Οι επισκέψεις του πρωθυπουργού σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, για να διαφημίσει την «υγιή επιχειρηματικότητα» και να στηρίξει το κάλπικο «αφήγημα» της «δίκαιης ανάπτυξης», προκαλούν τουλάχιστον θυμηδία.
Πολύ περισσότερο που οι επισκέψεις αυτές δεν διεκδικούν καμιά προπαγανδιστική πρωτοτυπία, αν συγκριθούν με ανάλογες πρωτοβουλίες που έπαιρναν πρωθυπουργοί και στελέχη προηγούμενων κυβερνήσεων, για να δώσουν το στίγμα της «ανάκαμψης που έρχεται» και της «επιστροφής των επενδύσεων» στην Ελλάδα.
Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, στις ομιλίες του πρωθυπουργού κατά τις τελευταίες επισκέψεις του σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους ήταν η προσπάθεια να εξαγνίσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και να πείσει ότι τα εργατικά δικαιώματα είναι τάχα συμβατά με την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, όταν αυτές λειτουργούν και αναπτύσσονται με «σεβασμό στη νομοθεσία» και «χωρίς εξάρτηση από το κράτος».
Ετσι, τόσο στην καπνοβιομηχανία «Παπαστράτος» όσο και στην εταιρεία καλλυντικών «Apivita», ο Αλ. Τσίπρας εκθείασε το γεγονός ότι τηρείται η εργατική νομοθεσία και διατηρείται ένα σχετικά καλύτερο επίπεδο μισθών και δικαιωμάτων, χωρίς να πλήττονται οι οικονομικές επιδόσεις των συγκεκριμένων επιχειρήσεων.
Βέβαια, και μόνο η αναφορά στην (αντ)εργατική νομοθεσία που διαμόρφωσαν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, προδίδει ότι οι εργαζόμενοι και σ’ αυτές τις επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένοι σ’ ένα σύνθετο πλέγμα νόμων και διατάξεων που με πολλούς τρόπους και από διαφορετικά κανάλια συντελούν στην ένταση της εργασιακής εκμετάλλευσης (διευθέτηση του χρόνου εργασίας, πολυειδικότητες, μετακινήσεις εργαζομένων, εργολαβίες, απλήρωτες υπερωρίες κ.ά.) ακόμα κι αν οι μισθοί εμφανίζονται να διαφοροποιούνται σχετικά από τη γενικότερη τάση συρρίκνωσης στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων.
Αλλωστε, σε τομείς με υψηλή παραγωγικότητα, όπως είναι αυτοί των νέων τεχνολογιών στην καπνοβιομηχανία, των καλλυντικών και γενικά του Φαρμάκου, οι ονομαστικοί μισθοί για μια μεγάλη μερίδα των εργαζομένων, κυρίως γι’ αυτούς με υψηλότερη ειδίκευση, δεν μειώθηκαν δραστικά την περίοδο της κρίσης, τουλάχιστον σε σύγκριση με άλλους κλάδους (με διαφορές από επιχείρηση σε επιχείρηση), ενώ υπήρξε συγκράτηση και σε ό,τι αφορά τις απολύσεις.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν υπήρξαν αντεργατικές αλλαγές, στα ωράρια, στην Ασφάλιση, στην πληρωμή της υπερωριακής απασχόλησης, στις νέες προσλήψεις με μισθούς των 586 και 511 ευρώ μεικτά, που συντείνουν στη γενικότερη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και στη σχετική επιδείνωση των όρων εργασίας για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου.
Ποιος δεν θυμάται, άραγε, το παράδειγμα μεγάλης καπνοβιομηχανίας στην Καλαμάτα, που κάθε χρόνο προβάλλεται ως υπόδειγμα, επειδή ο εργοδότης επιστρέφει στους εργαζόμενους εν είδει χριστουγεννιάτικου «μπόνους» ένα ελάχιστο μέρος της υπεραξίας που κλέβει από τη δουλειά τους όλο το χρόνο, έχοντας απογειώσει την παραγωγικότητα της εργασίας τους με μεγάλες επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό;
Για να καλλιεργήσει προσδοκίες, η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει αυτά τα παραδείγματα ως επιβεβαίωση τάχα μιας θετικής «τάσης» που αναπτύσσεται στην αγορά εξαιτίας της δικής της διαχείρισης. Η πραγματική τάση, όμως, είναι εντελώς διαφορετική και οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη αφαίρεση δικαιωμάτων, ένταση της εκμετάλλευσης, σχετική και απόλυτη αύξηση της φτώχειας.
Ακόμα και σ’ αυτές τις επιχειρήσεις που διαφημίζει ο πρωθυπουργός, κανένα «δικαίωμα» δεν είναι κατοχυρωμένο. Στην επόμενη «στροφή» του ανελέητου ανταγωνισμού, οι εργαζόμενοι μπορεί να βρεθούν στη θέση συναδέλφων τους, που πριν από λίγα χρόνια προβάλλονταν ως «εξαιρέσεις» από τη γενικότερη «ζούγκλα» και οι εργοδότες τους ως «φωτεινά παραδείγματα» «υγιούς επιχειρηματικότητας». Ας θυμηθούν οι εργαζόμενοι τι λεγόταν και γραφόταν όταν η «Μαρινόπουλος» εξαγόραζε τα σούπερ μάρκετ από την «Carrefour» και ισχυροποιούσε τη θέση της στον κλαδικό ανταγωνισμό…
Επίσης, οι εργαζόμενοι και σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, όπως και όλοι οι συνάδελφοί τους, βάλλονται από τους αντιασφαλιστικούς νόμους της κυβέρνησης, από τη βαριά φορολογία και τα χαράτσια, από την πολιτική των περικοπών στην Υγεία και στην Πρόνοια, από τους νόμους που αφήνουν εκτεθειμένη τη λαϊκή κατοικία στις ορέξεις των τραπεζών και των διαφόρων «funds».
Σε κάθε περίπτωση, μέτρο σύγκρισης για την εργατική τάξη και το λαό δεν μπορεί να είναι το «μικρότερο κακό», η «κανονικότητα» στην εφαρμογή της αντεργατικής νομοθεσίας, αλλά οι σύγχρονες εργατικές – λαϊκές ανάγκες, η πάλη με στόχους και αιτήματα σε σύγκρουση με την εργοδοσία και την αντιλαϊκή πολιτική των κομμάτων της.