Αύξηση καταγράφει ο αριθμός εργατικών ατυχημάτων στη Ελλάδα από το 2013 και μετά, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στην Ελλάδα έχει η παρατεταμένη οικονομική κρίση, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Επιθεωρητών Εργασίας (Π.Ο.Σ.ΕΠ.Ε.) Κλεάνθης Χατζηνικολαΐδης αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων στοιχεία τα οποία περιλαμβάνουν συγκεκριμένους αριθμούς για τα εργατικά ατυχήματα που συνέβησαν, κυρίως, από το 2010 μέχρι σήμερα, αναδεικνύοντας, παράλληλα, τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα-κλάδους, αλλά και τους συνήθεις τραυματισμούς.
«Aν θεωρήσουμε ότι το 2010 είναι η χρονιά αφετηρίας με την υπαγωγή μας στο μνημόνιο, τα εργατικά ατυχήματα που δηλώθηκαν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), ήταν 5.721. Το 2016, ο αντίστοιχος αριθμός εργατικών ατυχημάτων ανήλθε στα 6.500» σημειώνει ο κ. Χατζηνικολαΐδης. «Αυτό που έχει ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι, από το 2013 και μετά, έχουμε μία σταθερή αύξηση των εργατικών ατυχημάτων για κάθε έτος γύρω στο 10%. Ενώ στα έτη 2011 και 2012 παρατηρήθηκε μείωση των δηλωθέντων εργατικών ατυχημάτων, από το 2013 και μετά, παρατηρείται αύξηση» συμπληρώνει ο κ. Χατζηνικολαΐδης.
Όσον αφορά στο πως προκύπτει την περίοδο 2011 και 2012 να έχουμε μείωση των εργατικών ατυχημάτων και μετά να εμφανίζεται κάθε χρόνο η αύξηση του 10%, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Επιθεωρητών Εργασίας επικεντρώνεται κυρίως σε δύο αιτίες: «Η πρώτη αιτία σχετίζεται με το γεγονός ότι, μέχρι το 2008 έστω και το 2009, οι επιχειρήσεις, στο πλαίσιο των επενδύσεών τους για εκσυγχρονισμό, επένδυαν σε νέο εξοπλισμό, που πληρούσε και τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές περί μέτρων ασφάλειας της εργασίας και, γενικώς, συντηρούσαν με μεγαλύτερη επιμέλεια το όποιο σύστημα ασφάλειας της εργασίας εφάρμοζαν. Η δεύτερη αιτία σχετίζεται με τη μείωση της οικοδομής. Είχε και αυτή τη συμμετοχή της στη μείωση των εργατικών ατυχημάτων και, κυρίως, αυτών που αφορά τις πτώσεις από ύψος. Με βάση τα παραπάνω, αυτή η θετική επίπτωση αποτυπώθηκε και στη μείωση των εργατικών ατυχημάτων.
Από το 2010 και μετά, η μείωση σε επενδύσεις και εκσυγχρονισμό είχε ως επίπτωση και στην αύξηση των εργατικών ατυχημάτων και, ειδικότερα το διάστημα από 2013 έως και 2016, παρόλο που είχαμε κατακόρυφη πτώση της οικοδομής και μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 30% περίπου, άρα και της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Γενικά, έχουμε παρατηρήσει ότι, με το ξεκίνημα της κρίσης, από τα πρώτα έξοδα που περιόρισαν οι επιχειρήσεις, ήταν αυτά που αφορούσαν τη λήψη μέτρων ασφάλειας της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των επενδύσεων σε νέο εξοπλισμό εργασίας».
Ανάλογη πορεία, όπως επισημαίνει, ακολουθούν και τα θανατηφόρα ατυχήματα. Συγκεκριμένα, «το 2013, τα θανατηφόρα ατυχήματα ήταν 65, το 2014: 63, το 2015: 67 και το 2016: 73. Μία αύξηση 10% περίπου κάθε χρόνο, αν εξαιρέσουμε μία ανεπαίσθητη πτώση το 2014» προσθέτει.
Υπογραμμίζει δε ότι τα αίτια των θανατηφόρων ατυχημάτων, ως έναν βαθμό, διαφοροποιούνται από τα αίτια των δηλωθέντων ατυχημάτων και οι τρεις κυριότερες αιτίες είναι πτώση από ύψος, ηλεκτρικό ρεύμα και παθολογικά αίτια.
