«Καλάβρυτα – Η εκτέλεση». Εργο του Τάσσου (1985)
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα » ξεκίνησε στις 4/12/1943. Οι δυνάμεις των Γερμανών που πήραν μέρος ξεκίνησαν από την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη, τον Πύργο Ηλείας και από την περιοχή της Κορινθίας.
Στο διάβα τους τα ναζιστικά στρατεύματα σκορπούσαν το θάνατο. Καίγανε και δολοφονούσαν, αφήνοντας πίσω τους την καταστροφή και την ερήμωση σε κάθε χωριό της περιοχής των Καλαβρύτων , από το οποίο έτυχε να περάσουν. «Μεγάλες καταστροφικές επιδόσεις – γράφει ο Κ. Μπρούσαλης17 – παρουσιάζει η φάλαγγα που ξεκίνησε από το Αίγιο». Ο αριθμός των θυμάτων τους ξεπερνά τα 1.100 άτομα. Στο χωριό Αιγείρα εκτέλεσαν 5 πατριώτες, στην Ανω Ζαχλωρού 12, στα Κλειτωριά και Χανιού 19, στο Σκεπαστό 16, στη Βρώσθαινα 7, στα Ζαχλωρίτικα 14, στην Κερπινή 45, στη Ροδοδάφνη 2, στην Ακράτα, στην Κροκόβη 4, στη Μαμουσιά 5 κ.ο.κ.18. Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το μέγεθος της θηριωδίας που προηγήθηκε του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων , αξίζει να αναφέρουμε τούτο. Στις 8 Δεκέμβρη του 1943 γερμανικές δυνάμεις έφτασαν στην ιστορική μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Εκεί συνέλαβαν όλους τους μοναχούς και μερικούς λαϊκούς, συνολικά 19 άτομα, κι αφού τους μετέφεραν σε μικρή απόσταση από τη Μονή τους δολοφόνησαν πετώντας τους σε γκρεμό. Μετά από λίγες μέρες, επέστρεψαν στη μονή και την καταλήστευσαν, ενώ έβαλαν φωτιά στο ιερό και στον ξενώνα19.
Την Πέμπτη 9 Δεκέμβρη του 1943, πρωί πρωί, τα γερμανικά στρατεύματα, πλαισιωμένα από γερμανοντυμένους Ελληνες των Ταγμάτων Ασφαλείας20, μπήκαν πάνοπλα στα Καλάβρυτα . Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Καλαβρυτινοί έβλεπαν Γερμανούς στην πόλη τους. Και πριν από τρεις περίπου μήνες το ίδιο είχε συμβεί. Ομως, τώρα ένας ανεξήγητος φόβος τους συγκλόνιζε. Ισως γιατί φεύγοντας οι Γερμανοί την προηγούμενη φορά είχαν απειλήσει ότι θα κατέστρεφαν την πόλη, στην περίπτωση που οι κάτοικοί της ενίσχυαν τους αντάρτες. Ισως ακόμη γιατί οι αντάρτες κρατούσαν Γερμανούς αιχμαλώτους κι υπήρχε κίνδυνος αντιποίνων από τους κατακτητές. Ισως… Αλλά δεν ήταν μόνο τα «Ισως» που βάραιναν την ατμόσφαιρα. Τούτη τη φορά, οι ναζί ήταν πιο απειλητικοί στην έκφραση, πιο απρόσιτοι, πιο ψυχροί στις κινήσεις. Η παρουσία τους και μόνον έφερνε την αίσθηση του θανάτου.
Η πρώτη κίνηση των Καλαβρυτινών ήταν να θερμάνουν κάπως το κλίμα, να πλησιάσουν και να διαγνώσουν τις προθέσεις του εχθρού. Δημιούργησαν, λοιπόν, στα βιαστικά μια επιτροπή επισήμων για την υποδοχή των Γερμανών: Ηταν ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χρ. Παπανδρέου, ο γυμνασιάρχης Αντ. Οικονόμου, ο καθηγητής Γυμνασίου Α. Δημόπουλος, ο αρχιμανδρίτης Δωρόθεος, ο επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων Θ. Παπαβασιλείου, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Μήτσος Σαμψαρέλος και ορισμένοι άλλοι, αντιπρόσωποι κοινωνικών ομάδων21.
