Η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις παρουσιάζουν την Κοινωνική Ασφάλιση σαν λογιστικό ζήτημα, σε άμεση συνάρτηση με τα δημοσιονομικά του κράτους, τις «αντοχές» δηλαδή της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων.
Με αυτούς τους δυο παράγοντες συνδέεται κατά βάση αυτό που η κυβέρνηση ονομάζει «βιωσιμότητα» του συστήματος. Δηλαδή, κριτήριο της βιωσιμότητας είναι το κατά πόσον η χρηματοδότηση της Ασφάλισης από το κράτος και την εργοδοσία δεν δυσκολεύει (αλλά υπηρετεί) τη δημοσιονομική σταθερότητα και δεν υποσκάπτει (αλλά αναπτύσσει) την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Σε τελική ανάλυση, μιλώντας για το σήμερα, η βιωσιμότητα των Ταμείων καθορίζεται από το κατά πόσον τα οικονομικά του συστήματος της Κοινωνικής Ασφάλισης υπηρετούν το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Αλλά και με καθαρά οικονομικούς όρους να το προσεγγίσει κανείς, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σημερινή κατάσταση των Ταμείων, άρα και το ζήτημα της βιωσιμότητας, δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά είναι παράγωγο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που εχθρεύεται και συνθλίβει τα σύγχρονα δικαιώματα και τις λαϊκές ανάγκες.
Δηλαδή, το γεγονός ότι σήμερα τα Ταμεία δυσκολεύονται να καταβάλλουν ακόμα και τις τρέχουσες συντάξεις, έχει να κάνει με τη συνολική λειτουργία του καπιταλισμού, όχι μόνο στις συνθήκες της κρίσης, αλλά και στη φάση της ανάπτυξης.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα: Τα αποθεματικά των ασφαλιστικών οργανισμών αξιοποιήθηκαν διαχρονικά από το κράτος, για να χρηματοδοτηθεί η καπιταλιστική ανάπτυξη από τη δεκαετία του ’50. Εγιναν, δηλαδή, επιδοτήσεις και φτηνά δάνεια στο κεφάλαιο για να κάνει επενδύσεις.
Η διαχρονική αυτή ληστεία του ιδρώτα των ασφαλισμένων πήρε διάφορες μορφές τα επόμενα χρόνια, μέχρι τις μέρες μας. Το PSI, το οποίο «κούρεψε» και τα αποθεματικά των Ταμείων, είναι μια σύγχρονη εκδοχή της αξιοποίησης των αποθεματικών προς όφελος του κεφαλαίου.
Ακόμα, το κράτος και η εργοδοσία, παρά τη θεσμοθέτηση της τριμερούς χρηματοδότησης του συστήματος της Κοινωνικής Ασφάλισης, ποτέ δεν υπήρξαν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, αυξάνοντας τις «τρύπες» στα οικονομικά των Ταμείων.
Η νόμιμη και «παράνομη» εισφοροδιαφυγή και εισφοροαπαλλαγή των επιχειρήσεων, ακόμα και σε εποχές μεγάλης κερδοφορίας και σχετικά μικρότερης ανεργίας, επέτεινε το πρόβλημα, όπως και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας, με τελευταίο παράδειγμα τη μείωση κατά 3,9 μονάδες που έγινε σε δυο δόσεις στα χρόνια της κρίσης.
Αλλά και η αύξηση της ανεργίας, που επιδρά άμεσα στις μειωμένες εισπράξεις των Ταμείων, σύμπτωμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Ανεργία όμως έχουμε και σε φάση ανάπτυξης, όταν η επένδυση σε τεχνολογία αιχμής για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, καταστρέφει ζωντανή εργατική δύναμη.