«Σήμερα, που μιλάμε, ήδη, για το πρώτο τρίμηνο του 2017, παρατηρείται μία αύξηση 15%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016 στα δηλωθέντα εργατικά ατυχήματα. Ειδικότερα, το 2016, είχαμε, στο πρώτο τρίμηνο, 1.421 δηλωθέντα εργατικά ατυχήματα σε όλη τη χώρα, ενώ, για το 2017, ανήλθαν στα 1.608. Βλέποντας την εξέλιξη των εργατικών ατυχημάτων, εκτίμησή μου είναι ότι, για το 2017, θα ξεπεράσουμε τα 7.000 δηλωθέντα ατυχήματα. Είναι μεγάλος ο αριθμός αυτός» σχολιάζει.
Κάνοντας μία αξιολόγηση των δεδομένων, ο κ. Χατζηνικολαΐδης σημειώνει πως είναι αυτονόητο ότι οι επιχειρήσεις, μειώνοντας τα κόστη τους, μειώνουν και τα κόστη των μέτρων ασφάλειας της εργασίας. «Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται έντονα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων στη χώρα μας. Ένα φαινόμενο όπου το βλέπουμε καθημερινά στις επιθεωρήσεις μας, αλλά προκύπτει και από τη μείωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων, που ανέρχεται στο 6% περίπου, την περίοδο 2009-2016, σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί» συμπληρώνει.
Τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα-κλάδοι και οι συνήθεις τραυματισμοί
Με βάση τα στοιχεία που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χατζηνικολαΐδης, προκύπτει ότι, «από το 2009 έως και σήμερα, τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα παρατηρούνται στο χώρο του λιανικού εμπορίου με σταθερά ποσοστά (20% το 2009 και 21% το 2016) στις κατασκευές, όπου το ποσοστό είναι μειούμενο, λόγω μείωσης της οικοδομής (από 15% το 2009 στο 7,6% το 2016) στη δημόσια διοίκηση, κυρίως, δήμους (από 3% το 2009 στο 5,7% το 2016), στα νοσοκομεία (από 3,5% το 2009 και 5,4% το 2016) και, τέλος, στους χώρους αποθήκευσης, στη βιομηχανία τροφίμων και στα ξενοδοχεία, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώνονται σταθερά, από το 2009 έως το 2016, περίπου στο 5,5%.
Η Αττική είναι η περιοχή όπου έχουν συμβεί και συνεχίζουν να συμβαίνουν τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα στην Ελλάδα. Το 30% περίπου των εργατικών ατυχημάτων έχουν γίνει σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους που δραστηριοποιούνται στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Ένας σημαντικός δείκτης είναι αυτός που αφορά τα αίτια των εργατικών ατυχημάτων. Το 23% των εργατικών ατυχημάτων οφείλεται σε πτώση (από ύψος ή και στο ίδιο επίπεδο). Το ποσοστό παραμένει σταθερό από το 2009 και επηρεάζεται, κυρίως, από τις πτώσεις στο ίδιο επίπεδο που αφορά χώρους εστίασης, αποθηκευτικούς χώρους, ξενοδοχεία και λιανικό εμπόριο. Το 18% των εργατικών ατυχημάτων οφείλεται σε απώλεια ελέγχου μηχανήματος (μηχανήματα έργου–εξοπλισμοί εργασίας, κλπ). Το αντίστοιχο ποσοστό, το 2009, ήταν 14%».
Απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση της στόχευσης των ελέγχων
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηνικολαΐδη, οι επιθεωρήσεις είναι στοχευμένες ως έναν βαθμό. «Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι η περαιτέρω εξειδίκευση της στόχευσης, όπου θα αποκαλυφθούν επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται στη γκρίζα ζώνη των επιθεωρήσεων» τονίζει ο ίδιος, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν επιχειρήσεις που δεν έχουν επιθεωρηθεί ποτέ για θέματα ασφάλειας και υγείας της εργασίας, λόγω «του μη επικαιροποιημένου μητρώου των επιχειρήσεων, άρα, δεν γνωρίζαμε την ύπαρξή τους, της έλλειψης επαρκών μέσων για τις μετακινήσεις μας και της έλλειψης, μέχρι πρόσφατα, ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, μέσω παραμετροποιημένων διαδικασιών, να καταρτίσουμε το λεγόμενο risk analysis και να εξειδικεύσουμε περαιτέρω τη στόχευσή μας στις επιθεωρήσεις των επιχειρήσεων».
Επομένως, όπως εξηγεί, αυτό που χρειάζεται είναι:
«- Να τεθεί σε πλήρη λειτουργία το ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα, ώστε να έχουμε πλήρη εικόνα.