Στους Γερμανούς απευθύνθηκε ο Θ. Παπαβασιλείου, που ήξερε τα γερμανικά και τους δήλωσε πως ο λαός των Καλαβρύτων ήταν φιλήσυχος, φιλειρηνικός και νομοταγής, αλλά και «ευτυχής», που δεχόταν ξανά στην πόλη του το γερμανικό στρατό.
Ο Γερμανός διοικητής θέλησε να καθησυχάσει τους φοβισμένους κατοίκους. Ανέβηκε σ’ ένα μπαλκόνι, του Ανδρέα Αντωνακόπουλου, κι άρχισε να μιλάει. Ο Παπαβασιλείου μετέφραζε22:
«Οι κάτοικοι – είπε – δεν πρέπει να φοβούνται. Να ησυχάστε πρώτα εσείς και να βοηθήσετε κι εμάς να ησυχάσουμε. Να παραδώσετε, αν έχετε, όπλα και πολεμικό υλικό. Εμείς καταδιώκουμε μόνο αντάρτες. Εσείς, εφόσον είσθε φιλήσυχοι και φιλόνομοι, δεν πρέπει να φοβάσθε. Επειδή βγαίνουν περίπολα δεν πρέπει να κυκλοφορείτε πέραν της 16.00 ώρας. Από την πόλη επίσης δε θα βγείτε, διότι, όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα θεωρηθεί ως αντάρτης και αμέσως θα θανατώνεται. Να μας υποδείξετε, πού κρύβονται οι αντάρτες να τους τιμωρήσουμε. Εμείς αθώους δεν τους πειράζουμε καθόλου».
Ο Γερμανός διοικητής ζήτησε ακόμη έναν κατάλογο με τα ονόματα των οικογενειών που είχαν μέλη τους αντάρτες.
Οι Καλαβρυτινοί που, μάλλον, πίστεψαν στα λόγια του Γερμανού διοικητή ότι δεν κινδύνευαν, θέλησαν να φανούν συνεργάσιμοι, με την ελπίδα πως θα γλίτωναν την πόλη τους. Ετσι, παρέδωσαν τον κατάλογο που τους ζήτησε. Πρώτο πρώτο φιγουράριζε το όνομα της οικογένειας του Χρ. Παπανδρέου, που είχε δυο γιους στην Αντίσταση, τον έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ και τον άλλο στο Περιφερειακό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ23. «Υπάρχουν κι άλλοι παρτιζάνοι», ήταν η απάντηση του διοικητή, που ο κατάλογος του φάνηκε μικρός. «Είσαστε όλοι παρτιζάνοι!»24. Αυτή η διαπίστωση έμοιαζε περισσότερο σαν απειλή. Σε λίγο ήρθαν και οι αποδείξεις.
Οι Γερμανοί πήγαν στο ξενοδοχείο «Χελμός», το οποίο οι αντάρτες είχαν χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο της Αντίστασης και το έκαψαν. Στη συνέχεια στράφηκαν προς τα σπίτια των οικογενειών που είχαν μέλη τους στην Αντίσταση. «Η επιλεκτική πυρπόληση σπιτιών – γράφει ο Κακογιάννης25 – ήταν το δεύτερο μεγάλο τέχνασμα εξαπάτησης που χρησιμοποίησαν οι ναζί στα Καλάβρυτα . Ενας τέτοιος ελιγμός εύκολα έδινε την εντύπωση ότι οι «λογικοί» Γερμανοί ήταν ικανοποιημένοι τιμωρώντας μόνο τις οικογένειες όσων είχαν μέλη επίσημα αναμεμειγμένα στην Αντίσταση. Αρα, η υπόλοιπη πόλη δεν έπρεπε να ανησυχεί για τίποτα και η ζωή μπορούσε να συνεχιστεί ομαλά».
