Εβδομάδα απλά συμπαθής, με καλές επαναλήψεις, για όσους βρίσκουν καιρό να κλειστούν στη σκοτεινή αίθουσα ενός σινεμά. Πρεμιέρα απόψε για το αμερικάνικης παραγωγής «Ταξίδι στην Αλαμπάμα» (A Walk in the Woods – 2015), σε σκηνοθεσία Κεν Κουάπις. Για πρώτη φορά -αν εξαιρέσουμε το πολιτικό θρίλερ «The Company You Keep» (2013)- εμφανίζονται μαζί στη μεγάλη οθόνη ο 77χρονος Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο 74χρονος Νικ Νόλτε, σ’ αυτήν την αξιαγάπητη, ελαφριά και προβλέψιμη περιπέτεια, μια γεμάτη χιούμορ διασκευή του μπεστ σέλερ του Μπιλ Μπράισον από το 1998, για την περιπετειώδη πεζοπορία δύο παλιών φίλων, σε ένα μονοπάτι 2.200 μιλίων, πάνω στα άγρια και παρθένα Απαλάχια Όρη, που εκτείνονται από την Τζόρτζια έως το Μέιν. Ο Ρέντφορντ (που είναι και παραγωγός της ταινίας) υποδύεται τον Μπιλ Μπράισον, το συνταξιούχο που μετά την κηδεία ενός φίλου αποφασίζει να ριχτεί στη μεγάλη περιπέτεια. Μαζί του παίρνει τον Νικ Νόλτε, που ερμηνεύει τον Κατζ, πρώην αλκοολικός, υπέρβαρος, απεριποίητος, ατημέλητος και από πάνω κουτσαίνει κιόλας… Οι γυναικείες παρουσίες της ταινίας μοιάζει να υπάρχουν απλά για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των κεντρικών ανδρικών χαρακτήρων. Μεταξύ αυτών η βραβευμένη Εμα Τόμσον, στο ρόλο της αγαπημένης Αγγλίδας συζύγου του Μπράισον, Κάθριν. (Δείτε εδώ το Trailer).
Σε ό,τι αφορά τις επαναλήψεις, αναφέρουμε ότι: Στο «Αστυ» συνεχίζεται για 2η εβδομάδα ο «Φάλσταφ» (1965) του Ορσον Γουέλς (γνωστή και ως «Οι καμπάνες του μεσονυχτίου»), με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων από τη γέννηση του ευφυούς δημιουργού. Ωρες προβολών: 6.05 μ.μ., 8.05 μ.μ. και 10.05 μ.μ.
Αποκλειστικά στην «Αλκυονίδα» προβάλλεται από σήμερα και καθημερινά στις 8 το βράδυ η ταινία της Ομάδας των 6, «Ο Αγώνας» (1975), μια καταγραφή – ντοκουμέντο των κοινωνικών και εργατικών αγώνων της περιόδου 1972-1975. Στις 6 το απόγευμα παίζει η ευφυής κωμωδία του Μπίλι Γουάιλντερ «Ερωτας το απόγευμα» (1957).
Στο «Στούντιο» συνεχίζεται η προβολή του αριστουργήματος του Νάνι Λόι, τοποθετημένο στη Ρώμη του απόηχου του νεορεαλισμού, «Οι μικροαπατεώνες ή Ο κλέψας του κλέψαντος 2» (1952). Προβάλλεται καθημερινά στις 7 μμ, ενώ ακολουθεί στις 9 μμ η «Νοσταλγία» (1983) του Αντρέι Ταρκόφσκι.
Στο θερινό «Ζέφυρο» συνεχίζει η προβολή του «Ντερσού Ουζαλά» (1975) του Ακίρα Κουροσάβα, ενώ στο Μαρούσι, στο ODEON «Kosmopolis 5», συνεχίζεται η πολύ χαριτωμένη γαλλική ταινία «Οικογένεια Μπελιέ» (2014) του Ερίκ Λαρτιγκό, που πολλοί ενδιαφέρονται ακόμα να δουν…
Κριτική: Τζία Γιοβάνη
Είναι η ταινία που ενέπνευσε τον Ταραντίνο για το «Reservoir Dogs» (1992), ένα επίτευγμα του πολυγραφότατου και ταλαντούχου σκηνοθέτη Φιλ Κάρλσον (1908-1985), με τριαντάχρονη γεμάτη καριέρα (1945-1975) και πληθώρα «νουάρ». Από τα καλύτερα φιλμ του «Ο 4ος άνθρωπος» (1952), ωμό θρίλερ νουάρ -είχε προβλήματα με τη λογοκρισία- που ούτε λεπτό δεν εγκαταλείπει την ένταση. Ο Κάρλσον υπήρξε απόφοιτος ενός «Poverty Row» στούντιο (όρος που χρησιμοποιείται για τα αμερικάνικα κινηματογραφικά στούντιο που, μεταξύ 1920 και 1950, γύριζαν φιλμ χαμηλού προϋπολογισμού).