– Να αποκτήσει το ΣΕΠΕ οικονομική αυτοτέλεια, ώστε να είναι έγκαιρος ο ετήσιος προγραμματισμός.
– Να συνδεθεί η εθνική στρατηγική της χώρας για την ασφάλεια της εργασίας, που, τώρα, καταρτίζεται με τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ΣΕΠΕ.
– Να δοθεί στο ΣΕΠΕ ο ζωτικός χώρος με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπου θα είναι δυνατόν και να βάζουμε στόχους απόλυτα μετρήσιμους και να τους επιτυγχάνουμε.
– Να αξιοποιηθούν πλήρως οι Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας της Εργασίας με την απεμπλοκή τους από το σύνολο των διοικητικών εργασιών, οι οποίες, σύμφωνα με μελέτη που υπάρχει στο ΣΕΠΕ, απορροφούν το 60% της δραστηριότητάς τους, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει με τη στελέχωση των Επιθεωρήσεων με 70 διοικητικούς υπαλλήλους σε όλη τη χώρα, μέσω μετατάξεων και μετακινήσεων και να επικεντρωθούν στο έργο τους που είναι η Επιθεώρηση».
Παράλληλα, επισημαίνει ότι, «για τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στο ΣΕΠΕ, στο πλαίσιο ενός γόνιμου διαλόγου που έχει αναπτυχθεί με τη σημερινή πολιτική ηγεσία τόσο του υπουργείου όσο και του ΣΕΠΕ, έχουμε ως Ομοσπονδία Επιθεωρητών καταθέσει συγκεκριμένο οδικό χάρτη που αφορά τόσο τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν όσο και σε ποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, έχοντας λάβει υπόψη τις αξιολογήσεις που έχουν κάνει τα τελευταία δέκα χρόνια του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO), η Επιτροπή Ανωτέρων Επιθεωρητών της Ε.Ε. (SLIC), καθώς και τη διεθνή πρακτική και οι οποίες αφορούν:
Την αναβάθμιση του ΣΕΠΕ από Ειδική Γραμματεία σε Γενική Γραμματεία
Την πιστοποίηση των δομών μας
Την πιστοποίηση και τη συνεχή εκπαίδευση των Επιθεωρητών
Την έκδοση καθηκοντολογίου
Την έκδοση εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας
Την επίλυση των προβλημάτων της υλικοτεχνικής υποδομής».
«Το σημερινό μοντέλο της Επιθεώρησης στη χώρα μας συναντάται στο εξωτερικό μόνο στην Ουκρανία. Και αυτό πιστεύω ότι λέει πολλά» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στις δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Χατζηνικολαΐδης σχολιάζει ότι η χώρα μας- πιθανόν, όπως λέει, να είμαστε και η μοναδική χώρα της Ε.Ε., δεν γνωρίζει ποιο είναι το κόστος των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών (συνολικό κόστος, κόστος για τις επιχειρήσεις, κόστος για τα ασφαλιστικά ταμεία), αλλά ούτε και την εξειδίκευση του παραπάνω κόστους ανά κλάδο επιχειρήσεων και ανά αιτία εργατικών ατυχημάτων.
«Επιπρόσθετα, επειδή τα ατυχήματα συνδέονται άμεσα με την πρόληψη, δεν γίνεται να μιλάμε για μείωση, όταν, σήμερα, οι υπηρεσίες του ΣΕΠΕ βρίσκονται σε δυσχερή θέση να υλοποιήσουν το έργο τους, εξαιτίας της πολύμηνης αδυναμίας τους να προβούν στις αναλήψεις των ποσών που έχουν πιστωθεί στους λογαριασμούς τους, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες τους, πρόβλημα που προέκυψε, εξαιτίας νομοθετικής διάταξης (Ν. 4412/2016, άρθρο 6, παρ. 2) που εφαρμόζεται από τον Αύγουστο του 2016 και αφορά τις προμήθειες του Δημοσίου» διευκρινίζει ο ίδιος, σημειώνοντας ότι τα αποτελέσματα αυτής της αδυναμίας έχουν γίνει ήδη ορατά από το πρώτο δίμηνο του 2017, όταν η μία υπηρεσία μετά την άλλη άρχισε να ξεμένει από καύσιμα, υπηρεσίες καθαριότητας και, γενικά, από τον απαιτούμενο υλικοτεχνικό εξοπλισμό.
Ενδεικτικό της υφιστάμενης κατάστασης, όπως εξηγεί, είναι η δραματική μείωση των διενεργούμενων ελέγχων, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, σε ποσοστό 27%, σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου έτους, μία μείωση η οποία, με την πάροδο των μηνών, αυξάνεται ραγδαία.
