Πάμπολλες οι ταινίες της βδομάδας, αλλά τίποτα απολύτως το εξαιρετικό… Αναφέρουμε πληροφοριακά τους τίτλους που βγαίνουν στις αίθουσες αυτήν την εβδομάδα.
«Η Τριλογία της Απόκλισης: Αφοσίωση» (2016), μια αμερικανική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Σβέντκε, βασισμένη στο τρίτο βιβλίο της μπεστ σέλερ λογοτεχνικής σειράς «Η Τριλογία της Απόκλισης» της Βερόνικα Ροθ. (Δείτε εδώ το trailer)
«Το Μυστικό Του Δικαστή» (2015) γαλλική κωμωδία σε σκηνοθεσία Κριστιάν Βενσάν. (Δείτε εδώ το trailer)
«Zoolander 2» (2016) αμερικανική κωμωδία αρπαχτής σε σκηνοθεσία Μπεν Στίλερ και «Ένα Τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα» (2015) δράμα, συμπαραγωγή Αγγλίας, Λουξεμβούργου, σε σκηνοθεσία Τέρενς Ντέιβις. (Δείτε εδώ το trailer)
Βγαίνουν ακόμη και δυο ελληνικές ταινίες. Η παλιά, κλασική «Η Γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965) του Γιώργου Τζαβέλλα με την Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου, σε έγχρωμη έκδοση και το ασπρόμαυρο, αστυνομικό δράμα της Ελισάβετ Χρονοπούλου «Μικρή άρκτος» (2015)…
Κριτική: Τζία Γιοβάνη
Συναισθηματικό παραμύθι, ρομαντική μπαλάντα που δεν φοβάται ειρωνεία και καυστικότητα. Συμπαθητική ταινία με εύθραυστη ατμόσφαιρα και θέμα τη συνάντηση ενός οκνηρού γόνου της υψηλής μπουρζουαζίας, του Μοντρεάλ -που επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια στον τόπο του- με μια νεαρή γυναίκα από την ορθόδοξη εβραϊκή κοινότητα. Εκείνη είναι παντρεμένη και μητέρα, απρόθυμη να λυγίσει στους κανόνες της κοινότητάς της, ενώ θέλει να φύγει από ένα περιβάλλον που την πνίγει. Το φιλμ λοξοκοιτάζει προς τη ρομαντική κωμωδία φορτισμένο με αμέτρητη μελαγχολία που δίνει μια γεύση μοναδικά γλυκόπικρη. Το θέμα ουδόλως πρωτότυπο, πρόσωπα και καταστάσεις αρκετά μπανάλ, η αντιμετώπιση του όλου μάλλον απλουστευτική. Το σενάριο έξυπνο, αναπτύσσεται αργά, με την ερμηνεία των ηθοποιών να εσωτερικοποιείται, εικονογραφώντας μια περίεργη κι απίθανη ιστορία. Ο σκηνοθέτης αγαπά τα πρόσωπα, τα βλέμματα, τις σιωπές, τα χάδια, το θρόισμα… Χωρίς ποτέ να αγγίζει την καρικατούρα, σπέρνει το ένα μετά το άλλο μικροσκοπικά σημάδια εξέγερσης της γυναίκας. Η ταινία μπορεί με τρυφερό και ανθρώπινο βλέμμα να φυλακίζει με σεμνότητα ένα μάγμα ανάκατων και αντίθετων συναισθημάτων, αλλά πολύ γρήγορα δείχνει σημεία δύσπνοιας.
Ο σκηνοθέτης δίνει κάποιες στιγμές ελευθερίας στους ρόλους για να ξεφύγουν από τους περιορισμούς του μελοδράματος, όπου τα πάντα μεταξύ εκείνου κι εκείνης είναι αντίθετα. Έχουμε δει αμέτρητες ιστορίες έρωτα στο σινεμά, όμως για τους ορθόδοξους Εβραίους έχουμε δει ελάχιστες. Η τρίτη ταινία μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη από το Κεμπέκ, Μαξίμ Ζιρού, προσπαθεί να μην αφήσει αδιάφορο το θεατή.
Με τους: Μαρτέν Ντιμπρέιγ, Χαντάς Γιαρόν, Λούτσερ Τβέρσκι κ.ά.
Παραγωγή: «Felix et Meira», Καναδάς (2014).
