Αποκαλυπτικές οι τοποθετήσεις της ηγεσίας της στη χτεσινή παρουσίαση της έκθεσης του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ στη Θεσσαλονίκη
Τις καλύτερες υπηρεσίες στην αστική τάξη προσφέρει αμείωτα η συνδικαλιστική πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, που δουλεύει νυχθημερόν για να συνδράμει τον εγκλωβισμό των εργαζομένων στον αντιλαϊκό μονόδρομο της ΕΕ και του κεφαλαίου.
Στη διάρκεια της χτεσινής καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου της ΓΣΕΕ, όπου παρουσιάστηκε η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ για την οικονομία και την απασχόληση, τόσο ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλος (ΠΑΣΚΕ) όσο και ο γγ της ΓΣΕΕ, Ν. Κουτσιούκης (ΔΑΚΕ), αναλώθηκαν σε περιγραφές για τις δραματικές επιπτώσεις που έφεραν τα μνημόνια στον εργαζόμενο λαό, αλλά στο δια ταύτα επιβεβαίωσαν τη στράτευσή τους στο μέτωπο της «εθνικής συνεννόησης» για να ανακάμψει η οικονομία.
Ο μεν Γ. Παναγόπουλος είπε ότι «δεν αρκεί μόνο η συνδικαλιστική δράση, χρειάζεται και η πολιτική προοπτική. Την αναζήτησε ο λαός μας, αλλά διαψεύστηκε». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι «ο πολιτικός κόσμος της χώρας μπορεί να δώσει λύση στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής» και ότι «τα μνημόνια δε σκίζονται σε μια μέρα», αλλά πρέπει «να ασκηθούν πολιτικές που θα αποκαταστήσουν τις ζημιές που υπέστησαν οι μισθωτοί στο παρελθόν».
Τέλος, μας είπε ότι είναι αναγκαίο «το πολιτικό σύστημα να δημιουργήσει εκείνο το περιβάλλον που θα φέρει επενδύσεις, αλλά με προστασία των εργασιακών σχέσεων». Με ευθύνη της πλειοψηφίας της, η ΓΣΕΕ έπαιξε ενεργό ρόλο στην προεκλογική εξαπάτηση του λαού από τον ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Γενάρη, προπαγανδίζοντας ένα «άλλο μείγμα» διαχείρισης, με το οποίο και ο ΣΥΡΙΖΑ ανερχόταν τότε στη διακυβέρνηση.
Τώρα, συνεχίζει να καλλιεργεί αυταπάτες ότι η λύση είναι κοινή για τους εργαζόμενους και τα αφεντικά και ότι αυτή θα έρθει από την «εθνική συνεννόηση» όλων των κομμάτων που έχουν για πρόγραμμά τους το 3ο μνημόνιο! Και βέβαια, από το λόγο του προέδρου της ΓΣΕΕ δε θα μπορούσε να λείψει η αποθέωση της ΕΕ και του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Ν. Κουτσιούκης είπε ότι «δεν είναι λύση η έξοδος από την ΕΕ και την Ευρωζώνη ή η αλλαγή νομίσματος, δεν είναι λύση η απομόνωση της χώρας». Οπως είπε, «λύση είναι το σύνολο του πολιτικού κόσμου να πάει στην Ευρώπη και να διεκδικήσει να επιστρέψει η Ελλάδα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα».
Κατά τ’ άλλα, επιτέθηκαν στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για το τρίτο μνημόνιο και ύψωσαν κορώνες για τα Εργασιακά, το Ασφαλιστικό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, που πρώτοι απ’ όλους, εν χορώ, μαζί με τους συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ, υπονόμευσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια και σήμερα.
Σε ό,τι αφορά αυτή καθ’ αυτή την έκθεση του ΙΝΕ που παρουσίασαν, τα στοιχεία της βασίζονται στους δείκτες της οικονομίας το 2014. Από αυτά προκύπτει μεταξύ άλλων ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας πέρυσι καταγράφει μείωση σε σχέση με το 2009 κατά 13,7% και ότι ο αριθμός των ανέργων σε σχέση με το 2008 αυξήθηκε από 364.000 σε 1,264 εκατομμύρια άτομα.
Από το 1 εκατ. θέσεις εργασίας που χάθηκαν στο σύνολο της οικονομίας, στη Μεταποίηση χάθηκαν 222 χιλιάδες, στο Εμπόριο 219 χιλιάδες και στις Κατασκευές 236 χιλιάδες, που αθροιστικά αποτελούν το 68% των συνολικά χαμένων θέσεων εργασίας. Αντίστοιχα, το ποσοστό απασχόλησης από το 60% το 2009 μειώθηκε στο 50% το 2014.
Το ίδιο διάστημα άλλαξε και το περιεχόμενο των συμβάσεων. Ενώ το 2009 το ποσοστό των νέων συμβάσεων μισθωτής εργασίας ήταν κατά 21% με μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία, το 2014 οι ευέλικτες μορφές στις νέες συμβάσεις εκτοξεύονται στο 50,5%. Δηλαδή, μία στις δύο νέες θέσεις εργασίας ήταν με ευελιξία, στοιχείο που επιδεινώθηκε μέσα στο 2015.
Παράλληλα, χτύπημα δέχτηκαν και οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Από τις 65 συμβάσεις κλαδικές/εθνικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας που υπεγράφησαν το 2010, ο αριθμός τους μειώθηκε μόλις στις 14 το 2014. Αντίστροφα, την ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι επιχειρησιακές συμβάσεις από 227 το 2010 σε 976 το 2012, οι οποίες και αυτές μειώθηκαν στη συνέχεια σε 385 το 2013 και σε 286 το 2014.
Οσον αφορά τις ανισότητες και τη φτώχεια του πληθυσμού μεταξύ 2009 – 2012, το σχετικό ποσοστό φτώχειας αυξάνεται από το 20,1% στο 23,1%. Παράλληλα, ενώ το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας των μισθωτών πλήρους απασχόλησης ήταν στο 7,6% το 2012, τριπλασιάζεται και εκτοξεύεται στο 19,7%, δείκτης που αποτυπώνει και τη δραστική μείωση των μισθών. Μάλιστα, στους εργαζόμενους με μερική απασχόληση το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 51,7%, από το 30,1% το 2009.
Για τους αυτοαπασχολούμενους πλήρους απασχόλησης, το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας, από το 23,5% που υπολογιζόταν το 2009, αυξάνεται στο 37,4% το 2012. Το ποσοστό φτώχειας των ανέργων αυξάνεται από το 34,8% το 2009 στο 65,5% το 2012 και στους συνταξιούχους από το 18,6% στο 31,3%, ως αποτέλεσμα των μειώσεων των συντάξεων. Στα μη οικονομικά ενεργά άτομα, το ποσοστό φτώχειας διπλασιάζεται από το 27,5% το 2009, στο 54% το 2012.