«Αυτό που απαιτείται είναι η εξειδίκευση αυτής της νομοθεσίας, ειδικά, για τα αίτια των ατυχημάτων που εμφανίζονται με μεγάλα ποσοστά. Και αυτό μπορεί να γίνει με τη θέσπιση συγκεκριμένων και αυστηρών προδιαγραφών. Είναι ένα θέμα που θα το βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας» τονίζει ο κ. Χατζηνικολαΐδης.
Από την πλευρά του, ο ειδικός γραμματέας του ΣΕΠΕ, Νάσος Ηλιόπουλος, δηλώνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι η υποβάθμιση των συνθηκών υγείας και ασφάλειας αποτέλεσε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κρίσης και μία μεγάλη ανοιχτή πληγή, την οποία προσπαθούμε, το τελευταίο διάστημα, μέσα από εντατική δουλειά να επουλώσουμε.
«Όλες οι έρευνες αποδεικνύουν, συνολικά, στην Ευρώπη ότι, όπου υποχωρεί το συλλογικό πλαίσιο προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων και αναφέρομαι και στο πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αυτό δημιουργεί νέα πεδία παραβατικότητας και νέα πεδία εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η υποτίμηση των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας, που πρέπει να εφαρμόζονται. Αν αυτό συνδυαστεί και με την εντατικοποίηση που υπάρχει σε δύσκολους χώρους, πολλές φορές τις ευέλικτες μορφές εργασίας με πολλούς εργολάβους και πολλές υπερεργολαβίες στα τεχνικά έργα, όλα αυτά δημιουργούν ένα πλαίσιο το οποίο μόνο φιλικό δεν είναι για τη διαφύλαξη της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όπως σημειώνει, το χρονικό διάστημα 2015-2016, έχουν διεξαχθεί περισσότεροι από 45.000 έλεγχοι στο κομμάτι της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία και τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί για παραβάσεις που βεβαιώθηκαν, είναι πάνω από 7 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τον κ. Ηλιόπουλο, «τα θανατηφόρα ατυχήματα έχουν μειωθεί, σε σύγκριση με το 2010. Ωστόσο, είναι ανησυχητικό ότι τα θανατηφόρα και τα σοβαρά εργατικά ατυχήματα δεν έχουν μειωθεί, όσο θα έπρεπε, αν κάποιος συνεκτιμήσει ότι ένας παραδοσιακός κλάδος, όπως η οικοδομή, που είχε μεγάλη συνεισφορά σε αυτά τα ατυχήματα, έχει υποχωρήσει πάρα πολύ, τα τελευταία χρόνια».
Τονίζει δε ότι τα προσωρινά στοιχεία, για το 2017, δείχνουν μία σταθεροποίηση συνολικά των εργατικών ατυχημάτων στα ποσοστά του 2016. Όπως εξηγεί, επειδή έχει βελτιωθεί η διαδικασία της αναγγελίας και της καταγραφής των εργατικών ατυχημάτων, με αποτέλεσμα να καταγράφονται και εργατικά ατυχήματα τα οποία δεν είναι σοβαρά, φαίνεται πολλές φορές ότι έχουν αυξηθεί τα εργατικά ατυχήματα.
Για την αναβάθμιση του πλαισίου διαφύλαξης της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, ο κ. Ηλιόπουλος δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι, ήδη, σχεδιάζονται από την πλευρά του υπουργείου Εργασίας, με πρωτοβουλία της υπουργού, μία σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις προς την επίτευξη αυτού του σκοπού.
«Μία από τις σημαντικές πρωτοβουλίες που προχωράει, αυτήν τη στιγμή, είναι μία εκστρατεία που γίνεται για την υγεία και ασφάλεια, ειδικά, στην τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς στο χώρο των ΟΤΑ σημειώνονται πολλά εργατικά ατυχήματα, ειδικά, στους τομείς της καθαριότητας και στο πράσινο» επισημαίνει ο κ. Ηλιόπουλος. «Στο παρελθόν», σύμφωνα με τον κ. Ηλιόπουλο, έχουν επιβληθεί κυρώσεις σε δήμους για μη παροχή των απαραίτητων μέσων ατομικής προστασίας ή μη τήρησης συνολικά των συνθηκών ασφάλειας, μετά από έλεγχο της Επιθεώρησης Εργασίας. «Γι’ αυτόν το λόγο»- προσθέτει -«συνεργάζονται τα συναρμόδια υπουργεία Εργασίας και Εσωτερικών, προκειμένου και στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης να αναβαθμιστούν οι συνθήκες υγείας και ασφάλειας».
