Οι εργάτριες στα υφαντουργεία και τα ραφτάδικα της Νέας Υόρκης, κατεβαίνουν σε απεργία και διαδηλώσεις. Ζητούν ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μείωση των ωρών εργασίας. Υπολογίζεται ότι οι γυναίκες εκείνη την εποχή δούλευαν στα εργοστάσια 16 ώρες τη μέρα ενώ οι μισθοί τους ήταν σημαντικά μικρότεροι απ’ τους μισθούς των ανδρών. Εκτός των άλλων διακρίσεων, οι εργάτριες είχαν να αντιμετωπίσουν και τη διάκριση που γινόταν ανάμεσα στους εργαζόμενους αγγλοσαξονικής καταγωγής και στους υπόλοιπους υπέρ των πρώτων.
Αισθανόμενοι την απειλή μιας γενικευμένης εργατικής εξέγερσης, οι εργοστασιάρχες απαντούν με ομαδικές απολύσεις και εξαπολύουν τους «μπράβους», για να τρομοκρατήσουν τις εργάτριες που πρωτοστατούσαν στην απεργία. Παρά την τρομοκρατία, οι διαδηλώσεις εκείνης της μέρας χαρακτηρίστηκαν από το μέγεθος και τη μαχητικότητά τους. Στους εργοδότες και την κυβέρνηση δεν έμενε άλλος δρόμος από το να χρησιμοποιήσουν την αστυνομία. Οι αστυνομικές δυνάμεις ρίχνονται με μανία πάνω στις εργάτριες, οι διαδηλώσεις βάφτηκαν με αίμα.
Η Β` διεθνής Συνδιάσκεψη των σοσιαλιστριών γυναικών, που συνήλθε στην Κοπεγχάγη το 1910, καθιέρωσε, μετά από πρόταση της επιφανούς προσωπικότητας του διεθνούς εργατικού κινήματος Κλάρας Τσέτκιν, τη μέρα της 8ης Μάρτη σαν Διεθνή Μέρα της Γυναίκας κάτω από δυο βασικά συνθήματα: την πάλη για τα δικαιώματά της και την πάλη για την ειρήνη.