Ψευδο-γουέστερν σειράς Β, που επενδύει στα βουνά και την πυκνή ζούγκλα της Αργεντινής, η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Αργεντινού σκηνοθέτη Πάμπλο Φέντρικ. Ο όρος γουέστερν δεν παραπέμπει στις εμβληματικές, προκάτ σκηνές των κλασικών του είδους, γιατί το είδος έχει εξελιχθεί από τη δεκαετία του ’60 και οι κώδικές του προσαρμόζονται σε ένα σωρό ιστορίες, τόπους και τύπους. Αρκετά καλογυρισμένη, αργή, με εξαίρετα τοπία ζούγκλας και καλές ερμηνείες, αλλά με έλλειμμα ρυθμού και άδεια από διάλογο, η ταινία δίνει την αίσθηση ότι τα απαραίτητα θα μπορούσαν να ειπωθούν σε 15 λεπτά της ώρας. Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού άνδρα που ζει μόνος σε ένα τροπικό δάσος στην Αργεντινή και γίνεται μάρτυρας σε άγρια δολοφονική επίθεση μισθοφόρων, για να ξεριζώσουν τους μικρούς καλλιεργητές καπνού, στην απαγωγή της νεαρής Βάνια και τη δολοφονία του πατέρα της μπροστά στα μάτια της. Ο νεαρός γίνεται εκδικητής και καταδιώκει έναν έναν τους δολοφόνους στη ζούγκλα. Στην ταινία, που προβλήθηκε σε ειδική προβολή στις Κάννες, συμπαραγωγός είναι ο πρωταγωνιστής Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ.
Με τους: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Αλις Μπράγκα, Τσίκο Ντίαζ κ.ά.
Παραγωγή: «El ardor» Αργεντινή, Μεξικό, Βραζιλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ισπανία (2014)
Ο Τζαφάρ Παναχί συνεχίζει να παράγει ωραίες αφηγήσεις για τον άνθρωπο και τη ζωή, κερδίζοντας τους θεατές, παρά τις αντιξοότητες λόγω της αντιπαλότητάς του με την κυβέρνηση του Ιράν. Στην τελευταία του ταινία, «Ταξί στην Τεχεράνη», υποδύεται ο ίδιος τον εαυτό του που έχει αρχίσει να δουλεύει ως ταξιτζής στην πόλη του. Η ταινία δεν είναι ακριβώς ντοκιμαντέρ, ούτε όμως και μυθοπλασία. Ο Παναχί αναμειγνύει τα είδη και με μικρές, κρυφές κάμερες -τοποθετημένες στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, κάτι που παραπέμπει σε ντοκιμαντέρ- ρίχνεται σε ένα καθημερινό, δραματικό ταξίδι, με φίλους και γνωστούς στους ρόλους. Το ταξί είναι ένας εκπληκτικός χώρος για γύρισμα. Οριοθετημένος και κινούμενος, επιτρέπει ενδιαφέρουσες συναντήσεις. Το ταξί λειτουργεί σαν λεωφορείο. Οι κάτοικοι της Τεχεράνης είναι συνηθισμένοι να μοιράζονται ταξί με άγνωστους συνεπιβάτες. Ο σκηνοθέτης αναφέρει σε συνέντευξή του ότι η ιδέα της ταινίας γεννήθηκε από συνομιλία συνεπιβατών σε ταξί. Εφόσον η κινηματογράφηση αγνώστων ήταν επικίνδυνη, ο Παναχί αποφάσισε να αναθέσει την ιστορία σε ηθοποιούς, ερασιτέχνες και μη, ενώ στήνει ένα ειρωνικό αυτοπορτρέτο ήρωα ως ευχάριστος οδηγός με καπέλο ταξιτζή που αναγνωρίστηκε από ένα συνάδελφό του που πουλούσε απαγορευμένα dvd. Η ταινία υποφέρει από υπέρμετρη σαφήνεια, όταν ο Παναχί βάζει στο ταξί ένα φίλο δικηγόρο, γνωστό «ακτιβιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων», που δίνει διάλεξη στο αυτοκίνητο. Στα σημεία αυτά η ταινία αποδυναμώνεται, γίνεται ντοκιμαντέρ, ενώ ο κίνδυνος της υπερσαφήνειας επιμένει όταν η ανιψιά του Παναχί, μαθήτρια Γυμνασίου, που γυρίζει στο ταξί ταινία ως σχολικό πρότζεκτ, διαβάζει τους παράλογους κανόνες που ισχύουν για τους δημιουργούς κινηματογράφου και αναφέρουν ότι «μια θετική φιγούρα δεν πρέπει να φοράει γραβάτα».