Επίσης, η διεύρυνση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, δηλαδή η ευελιξία στην αγορά εργασίας, που υπηρετεί την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, είναι παράγοντας που στερεί πόρους από το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Τέλος, η συνεισφορά του κράτους στα Ταμεία και γενικότερα στο σύστημα της Ασφάλισης βαίνει διαρκώς μειούμενη, προκειμένου, από τη μια, να περισσεύουν περισσότερα χρήματα για τη χρηματοδότηση της καπιταλιστικής ανάκαμψης και, από την άλλη, να αυξάνουν τα περιθώρια ανάπτυξης ιδιωτικών επιχειρηματικών ομίλων στους τομείς της Υγείας, της Πρόνοιας και των συντάξεων.
Επομένως, απ’ όπου κι αν το πιάσει κανείς, το ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης είναι πρώτα και κύρια ταξικό. Δεν μπορεί να το δει κανείς αποσπασμένο από το οικονομικό-κοινωνικό σύστημα στο οποίο αναπτύσσεται, ούτε βέβαια ανεξάρτητα από τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετεί το κράτος στον καπιταλισμό.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Υπάρχουν σήμερα οι δυνατότητες να διευρυνθούν αντί να συρρικνώνονται τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, να αντιστοιχηθούν οι παροχές σε Υγεία – Πρόνοια – συντάξεις με τις σύγχρονες, διευρυμένες λαϊκές ανάγκες; Κι αν υπάρχει αυτή τη δυνατότητα, τι είναι αυτό που την εμποδίζει να εκπληρωθεί;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της τεχνικής, αποτέλεσμα της κοινωνικής εξέλιξης και της ανάπτυξης της επιστήμης, έχει απογειώσει την παραγωγικότητα της εργασίας, από τη μια, και τις δυνατότητες να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, από την άλλη. Παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε τις εξής αντιφάσεις:
Από τη μια να αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, άρα και η δυνατότητα για τους εργαζόμενους να περάσουν μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους εκτός παραγωγής, κι από την άλλη να εκτοξεύονται τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, όχι μόνο τα γενικά, αλλά και για εκείνους που δουλεύουν σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίες.
Από τη μια, να κάνει άλματα η παραγωγικότητα της εργασίας και από την άλλη ο εργάσιμος χρόνος να αυξάνεται αντί να μειώνεται. Από τη μια, να γίνονται τεράστια βήματα στην ιατρική επιστήμη και στην τεχνολογία και, από την άλλη, ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών στρωμάτων να αποκλείεται ακόμα και από στοιχειώδεις παροχές ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Τι είναι, επομένως, αυτό που εμποδίζει σήμερα τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα να απολαμβάνουν σύγχρονα εργασιακά και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, αξιοπρεπείς μισθούς και συντάξεις, υψηλού επιπέδου και δωρεάν υπηρεσίες Υγείας και Πρόνοιας; Η λειτουργία της οικονομίας και η οργάνωση της κοινωνίας με βάση το καπιταλιστικό κέρδος. Η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, ως το μοναδικό κριτήριο στην οργάνωση της παραγωγής.
Μέσα σ’ αυτό το σύστημα δεν χωράνε σύγχρονα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα, επειδή λογίζονται σαν κόστος για το κεφάλαιο και υποσκάπτουν την ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας. Με τα ίδια κριτήρια διαμορφώνονται οι μισθοί και τα άλλα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα.
Μπορεί οι ρυθμοί να διαφέρουν ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης και εξαιτίας της ανισομετρίας του καπιταλισμού, η γενική τάση όμως είναι να συρρικνώνονται σταθερά και ανεπίστρεπτα τα εργατικά λαϊκά δικαιώματα.
Οι κομμουνιστές, μαζί με άλλους πρωτοπόρους αγωνιστές, θα πρωτοστατήσουμε στους τόπους δουλειάς και στις γειτονιές για να εκφραστεί η απάντηση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων στα αντιασφαλιστικά σχέδια κυβέρνησης – κεφαλαίου – τρόικας, με μαζική συμμετοχή στα συλλαλητήρια που οργανώνουν σωματεία και ομοσπονδίες, μετά από κάλεσμα του ΠΑΜΕ και στην πανεργατική απεργία.