Το ελάχιστα γνωστό και απερίγραπτα σκοτεινό για την εποχή του θρίλερ, με την έξυπνη πλοκή, τους γεμάτους καπνό χώρους, τα κοντινά πλάνα, τους σπουδαίους ηθοποιούς και τους δυνατούς διαλόγους, ξεκινά με μια ληστεία που μετατρέπεται σε γρήγορων ρυθμών κυνήγι εκδίκησης του πρωταγωνιστή (άριστη η ερμηνεία του Τζον Πέιν), που δυστυχώς, ό,τι κι αν κάνει, δεν καταφέρει να δει τα πρόσωπα των ενόχων…
Με τους: Τζον Πέιν, Κόλιν Γκρέι, Πρέστον Φόστερ, Νεβίλ Μπραντ, Λι Βαν Κλιφ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1952).
Δεν είναι υποχρεωτικό κάθε ρετρό τηλεοπτική σειρά να ανασταίνεται (και να ξεζουμίζεται) για να μεταφερθεί στο σινεμά, ιδιαίτερα όταν οι συντελεστές του εγχειρήματος δεν έχουν τίποτα το ρηξικέλευθο να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα… Ο Γκάι Ρίτσι μετέτρεψε μια αμερικάνικη σειρά που έπαιζε από το 1964 έως το ’68, σε ταινία κομψή, με στυλ και γρήγορο ρυθμό, όπου τίποτα δεν είναι σοβαρό, τα πάντα είναι για γέλια, είναι φάρσα, εκτός από την επιδερμική ευχαρίστηση ενός σινεμά -διασκέδαση για τις μάζες, που έχοντας συνείδηση του ρόλου του, εξελίσσεται συνεχώς μορφικά, προς το πιο καλόγουστο. Η κατασκοπευτική περιπέτεια του Ρίτσι, με δομή που συνίσταται σε κινηματογραφικά σκετς, κάποια εκ των οποίων καλά, σε στυλ, ομορφιά και δράση, θα μπορούσε να συναγωνιστεί εκείνες του 007. Η ταινία, από την οποία απουσιάζει το χιούμορ, σφύζει από καταδιώξεις με μηχανοκίνητα σκάφη, ελικόπτερα, μοτοσυκλέτες και ταυτόχρονα εκθειάζει την κλασική, αστική, κομψότητα. 1963 και μια εγκληματική οργάνωση που σχετίζεται με τους ναζί, απειλεί να χρησιμοποιήσει την ατομική βόμβα. Οι πράκτορες Σόλο (της CIA) και Κουριάκιν (της KGB) βάζουν στην άκρη αντιπαλότητες και μίση, ενώνουν τις δυνάμεις τους, για να αποτρέψουν τον πυρηνικό όλεθρο…
Παρότι η ιστορία τοποθετείται στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και παρά το συνεπές ρετρό στυλ, η ταινία διατηρεί το ρυθμό και τη δράση των σύγχρονων κινηματογραφικών προϊόντων. Η σχέση του αδιάκοπου διαπληκτισμού μεταξύ των δύο πρακτόρων που, από κοινού αλλά απρόθυμα, πρέπει να σώσουν τον κόσμο από τους οπλισμένους με πυρηνικά κακοποιούς, σιγοβράζει σε ξεδοντιασμένη αδράνεια. Η εισαγωγή στο Ανατολικό Βερολίνο. Ο Σόλο αναλαμβάνει την αποστολή να βοηθήσει την Γκάμπι (την υποδύεται η 26χρονη Σουηδή Αλίσια Βικάντερ), μια κοπέλα μηχανικό αυτοκινήτων, να διαφύγει στη Δύση. Πρέπει να εντοπίσουν τον πατέρα της, έναν πυρηνικό επιστήμονα που δούλευε για τους ναζί, μετά για τους Αμερικάνους και τώρα είναι εξαφανισμένος χωρίς ίχνη. Και οι Σοβιετικοί ενδιαφέρονται για την ιστορία της Γκάμπι. Ξεκινά, λοιπόν, ένα καινοτόμο κυνηγητό αυτοκινήτων, σερβιρισμένο με ό,τι είθισται να προσφέρεται ως γαρνιτούρα κι όταν η δράση μεταφέρεται στη Ρώμη, το σενάριο ακινητοποιείται για κάμποσο… Ο Ρίτσι πάντως δε σταματά να πειραματίζεται με το μοντάζ, αναποδογυρίζοντας τις συμβάσεις του «αόρατου», χολιγουντιανού στυλ, μοντάζ.