Στην πραγματικότητα βέβαια, επρόκειτο για τον πρόλογο της καταστροφής.
Δευτέρα 13 Δεκέμβρη 1943. Δεν είχε χαράξει ακόμη, όταν ακούστηκε να χτυπά με φρενήρη τρόπο η καμπάνα της μητρόπολης. Σε λίγο έφτασε και η διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι στο δημοτικό σχολείο. Εκεί χώρισαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες.
Γύρω στις 9 το πρωί έβγαλαν τους άνδρες, από 14 ετών και πάνω, από το σχολείο και τους οδήγησαν στο χωράφι του δάσκαλου Καπή που απείχε περί τα δέκα λεπτά και τους έζωσαν ολόγυρα με πολυβόλα. Την ίδια ώρα, άλλα τμήματα Γερμανών στρατιωτών άρχισαν τη λεηλασία και την καταστροφή της πόλης. Γύρω στο μεσημέρι, μια φωτοβολίδα που έπεσε από την πόλη έδωσε το σύνθημα. Τα πολυβόλα άρχισαν να κροταλίζουν κι ο αντρικός πληθυσμός των Καλαβρύτων να πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλον. Πόσοι, άραγε, σκοτώθηκαν; Κατά μία εκδοχή «υπερχίλιοι», κατά μία άλλη 1.436 άνδρες από 14 έως 80 ετών, δηλαδή το 70,5% του αρσενικού πληθυσμού της πόλης26. Κατάφεραν να σωθούν μόνο 13 άτομα που καταπλακώθηκαν από τους νεκρούς συμπολίτες τους και θεωρήθηκαν νεκροί από τους ναζί.
Μια διαρκή τραγωδία έζησαν οι γυναίκες. Ηταν αυτές που έμειναν πίσω να θάψουν και να κλάψουν τους νεκρούς τους και πάνω απ’ όλα να βρουν το κουράγιο να συνεχίσουν να ζουν.
πηγές:
17 Κ. Μπρούσαλης: «Η Πελοπόννησος στο πρώτο αντάρτικο 1941-1945», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 298
18 «Στ’ Αρματα – Στ’ Αρματα – Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1967, σελ. 239
19 Δ. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής 1941-1944», Αθήναι 1949, επανέκδοση Φόρμιγξ 1996, σελ. 107
20 Την παρουσία των Ταγμάτων Ασφαλείας στα Καλάβρυτα κατέγραψαν και οι Αγγλοι. Σε μια έκθεση του Βρετανού πρεσβευτή στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, γραμμένη λίγο μετά το ολοκαύτωμα , στις 22/12/1943, αναφέρεται: «Τα γερμανικά στρατεύματα πλαισιούμενα και βοηθούμενα από τις Ελληνικές ομάδες ασφαλείας πέτυχαν να καθαρίσουν τα Καλάβρυτα και κατέστρεψαν τα πάντα στην πορεία τους» (Δημήτρης Βουρτσιάνης: «Ενθυμήματα από την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 137)
21 Αντώνης Κακογιάννης: «Η θηριωδία των Ναζί στην Ελλάδα: Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων », Εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 284-285
22 Δημήτρη Καλδίρη: «Το δράμα των Καλαβρύτων », εκδόσεις «Επτάλοφος ΑΒΕΕ», σελ. 55
23 Περικλή Ροδάκη: «Καλάβρυτα 1941-1944 – Η Αντίσταση στην Επαρχία – Το ολοκαύτωμα », εκδόσεις «Παρασκήνιο», σελ. 278-279
24 Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 286
25 Αντώνης Κακογιάννης, στο ίδιο, σελ. 289
26 «Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945», εκδόσεις «Αυλός», επιμέλεια Β. Γεωργίου, τόμος 3ος, σελ. 946