Η δραστηριότητα αυτή του επόμενου διαστήματος, θα πρέπει να αξιοποιηθεί, για να βγουν πολιτικά συμπεράσματα, να κατανοηθούν από ευρύτερες εργατικές – λαϊκές μάζες οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Το παράδειγμα της Κοινωνικής Ασφάλισης έρχεται να επιβεβαιώσει ότι οι διευρυμένες λαϊκές ανάγκες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν σε συνθήκες κυριαρχίας των μονοπωλίων, στο πλαίσιο δηλαδή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος έδωσε ό,τι ήταν να δώσει και έχει πια σαπίσει.
Σήμερα, υπάρχουν όλες οι υλικές προϋποθέσεις για την καθιέρωση ενός ενιαίου, υποχρεωτικού, αποκλειστικά δημόσιου συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως προτείνει το ΚΚΕ, που με ευθύνη του κράτους θα εξασφαλίζει για όλους συντάξεις και παροχές αντίστοιχες των σύγχρονων αναγκών.
Για παράδειγμα, σήμερα είναι εφικτό να μειωθούν τα γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στα 60 για τους άνδρες και στα 55 για τις γυναίκες, πέντε χρόνια λιγότερα για όσους απασχολούνται σε Βαριά και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα. Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη να παρέχεται δωρεάν σε όλους, με ευθύνη του κράτους, στο πλαίσιο ενός αποκλειστικά δημόσιου συστήματος, που θα δίνει έμφαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα και την πρόληψη. Είναι εφικτό όλοι οι συνταξιούχοι να εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα.
Ορος για την αντιστοίχιση των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων με το επίπεδο των σύγχρονων λαϊκών αναγκών είναι να ανατραπεί ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης, να φύγει από τη μέση η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, να πάψει το καπιταλιστικό κέρδος να αποτελεί κριτήριο οργάνωσης της οικονομίας.
Η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής από την εργατική – λαϊκή εξουσία και ο κεντρικός σχεδιασμός στην οργάνωση της οικονομίας θα κατοχυρώσουν την Υγεία, την Πρόνοια, τις συντάξεις σαν ευθύνη της κοινωνίας, από ατομική υπόθεση που τα θέλει ο καπιταλισμός.
Η συζήτηση, για τις προϋποθέσεις που οδηγούν σε οριστική διέξοδο και στο ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, χρειάζεται να ενταθεί με τους εργαζόμενους και το λαό, τώρα που η κυβέρνηση κλιμακώνει την επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων, των αυτοαπασχολούμενων, των μικρομεσαίων αγροτών, των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, χρειάζεται να αναδειχτούν οι ευθύνες των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων, που από τη μια στηρίζουν το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης και από την άλλη καλούν σε «ανένδοτο», για να μην περάσουν τα σχέδια της κυβέρνησης. Η γραμμή που εκφράζουν στο κίνημα πρέπει να ηττηθεί και αυτό να συνοδευτεί με αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των ταξικών δυνάμεων στα συνδικάτα, με ουσιαστικά βήματα στη μαζικοποίηση και στην ανασύνταξη του κινήματος.
Χρειάζεται ακόμα να αποκαλυφθεί ο ρόλος του κεφαλαίου και της ΕΕ στην αντιασφαλιστική επίθεση και να δυναμώσει η σύγκρουση μαζί τους, με αίτημα την ανάκτηση των απωλειών από την περίοδο της κρίσης, τη διεύρυνση των δικαιωμάτων, την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Η κοινή δράση των εργαζομένων με τα άλλα λαϊκά στρώματα, που θίγονται από την ίδια πολιτική και αποφασίζουν κινητοποιήσεις, να δώσει ώθηση στη συγκρότηση της Λαϊκής Συμμαχίας.