Σχετικά με το εργατικό ατύχημα στον Ασπρόπυργο, ο ειδικός γραμματέας του ΣΕΠΕ τονίζει ότι «η Επιθεώρηση Εργασίας βρέθηκε από την πρώτη μέρα του ατυχήματος στο χώρο εργασίας για έλεγχο. Αυτήν τη στιγμή, η επιχείρηση έχει κληθεί σε απολογία για μία σειρά από παραβάσεις που έχουν βεβαιωθεί και θα προχωρήσουμε και στη βεβαίωση προστίμων. Ήδη, από την πρώτη διαδικασία του ελέγχου, έχουν εντοπιστεί τρεις παραβάσεις και είναι πολύ πιθανόν να προκύψουν κι άλλες. Σε κάθε περίπτωση, πέραν από τη διαδικασία των προστίμων, θα υπάρξει, όπου χρειαστεί και η προσφυγή στη δικαιοσύνη με τις απαραίτητες μηνύσεις».
Ο Γραμματέας Τύπου & Δημοσίων Σχέσεων της ΓΣΕΕ και πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ) Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, δηλώνει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι «τα μεγαλύτερα ποσοστά εργατικών ατυχημάτων αφορούν τη μεταποίηση, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, την επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών, τον κλάδο των κατασκευών και τον κλάδο μεταφοράς και αποθήκευσης. Υψηλό είναι και το ποσοστό των ατυχημάτων τροχαίας αιτιολογίας. Αντίθετα, υπάρχει πλήρης έλλειψη στοιχείων για τα εργατικά ατυχήματα στον πρωτογενή τομέα, επειδή πολλά ατυχήματα αυτοαπασχολουμένων δεν καταγράφονται και επειδή η οικονομική κρίση αύξησε το ποσοστό της ανασφάλιστης εργασίας».
«Στην Ελλάδα», όπως σημειώνει, «τα εργατικά ατυχήματα υπερβαίνουν τα 5.000 σε ετήσια βάση, ενώ η οικονομική κρίση μπορεί ναι μεν να έχει περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα, έχει αυξηθεί, όμως, εξαιτίας της κρίσης, η συχνότητα των εργατικών ατυχημάτων, αφού ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις δίνουν λιγότερη βαρύτητα σε ζητήματα εφαρμογής των κανόνων και εκπαίδευσης γύρω από τα ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας».
«Έχουν, επίσης, καμφθεί οι αντιστάσεις-αντιρρήσεις των εργαζομένων στην εκτέλεση καθηκόντων που εγκυμονούν κινδύνους για την ίδια τη ζωή τους, ακόμα κι αν διαπιστώνουν πλημμελή τήρηση των κανόνων για χορήγηση μέσων προστασίας» διαπιστώνει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
Προσθέτει δε ότι «η δύσκολη οικονομική συγκυρία των τελευταίων επτά ετών, με την ανεργία να σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και την επέκταση μορφών απασχόλησης σε ευκαιριακή και περιστασιακή βάση, σε καμία περίπτωση δεν συμβάλλει στην προώθηση της ασφάλειας και υγείας στην εργασία. Το παρεξηγημένο, το κακώς νοούμενο φιλότιμο στην εργασία, μπορεί, επίσης, πολλές φορές να προκαλέσει σοβαρό εργατικό ατύχημα και να οδηγήσει σε απώλεια ακόμα και ανθρώπινων ζώων».
«Απαιτείται, λοιπόν, εντατικοποίηση των ελέγχων και μεγαλύτερη στόχευση σε επιχειρήσεις «high risk» και, βεβαίως, διαρκή εκπαίδευση του προσωπικού. Ο περιορισμός των κονδυλίων εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης του προσωπικού των επιχειρήσεων σε ζητήματα υγιεινής και ασφαλείας κοστίζει σε ανθρώπινες ζωές» καταλήγει ο κ. Καραγεωργόπουλος.
«Πλέον, θεωρείται είδος πολυτελείας η διένεξη με τον εργοδότη, επειδή τα μέσα προστασίας ή τα θέματα υγείας και ασφάλειας δεν τηρούνται» δηλώνει, από την πλευρά του, ο επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ Αποστόλης Καψάλης, σημειώνοντας ότι ένας από τους κλασικούς παράγοντες ενίσχυσης της επικινδυνότητας στο χώρο δουλειάς είναι η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
ΠΗΓΗ: http://www.enikonomia.gr