H AΠΟΨΗ ΜΑΣ απο τον Ριζοσπάστη
Εχουν περάσει ελάχιστες μέρες από το μεγάλο σεισμό στη Λέσβο και ο τελικός τραγικός απολογισμός δεν έχει ολοκληρωθεί. Η νεκρή γυναίκα, οι δεκάδες τραυματίες, οι ανυπολόγιστες καταστροφές σε σπίτια, σχολεία, κτίσματα και υποδομές συνθέτουν μία εικόνα που – δυστυχώς – μόνο πρωτόγνωρη δεν είναι. Είναι μία εικόνα συχνή, αφού είναι γνωστό ότι στη χώρα μας γίνεται ένας αρκετά ισχυρός σεισμός κάθε ενάμιση χρόνο, ενώ εκλύεται το 50% της σεισμικής ενέργειας της Ευρώπης.
Οσα έγιναν στη Λέσβο, φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της αντισεισμικής προστασίας και θωράκισης. Είναι φανερό ότι έργα που αφορούν την προστασία του λαού από φυσικές καταστροφές δεν είναι πρώτα στη λίστα των κυβερνήσεων, των περιφερειακών και δημοτικών διοικήσεων, επειδή δεν αποφέρουν κέρδη στους μονοπωλιακούς ομίλους.
Τα έργα υποδομών και η πολιτική γι’ αυτά υπαγορεύονται από την καπιταλιστική ανάπτυξη, τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς. Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι έργα αντισεισμικής θωράκισης και αντιπλημμυρικής προστασίας, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, δεν κρίνονται επιλέξιμα και δεν εντάσσονται στα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα, όπως τα ΚΠΣ και το ΕΣΠΑ.
Οσο φυσιολογικό είναι να γίνει ένας μεγάλος καταστροφικός σεισμός στη χώρα μας, άλλο τόσο φυσιολογικό είναι για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και τις αστικές κυβερνήσεις να μην προγραμματίζουν την κατασκευή τους, αφού δεν θεωρείται επένδυση με κέρδος… Κι ας είναι πρωταρχικής σημασίας για την ίδια τη ζωή των εργατικών – λαϊκών οικογενειών.
Η ουσιαστική και ολοκληρωμένη αντισεισμική προστασία είναι αναγκαιότητα, τόσο στο χώρο εργασίας, στην κατοικία, όσο και στους χώρους αναψυχής της νεολαίας. Υπάρχει σήμερα τέτοια προστασία; Σαφώς και όχι. Για παράδειγμα, από τις περίπου 14.500 σχολικές μονάδες σ’ όλη τη χώρα, οι 4.440 έχουν χτιστεί πριν από το 1959 και οι 3.880 έχουν χτιστεί πριν από το 1985. Δηλαδή πάνω από τα μισά σχολεία είναι «γερασμένα», αφού έχουν χτιστεί χωρίς ή με ελάχιστες αντισεισμικές προδιαγραφές.
Αλλο παράδειγμα: Το 50% των νοσοκομειακών κτιρίων, δηλαδή κάπου 300 ανεξάρτητα από στατικής πλευράς κτίρια, χρειάζονται λεπτομερέστερο έλεγχο ή και παρέμβαση. Ακόμα χειρότερη μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση στους χώρους δουλειάς, ποιος δεν θυμάται τις περιπτώσεις της «Ρικομέξ», της «Φαράν» κ.ά. στο σεισμό της Αθήνας το 1999. Σε κάθε περίπτωση, το 80% των 4.000.000 κτιρίων της χώρας έχουν χτιστεί πριν το 1985, δηλαδή πριν τεθεί σε εφαρμογή ο σύγχρονος αντισεισμικός κανονισμός, και επομένως χρήζουν ελέγχων και ενισχύσεων.
Γιατί λοιπόν όλα αυτά τα χρόνια δεν «πέφτουν» χρήματα για τον έλεγχο και τη θωράκιση αυτών των κτιρίων, ενώ την ίδια στιγμή τα «δωράκια» σε ομίλους για έργα που θα τους αποφέρουν κέρδη δίνονται «με το τσουβάλι»;
Η αντισεισμική, αλλά και γενικότερα η θωράκιση από φυσικές καταστροφές, η ελαχιστοποίηση του σεισμικού κινδύνου, είναι υπόθεση λαϊκής πάλης. Αλλά πρέπει να είναι καθαρό ότι μόνο η εξουσία που δεν θα αντιμετωπίζει τη γη ως εμπόρευμα, αλλά ως κοινωνικό αγαθό που ανήκει σε όλο το λαό, που θα υλοποιεί προγράμματα λαϊκής στέγης, παρέχοντας στους εργάτες και τις οικογένειές τους ασφαλείς χώρους κατοικίας, εργασίας, άθλησης, ψυχαγωγίας, με κεντρικό σχεδιασμό, μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Υποδομές δηλαδή στηριγμένες στην κοινωνική ιδιοκτησία και ενταγμένες στον Κεντρικό Σχεδιασμό. Μια πολιτική εξουσία και οικονομία που θα λειτουργούν με αποκλειστικό κριτήριο την κάλυψη των αναγκών και την προστασία όλης της κοινωνίας.