Να αξιοποιήσει την παρουσίαση των στοιχείων για να εγκλωβίσει το λαό σε αναζήτηση «βιώσιμων μοντέλων ανάπτυξης» εντός καπιταλισμού επιχειρεί ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός
Την παγίωση και επέκταση της εργασιακής ζούγκλας, πάνω στην οποία θα πατήσει η περιβόητη «παραγωγική ανασυγκρότηση» που διαφημίζει η κυβέρνηση, έρχεται να επιβεβαιώσει ένα πλήθος στατιστικών στοιχείων επίσημων φορέων του αστικού κράτους, όπως και η επεξεργασία τους στην ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, η οποία δημοσιοποιήθηκε χτες, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο εργοδοτικός – κυβερνητικός συνδικαλισμός, πιστός στο ρόλο του, επιχειρεί να αξιοποιήσει τα στοιχεία αυτά για να εγκλωβίσει τους εργαζόμενους σε μια συζήτηση εξ ορισμού αντιλαϊκή, για το αν διασφαλίζονται «βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα» και «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα»…
Οπως μάλιστα συνάγεται από τη σύγκριση των στοιχείων, η όποια σταθεροποίηση ή βελτίωση ορισμένων δεικτών της αστικής στατιστικής για την απασχόληση (π.χ. η σχετική μείωση του – έτσι κι αλλιώς πολύ υψηλού – ποσοστού της επίσημης ανεργίας), για τους οποίους η κυβέρνηση δεν χάνει ευκαιρία να επαίρεται, συνοδεύεται από τη σχετική και απόλυτη χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων.
Περίτρανη απόδειξη για τα παραπάνω είναι η πορεία των μισθών.
Συγκεκριμένα, από την έρευνα Εργατικού Δυναμικού προκύπτει ότι το ποσοστό των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που λάμβανε μισθό κάτω από 800 ευρώ, από 27,9% το 2009, αυξήθηκε στο 51,6% το 2016!
Αντίστοιχα, μισθό κάτω από 700 ευρώ καθαρά το 2009 είχε το 13,1%, ενώ το 2016 το ποσοστό αυτό σχεδόν τριπλασιάστηκε, φτάνοντας πλέον στο 38,8%!
Κατά συνέπεια, η σχετική μείωση της επίσημης ανεργίας συνδυάζεται με μείωση των εργατικών εισοδημάτων, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των νέων θέσεων εργασίας είναι θέσεις «ευελιξίας» και υποαπασχόλησης.
Παράλληλα, εξαιτίας της σταθερής εμπέδωσης των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων και της κατάργησης κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, παρατηρείται συρρίκνωση του ποσοστού των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα με μεσαίους και σχετικά πιο υψηλούς μισθούς.
Ετσι, το ποσοστό των μισθωτών που λαμβάνουν μισθό από 900 έως 1.300 ευρώ, από 35,7% το 2009, συρρικνώθηκε στο 17,6% το 2016.
Αντίστοιχες μειώσεις μισθών έγιναν και στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται πλέον μια κρίσιμη μάζα που παρότι εργάζεται, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Το ποσοστό αυτό μεταξύ των εργαζομένων αυξήθηκε από 8,6% το 2010 σε 15,9% το 2015, ενώ ειδικά στους μισθωτούς το ποσοστό που πλέον αντιμετωπίζει προβλήματα διαβίωσης διπλασιάστηκε, από 7,3% το 2010 στο 14,8% το 2015.
Τα παραπάνω δεν είναι καθόλου άσχετα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, πέρσι υπεγράφησαν μόλις 10 εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις και άλλες 6 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές, όταν οι επιχειρησιακές συμβάσεις ανήλθαν σε 318 και αποτελούν το 95,2% του συνολικού αριθμού των συμβάσεων εργασίας.
Οσον αφορά στις νέες συμβάσεις εργασίας, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη», το 54,7% το προηγούμενο έτος ήταν συμβάσεις «ευελιξίας», με μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία, όταν το 2009 το ποσοστό αυτών των συμβάσεων ήταν 21%.
