο Γουέλς, που αντιμετώπισε το θέμα σαν την προδοσία της φιλίας παρότι συνιστά κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό, θεωρεί τον «Φάλσταφ» τη μεγαλύτερη δημιουργία του, το καλύτερό του φιλμ!
Ο «Φάλσταφ» όμως έμπλεξε σε δεινά. Ο Γουέλς αρρώστησε. Είχε προβλήματα με τα εργαστήρια. Ηθοποιοί πήγαιναν κι έρχονταν. Ο προϋπολογισμός δεν έφθασε και ο παραγωγός Χάρι Σάλτζμαν αναγκάστηκε να «σώσει» την παραγωγή με κάποια εκατομμύρια, γεγονός που αργότερα – και για χρόνια – γέννησε προβλήματα για το ποιος είχε την ιδιοκτησία της ταινίας…
Με τους: Ορσον Γουέλς, Ζαν Μορό, Τζον Γκίλγκουντ, Μαρίνα Βλαντί, κ.α.
Παραγωγή: Ισπανία, (1965)
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η τύχη του Ακίρα Κουροσάβα είχε πάρει την κατιούσα. Μετά την πρώτη έγχρωμη ταινία του «Dodes Κaden», παταγώδης εμπορική αποτυχία, αποτέλεσμα της αρνητικής κριτικής, όπως και την ταυτόχρονη κρίση στην ιαπωνική κινηματογραφική βιομηχανία που καθιστούσε αδύνατη τη χρηματοδότηση ταινιών που ενείχαν ρίσκο, η δεινή ψυχολογική κατάσταση του σκηνοθέτη τον οδήγησε σε απόπειρα αυτοκτονίας. Η καριέρα του όμως σώθηκε χάρη σε μια σοβιετική πρόταση, να σκηνοθετήσει ένα μη μυθοπλαστικό φιλμ, βασισμένο στο βιβλίο αναμνήσεων του Ρώσου τοπογράφου / εξερευνητή Βλαντίμιρ Αρσένιεφ «Ντερσού Ουζαλά» που κυκλοφόρησε το 1923 και ο Κουροσάβα το διάβασε το 1940. Ο Αρσένιεφ υπήρξε το 1902 επικεφαλής στρατιωτικής αποστολής για την χαρτογράφηση της περιοχής Ουσούρι της Σιβηρίας – κοντά στα κινεζικά σύνορα – και τη σπουδή των αυτοχθόνων πληθυσμών. Επί 9 μήνες γυριζόταν στη Σιβηρία η ελεγειακή ταινία σπουδαίου οπτικού και πνευματικού κάλλους «Ντερσού Ουζαλά». Μια επική ωδή για τη σχέση και τη φιλία ενός Ευρωπαίου, μεγαλωμένου σ’ ένα προηγμένο αστικό περιβάλλον και του σοφού ερημίτη οδηγού του, Ασιάτη νομάδα Ντερσού Ουζαλά της παλιάς φυλής των Νανάι, που έτυχε να σώσει δυο φορές τη ζωή του Αρσένιεφ. Σε μια χιονοθύελλα και σ’ ένα ατύχημα με σχεδία στα ορμητικά νερά ενός ποταμού. Μπορεί οι απλοϊκοί τρόποι να καθιστούν τον Ντερσού αντικείμενο διασκέδασης για τους άνδρες του Αρσένιεφ, η επινοητικότητα όμως και η ανεπεξέργαστη σοφία του κερδίζουν τελικά το σεβασμό των πολιτισμένων…
Η παρθένα απεραντοσύνη της σιβηρικής στέπας, σε πλήρη αντίθεση με το σύγχρονο ιαπωνικό τοπίο με τα καλλιεργούμενα δάση, προσέφερε ένα ριζικά νέο «καμβά» για τον Κουροσάβα και μια δυναμική οπτική στιλιστική απ’ όπου δεν λείπει η χαρακτηριστική κινητική αίσθηση για δράση του σκηνοθέτη. Στο ουμανιστικό αριστούργημα του Κουροσάβα διακρίνονται κάπου συγγένειες με το πνεύμα του Τζον Φορντ και αρκετά από τα συστατικά ενός κλασικού γουέστερν. Η κεντρική σχέση θυμίζει εκείνη μεταξύ πιονιέρων και ιθαγενών Αμερικανών. Ο Κουροσάβα δεν ήταν ο μοναδικός που μετέφερε στον κινηματογράφο το βιβλίο του Αρσένιεφ και κέρδισε έτσι «Οσκαρ» για το καλύτερο ξενόγλωσσο φιλμ. Το 1961, ο Αγκάσι Μπαμπαγιάν έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μια δική του εκδοχή του ίδιου κειμένου…
Με τους: Μαξίμ Μουνζούκ, Γιούρι Σολομίν, κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ένωση, Ιαπωνία, (1975)