Οκτώ ταινίες κάνουν πρεμιέρα απόψε με την πλέον αναμενόμενη να φιγουράρει επικεφαλής. Είναι οι αδελφοί Ρούσο (Αντονι και Τζο) που επανακάμπτουν μετά το «Captain America 2: O Στρατιώτης του Χειμώνα» (2014) και πραγματοποιούν το καινούργιο τους σινεκόμικ «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος» (2016), σε 3D, σύμφωνα με κανόνες τέχνης, πολλά οπτικά εφέ, εντυπωσιακές μάχες κ.λπ. Το σύμπαν Μαρβέλ στον κινηματογράφο λειτουργεί σαν μια μακροσκελής τηλεοπτική σειρά που, παρά τη διαδοχή διαφορετικών σκηνοθετών που καταθέτουν διαφορετικά αποτελέσματα, το στιλ, το λουκ και η σκηνοθεσία του πλάνου παραμένουν πάντα συνεπή. Σ’ αυτήν εδώ τη σύναξη των σούπερ ηρώων και χαρακτήρων του κόσμου της Μαρβέλ, πρωταγωνιστής στον ομώνυμο ρόλο είναι και πάλι ο Κρις Εβανς… (Δείτε εδώ το Trailer)
Πρεμιέρα απόψε κάνει και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Βρετανο – Ιορδανού, Νάτζι Αμπου Νόβαρ «Λύκος της ερήμου» (2014), μια συμπαραγωγή Ιορδανίας, Κατάρ, Ενωμένων Εμιράτων και Αγγλίας. Ενδιαφέρουσα περιπέτεια, ιστορία εκδίκησης και επιβίωσης ενός μικρού βεδουίνου στην ιορδανική έρημο που εκτυλίσσεται το 1916, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. (Δείτε εδώ το Trailer)
Τέλος, πρεμιέρα απόψε και για τη γαλλοβελγική παραγωγή «Λευκοί ιππότες» (2015) σε σκηνοθεσία του Βέλγου Ζοακίμ Λαφός, ταινία που προβλήθηκε – και βραβεύτηκε – στην 14 ημερών διάρκειας φετινή 17η διοργάνωση του Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας. Ενδιαφέρον θέμα και επίκαιρο, λόγω της προσφυγικής κρίσης και των ασυνόδευτων παιδιών, το μέλλον των οποίων διαγράφεται ερεβώδες στην «ανθρωπιστική» ΕΕ και των «μπίζνες» των ΜΚΟ. Γάλλος πρόεδρος ΜΚΟ πείθει πολλά ζευγάρια, που επιθυμούν να υιοθετήσουν, να χρηματοδοτήσουν επιχείρηση μεταφοράς ορφανών παιδιών από μια ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα της Αφρικής, στη Γη της Επαγγελίας… (Δείτε εδώ το Trailer)
Κριτική: Τζία Γιοβάνη
«Ο ήχος της σιωπής», ένα δυνατό, σύνθετο και ευαίσθητο δράμα για το πένθος, είναι το διεθνές ντεμπούτο του αναγνωρισμένου Νορβηγού σκηνοθέτη Γιόακιμ Τρίερ. Τον Τρίερ γνωρίσαμε μέσα από το υποβλητικό και αναζωογονητικό «Όσλο, 31 Αυγούστου» (2011), μια ταινία για έναν ναρκομανή νεαρό από τα υψηλά μεσαία στρώματα, με ακαδημαϊκή μόρφωση, που περνά την 24ωρη άδειά του από το ίδρυμα αποτοξίνωσης με παλιούς και νέους φίλους και μια καλοκαιρινή νύχτα που θα οδηγήσει στην απόλυτη μοναξιά. Και «Ο ήχος της σιωπής», μια μεγαλύτερη παραγωγή από τις προγενέστερές του, με διεθνή ηχηρά ονόματα, είναι ένα σύνθετο δράμα που κινείται σε περιβάλλοντα καλοβαλμένων αστών. Οι κεντρικοί πρωταγωνιστές, ένας πατέρας με δυο γιους και η μητέρα, πολεμική ανταποκρίτρια, που έχει πεθάνει πριν από τρία χρόνια αλλά, παρά ταύτα, είναι πάντα παρούσα τόσο μέσα από φλας μπακ όσο και με ξαφνικές εμφανίσεις.