Ταυτόχρονα, το 2016, πέραν των νέων συμβάσεων, υπήρξαν ακόμα 51.262 συμβάσεις πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν σε «ευέλικτες» συμβάσεις, μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, αντιστοιχώντας σε ακόμα 3% του συνόλου των συμβάσεων. Στην επεξεργασία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, καταγράφεται μάλιστα ότι το ποσοστό των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που βρίσκεται στο όριο της φτώχειας, είναι σχεδόν τριπλάσιο από εκείνο των εργαζομένων με σύμβαση αορίστου χρόνου.
Η επέκταση της «ευελιξίας» και η λεγόμενη «κινητικότητα» του εργατικού δυναμικού αποτυπώνεται και σε έναν άλλο δείκτη, αυτόν του ετήσιου αριθμού προσλήψεων. Ετσι, ενώ το 2009 ο αριθμός αυτός ήταν 945.138 νέες προσλήψεις και αντιστοιχούσε σε κάτω από το 50% του συνόλου των μισθωτών, το περασμένο έτος ο αριθμός των νέων προσλήψεων έφτασε τις 2.142.974, αριθμός πολύ πάνω και από τον απόλυτο αριθμό των μισθωτών (περίπου 1,8 εκατ.). Ο δείκτης αυτός επιβεβαιώνει τη μεγάλη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, την ανακύκλωσή του ακόμα και μέσα στη διάρκεια του ίδιου έτους, τη γενικότερη αβεβαιότητα και την προσωρινότητα της εργασίας, στόχος που αποτελεί στρατηγική επιδίωξη της ΕΕ και μία από τις βασικές αξιώσεις του κεφαλαίου.
Παράλληλα, δίπλα στους «ευέλικτους» εργαζόμενους παραμένει στα ύψη το μέγεθος του «εφεδρικού στρατού», καθώς ο αριθμός των ανέργων δεν πέφτει κάτω από το 1 εκατομμύριο άτομα. Σε αντίθεση μάλιστα με τη δραματική αύξηση των ανέργων, ο αριθμός των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας συρρικνώνεται. Ετσι, ο συνολικός αριθμός των επιδομάτων που καταβλήθηκαν το περασμένο έτος ήταν 1,522 εκατ., όταν το 2010 ο αριθμός των επιδομάτων που καταβλήθηκαν ήταν 2,690 εκατ., μείωση κατά 43% (!), εξέλιξη που έχει να κάνει και με τις ακόμα χειρότερες προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για τη λήψη επιδόματος ανεργίας, αλλά και τη μεγέθυνση της μακροχρόνιας ανεργίας, πέραν του έτους, οπότε δεν παρέχεται κάλυψη στους ανέργους. Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται και στη μεγάλη αύξηση του ποσοστού των ανέργων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα διαβίωσης, από 28,3% το 2010 στο 43,4% το 2015…
Κι ενώ όλα τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν εργαζόμενοι και άνεργοι, κι ενώ κυβέρνηση και κουαρτέτο προετοιμάζουν το νέο πακέτο αντιλαϊκών μέτρων για λογαριασμό του κεφαλαίου, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ όχι μόνο δεν κουνάει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για την απάντηση των εργαζομένων, αλλά πολύ περισσότερο, και μέσα από τα «συμπεράσματα» της χτεσινής έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, επιχειρεί να πλασάρει στο λαό ως λύση τη «μετάβαση της οικονομίας σε ένα νέο και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης που προϋποθέτει την ποιοτική αναδιάρθρωση και την ποσοτική επέκταση του παραγωγικού συστήματος της οικονομίας, την αναβάθμιση της εργασίας, δημιουργική επιχειρηματικότητα και επιπλέον ένα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον».
Βάζει και αυτή δηλαδή το χεράκι της, μαζί με την κυβέρνηση, τον ΣΕΒ και τους άλλους «κοινωνικούς εταίρους», για να πείσει το λαό ότι πρέπει να σηκώσει την ξένη σημαία της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», της «βιωσιμότητας» της ανάπτυξης των κερδών και της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, μιλάει για «αναβάθμιση της εργασίας», όταν απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της ανάπτυξης είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
www.rizospastis.gr