Δεν είναι τυχαίο που στην ταινία υπάρχουν δύο κούκλοι, ο Αρμι Χάμερ και ο Χένρι Καβίλ, πρώτος επιλαχών για τον επόμενο Τζέιμς Μποντ. Δίπλα τους δύο γυναίκες και ο Χιου Γκραντ, σε κάποια σύντομα περάσματα, που παίζει τον εαυτό του, ως συνήθως βέβαια. Στα θετικά καταγράφονται η σκηνογραφία και τα κοστούμια, αλλά επειδή η χημεία μεταξύ Καβίλ, Βικάντερ και Χάμερ είναι απούσα, το «παιχνίδι» ενίοτε μοιάζει νεκρό, κάτι που προϊδεάζει για το μη προγραμματισμό σίκουελ. Πρόβλημα, ίσως, ότι το σημερινό νεαρό κοινό των ταινιών δράσης δεν άκουσε ποτέ να μιλούν για τους συγκεκριμένους πράκτορες και ότι οι πρωταγωνιστές δεν είναι σταρ που αυτόματα έλκουν τους θεατές…
Με τους: Χένρι Καβίλ, Αρμι Χάμερ, Αλίσια Βικάντερ, Ελίζαμπεθ Ντέμπικι, Χιου Γκραντ κ.ά.
Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2015)
Ανάλατη ταινία που γέρνει μάλλον προς συναυλία ροκ κι όχι στη δραματική κωμωδία πάνω στη λύτρωση μιας μητέρας. Χιλιοειπωμένη ιστορία ενός γονιού που εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, αλλά οι καταστάσεις τον υποχρεώνουν να επιστρέψει γεμάτος τύψεις. Η κάποιας ηλικίας Ρίκι (η Μέριλ Στριπ εκπλήσσει στον απαιτητικό ρόλο της γυναικείας φιγούρας σε μπάντα ροκ -παίζει και τραγουδά η ίδια- που δεν περιορίζεται στο σόου της να περνά από την κάντρι, στη γεμάτη ενέργεια, ροκ μουσική της μπάντας, αλλά κάνει πολλά περισσότερα), εγκατέλειψε εδώ και χρόνια σύζυγο και τρία παιδιά, για να ακολουθήσει το μουσικό της όνειρο. Όμως, ο αναπάντεχος χωρισμός της κόρης της Τζούλι (στο ρόλο η Μάμι Γκάμερ, κόρη της Στριπ) την κάνει να επιστρέψει, να συναντηθεί με τον πρώην σύζυγο, που ζει τώρα σε πολυτελή βίλα με μια νέα σύντροφο και τα μεγάλα πια παιδιά της… Κρίμα που το σενάριο και η σκηνοθεσία δεν είναι στο ύψος της Στριπ, της Ρίκι, που ψήφισε δύο φορές Μπους, που ούτε καν εκφέρει το όνομα Ομπάμα, που δε δείχνει κατανόηση στον γκέι γιο της, αλλά που αποκαλύπτει βήμα το βήμα και ρυτίδα τη ρυτίδα μια βαθιά αίσθηση ανθρωπιάς, όπου λάθη αλλά και ικανότητα αναγνώρισής τους καταλήγουν σε συνύπαρξη.
Ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Ντέμε μοιάζει να γοητεύτηκε από το κείμενο και τη δυνατότητα που του έδινε να μεταφράσει τις εικόνες σε μουσική. Το έχει κάνει ξανά στο παρελθόν, αλλά τώρα περνά από το ντοκιμαντέρ στη μυθοπλασία. Κείμενα τέτοιου είδους μπορούν να λειτουργήσουν, εάν θεμελιώνονται στην αλήθεια και εάν διαθέτουν ερμηνευτές που γνωρίζουν καλά πώς θα ανασύρουν στην επιφάνεια και θα εκφράσουν αυτήν την αλήθεια.
Η ταινία, παρά την ερμηνεία της Στριπ, γεμάτη συναισθήματα ενοχής και υπερηφάνειας και χειρονομίες κατ’ άλλους χυδαίες, για την ίδια συνυφασμένες με την ύπαρξή της, δίνει την αίσθηση της ατελούς. Ντεμί μελό, ντεμί πορτρέτα, σενάριο προδιαγεγραμμένο χωρίς πρωτοτυπία, σκηνοθεσία εμπαθής και επίπεδη, αποτέλεσμα ένα ντεμί τίποτα. Γεμάτη ροκ η ταινία, ίδια μουσική κωμωδία, με κάποιες ανατροπές που φέρνουν γέλιο, με χιούμορ και ρυθμό που τονώνει, αλλά και με ευκρινή τα όριά της.
Με τους: Μέριλ Στριπ, Κέβιν Κλάιν, Μάμι Γκάμερ, Σεμπάστιαν Σταν κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2015)