Η ταινία είναι όντως άψογη αλλά δεν έχει την ίδια συναρπαστικά αμείλικτη και μαλακή κίνηση προς τα μπρος της προηγούμενης νορβηγικής του ταινίας, που έρεε, προβλέψιμη μεν, συνεχώς μέσα στο κανάλι της προδιαγεγραμμένης πορείας της. Δυστυχώς, βέβαια, οι σκηνοθέτες ακολουθούν πολύ συχνά ένα καταστροφικό θεωρούμε μοντέλο. Κάποιος κάνει κάνα – δυο καλά φιλμ στη χώρα του, αναγνωρίζεται διεθνώς και συλλέγει επαίνους για την καλλιτεχνικότητά του. Υπάρχουν φυσικά και σκηνοθέτες που δουλεύουν τόσο αφηρημένα ή τόσο κολλημένοι σε ένα συγκεκριμένο είδος που ίσως και στο εξωτερικό να μπορούν να δουλεύουν το ίδιο καλά. Σε ό,τι αφορά τον Γιόακιμ Τρίερ, όμως, παρά την καλή αυτή ταινία, θα ήταν καλύτερα να επιστρέψει το συντομότερο στη Νορβηγία. Θα ήταν κρίμα να χάσει τη δική του γλώσσα…
Με τους: Τζέσε Αϊζενμπεργκ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Γκάμπριελ Μπερν, κ.ά.
Παραγωγή: Νορβηγία, Γαλλία, Δανία (2015).
Δεύτερη, μεγάλου μήκους, ταινία του Κύπριου Ηλία Δημητρίου μετά το «Fish ‘n’ Chips» (2011). Μια έξυπνα συμβατική ταινία, χαμηλών και ευγενικών τόνων, με στρωτή γραμμική αφήγηση, για το δράμα μιας μεσήλικης, μοναχικής γυναίκας στη σημερινή Αθήνα, που μαθαίνει ότι ο καρκίνος που χρόνια πριν είχε νικήσει, επέστρεψε… Η ιστορία στρέφεται γύρω από την καινούργια, αναγκαστική καθημερινότητα της ηρωίδας Ελένης, από την καθημερινή συνειδητοποίηση τού πόσο κοντά βρίσκεται πια ο θάνατος, που υποχρεώνει σε επανεκτίμηση απόψεων, πεποιθήσεων και στάσης ζωής. Η ταινία θέλει να μιλήσει για πολλά, για πάρα πολλά. Ανοίγει πληθώρα θεμάτων και τα αφήνει να αιωρούνται. Κι αυτά στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σκιαγραφούν απαλά ένα μέρος του παζλ μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας της κρίσης.
Μαζί με τον καρκίνο μπαίνει, τυχαία, στη ζωή της Ελένης κι ένας άστεγος, δομικός αφηγηματικός άξονας σε αυτή την απλή, ανθρώπινη, αισιόδοξη και καλοδουλεμένη ταινία, που, παρά τις αδυναμίες και τις υπερβολές της, είναι ιδιαίτερα αξιόλογη. Smac σημαίνει second mitrochondrial activator of caspases και είναι μία πρωτεΐνη, χρήσιμη στην καταπολέμηση του καρκίνου…
Με τους: Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιάννη Κοκιασμένο, Σταυρούλα Κοντοπούλου κ.ά.
Παραγωγή: Ελλάδα (2015).
Πρόκειται για το τρίτο και τελευταίο μέρος της αντικομμουνιστικής τριλογίας του Νικίτα Μιχάλκοφ και ενός δίπτυχου τόσο άθλια κακού που αρχίζει κανείς να αναρωτιέται εάν το προγενέστερο έργο του σκηνοθέτη ήταν όντως αξιόλογο ή ήταν απλά «Trompe-l’ oeil», δημιουργία δηλαδή οπτικών ψευδαισθήσεων. Στο άκουσμα του τίτλου της ταινίας Οχυρό (Citadelle), πού, αλήθεια, πηγαίνει πρώτιστα το μυαλό ενός συνομήλικου – ίσως και νεότερου – του Μιχάλκοφ; Στην πλησιέστερη συνεκδοχή. Στην κωδικοποιημένη ονομασία της μεγάλης μάχης του Κουρσκ το 1943 «Operation Citadelle». Και αυτό όμως είναι παραπλανητικό… Ο Μιχάλκοφ, εξυπηρετώντας έναν απύθμενο αντικομμουνισμό, που οι ξένες αγορές «πληρώνουν αδρά», στήνει σε πλαίσιο ιστορικών συμφραζομένων, μια ευτελέστατη, αυθαίρετη μυθοπλασία και ένα άθλιο σενάριο με γελοίες ανατροπές και πάνω της «αλωνίζει». Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει! Κάνει ό,τι θέλει, απευθυνόμενος στις καημένες, ανιστόρητες κι αμόρφωτες γενιές που βγάζουν με τη σέσουλα τα σχολειά της αστικής τάξης όπου Γης, κηρύσσοντας το τέλος της Ιστορίας και τη βρώμικη ταύτιση φασισμού – κομμουνισμού. Το φιλόδοξο, δίπτυχο, πεντάωρο πρότζεκτ, με δομή τηλεοπτικής σειράς κόστισε πάνω από 100 εκατ. δολάρια και μάλλον έγινε κύρια για τις ξένες αγορές, άρα δεν αποκλείεται το «διαμάντι» να προβληθεί και σε κάποιο κρατικό κανάλι…
Η ταινία μιλά κύρια για τον Στάλιν, ο οποίος, σύμφωνα με τον Μιχάλκοφ, σε δύσκολη καμπή του μεγάλου πολέμου, την ώρα που οι ναζί εισχωρούσαν όλο και βαθύτερα στη χώρα και ακόμη και πρώην εχθροί ενώνονται εναντίον του κατακτητή, εκείνος και οι διεστραμμένοι μεθύστακες στρατηγοί του ενδιαφερόταν μόνο να εξολοθρεύουν τους αντιφρονούντες των γκούλαγκ, καίτοι ο Στάλιν γνωρίζει καλά ότι «μόνο οι αντιφρονούντες μπορούν να νικήσουν τους ναζί»! Γι’ αυτό, εξάλλου, απελευθέρωσε και αποκατέστησε τον Κότοφ, θέτοντάς τον επικεφαλής των βρώμικων και τρομαγμένων ορδών αυτοκτονίας που σύμφωνα με την διαταγή του 227: «Ούτε βήμα πίσω» πρέπει να μάχονται άοπλοι στους πρόποδες του μπαρουτόφρακτου κάστρου, για να τους εξολοθρεύσει ο εχθρός. Πραγματικά για γέλια. Την ίδια στιγμή, που οι ναζιστές αξιωματικοί, αντίθετα, αποδεικνύονται άνθρωποι που… σέβονται τους κανόνες του πολέμου! «Εγώ είμαι επαγγελματίας στρατιωτικός – λέει ένας από δαύτους – δεν είμαι χασάπης…», όπως οι Σοβιετικοί, εννοεί ξεκάθαρα ο Μιχάλκοφ, που πάει ένα βήμα παραπέρα την ανιστόρητη και βρώμικη ταύτιση φασισμού – κομμουνισμού, στο… ξέπλυμα του ναζισμού. Όμως οι ξυπόλητοι αντιφρονούντες χάρη στην ηγετική αυτοθυσία του Κότοφ, χάρη στην Παναγιά και την Αγιά Βαρβάρα, χάρη στο κισμέτ, κατάφεραν το ακατόρθωτο. Να καταλάβουν το Οχυρό που έπεσε τυχαία…
Με παράλογο χιούμορ και μελοδραματικό συναισθηματισμό, η ταινία εστιάζει σε χαρακτήρες. Στο προσωπικό και όχι το συλλογικό. Ο Μιχάλκοφ προσπαθεί να δώσει στην κάθε σκηνή διάσταση «κλασική» μέσα από πομπώδικα κενή γραφή, πασπαλισμένη με ποιητική ασάφεια, με επανερχόμενα ειδυλλιακά φλασμπάκ, με τα μπρος και τα πίσω στο χρόνο. Αυτό είναι αδιανόητο, γιατί τόσο τα σούπα συστατικά του όσο και η ποιότητά τους δεν το επιτρέπουν. Οι χαρακτήρες είναι χτισμένοι πάνω σε τόσο σαθρά θεμέλια που δεν μπορεί παρά η δραματουργία τους να είναι κακή. Ιδιαίτερα οι γυναικείοι ρόλοι είναι για γέλια. Μάνα και κόρη κάκιστες, ερμηνείες εκνευριστικές. Ας μη μιλήσουμε για το ρόλο της κόρης – είναι η κόρη του Μιχάλκοφ που ο μπαμπάς της προσπαθεί να πλασάρει ως ηθοποιό. Πρώτα νοσοκόμα αλτρουίστρια, ρισκάρει για τους άλλους, μετά χάνει τη φωνή της από κάποιο τραύμα – αυτό ήταν αποτέλεσμα του φριχτού σεναρίου του προηγούμενου φιλμ και τέλος πατέρας και κόρη επιτέλους συναντιούνται μετά τη μάχη, πατώντας και οι δυο την ίδια νάρκη…
Αρκετά ασχοληθήκαμε με τον Μιχάλκοφ και δεν αξίζει τον κόπο! Ειλικρινά, όμως, διερωτάται κανείς, αν ποτέ τον άξιζε…
Με τους: Νικίτα Μιχάλκοφ, Νάντια Μιχάλκοβα, Αννα Μιχάλκοβα.
Παραγωγή: Ρωσία (2011).