Με τους: Τζαφάρ Παναχί και Χάνα Σαϊντί.
Παραγωγή: «Taxi», Ιράν (2015).
Συνήθως οι ταινίες μη μυθοπλασίας του Μουρ καταλήγουν με νότα αισιοδοξίας ότι η Αμερική πράγματι μπορεί να γίνει ξανά μεγάλη και τρανή, όπως σε ένα αδιευκρίνιστο παρελθόν. Ο Μουρ επιστρέφει στο προσκήνιο μετά από εξάχρονη απουσία, με ένα ακόμα ντοκιμαντέρ με τον παραπλανητικό (αγγλικό) τίτλο «Πού θα εισβάλουμε μετά;». Ο τίτλος προϊδεάζει για επικείμενη στρατιωτική εισβολή πιθανόν στη Συρία. Αλλά όχι! Ο Μουρ εδώ κάνει χιουμοριστική ερμηνεία της έννοιας εισβολής και γίνεται ο ίδιος «εισβολέας» με λάβαρό του την αστερόεσσα. Ταξιδεύει σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όχι για να τους ληστέψει το πετρέλαιο και άλλες πηγές Ενέργειας, αλλά για να «κλέψει» τις «καλύτερες κοινωνικές τους ιδέες» που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στις ΗΠΑ. «Ανασύρει» λοιπόν στο φως, αποσπασματικά, κάποια σπάνια υπολείμματα του πάλαι ποτέ «κοινωνικού κράτους», φυσικά χωρίς να παρουσιάζει ούτε το πώς και γιατί κερδήθηκαν αυτά τα δικαιώματα, ούτε και το ότι σήμερα δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα από την επίθεση του κεφαλαίου που ακολούθησε (και) στην Ευρώπη. Κι έτσι ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τα δικαιώματα αυτά ως «γενικευμένης ισχύος» στην Ευρώπη της ΕΕ και επιθυμεί διακαώς να εμφυτεύσει «αυτές τις ιδέες» στο σύστημα της χώρας του, αναπαράγοντας ένα μάλλον παλιό παραμύθι με το οποίο παρουσιάζεται μια «κοινωνική» Ευρώπη απέναντι σε μια «ωμή» Αμερική. Στο τέλος, η κακόγουστη αφέλεια της Ευρώπης εναντίον της ωμότητας των ΗΠΑ συνιστά μια επικερδή επιχείρηση.
Πρώτος σταθμός η Ιταλία και οι χαλαροί -γιατί έχουν 8 συνολικά βδομάδες πληρωμένων διακοπών το χρόνο (;!)- Ιταλοί. Τώρα, πού τους βρήκε εν έτει 2016 τους πανευτυχείς εργάτες με τις 8 βδομάδες διακοπών και τα αφεντικά που τους πληρώνουν γιατί θέλουν να βλέπουν χαρούμενα πρόσωπα τριγύρω τους και με ευτυχισμένους εργάτες η εταιρεία να κερδίζει περισσότερα, θα σας γελάσουμε. Στη Γαλλία ο Μουρ ανακαλύπτει ότι το σχολικό φαγητό μοιάζει με ρεστοράν 4 αστέρων συγκρινόμενο με το αμερικανικό! Στη Φιλανδία εξερευνά το γιατί το φινλανδικό είναι «το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο». Ειλικρινά, δεν καταλάβαμε το γιατί. Στη Σλοβενία θαυμάζει τη δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, που πάλεψαν να διατηρήσουν οι ίδιοι οι φοιτητές. Στη Γερμανία, δε, οι εργάτες της εταιρείας «Faber» δηλώνουν ότι ζουν στον παράδεισο, το ίδιο και οι ευτυχισμένοι κρατούμενοι σε φυλακές ύψιστης ασφάλειας στη Νορβηγία και οι Πορτογάλοι. Ως και στην Τυνησία φτάνει για να αποδείξει ότι και μη ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν κάτι καλύτερο από την Αμερική, αλλά εδώ η ταινία δεν λειτουργεί… Όσοι από μας είδαμε και τις προηγούμενες ταινίες του Μουρ, ξέρουμε τι να περιμένουμε…
Παραγωγή: «Where to invade next», ΗΠΑ (2015)