Γ. Μελισάρης: Τα συνδικάτα πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή ανάσχεσης της βαρβαρότητας (VIDEO)



https://youtu.be/RGB6-hCHsSU

Μιλώντας στην εκδήλωση – συζήτηση του ΠΑΜΕ στη Θεσσαλονίκη, με θέμα «Κάτω τα χέρια από το δικαίωμα στην απεργία, τη Συλλογική πάλη και δράση, την οργάνωση των εργαζομένων», το απόγευμα της Παρασκευής 8 Σεπτέμβρη, ο Γιώργος Μελισάρης, δικηγόρος – εργατολόγος, ανέφερε τα εξής:

«Είναι γνωστό σε όλους ότι η κεντρική φράση της σημερινής εκδήλωσης «Κάτω τα χέρια από το δικαίωμα στην απεργία, τη συλλογική πάλη, τη δράση και την οργάνωση των εργαζομένων», ακούγεται συνεχώς και με μεγαλύτερη ένταση την τελευταία 8ετία. Οι αλλαγές που συντελούνται στην ελληνική αγορά εργασίας με αφορμή την οικονομική κρίση και τα μνημόνια «για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας» που οδηγούν στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχουν οδηγήσει στη φτωχοποίηση και στα όρια της εξαθλίωσης, τη μεγαλύτερη μερίδα του εργατικού δυναμικού της χώρας, κυρίως αυτού που απασχολείται στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της παραγωγής. Οι συντελούμενες αλλαγές στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων εκδηλώνονται σε 4 βασικούς άξονες του περιεχομένου της μισθωτής εργασίας: Στην υποβάθμιση του ρόλου της πλήρους και σταθερής απασχόλησης υπέρ των ευέλικτων μορφών εργασίας που συνεπάγονται περιορισμένες αμοιβές και δικαιώματα, στην αποδιάρθρωση του τρόπου διαμόρφωσης των συλλογικών συμβάσεων και του τρόπου καθορισμού των αποδοχών, στην ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας με την απόλυτη προσαρμογή του στις ανάγκες της επιχείρησης κα, τέλος, στην άμβλυνση των όρων της προστασίας από τις απολύσεις

Παρατηρούμε ότι στην αγορά εργασίας, η ανεργία παραμένει σε υψηλότατα επίπεδα, τα υψηλότερα της Ευρώπης. Κάνοντας χρήση εναλλακτικών δεικτών εκτίμησης του ποσοστού ανεργίας, που αποτυπώνουν πληρέστερα την κατάσταση της αγοράς εργασίας και που λαμβάνουν υπόψη τους ανέργους, τους αποθαρρημένους ανέργους, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και τη μη ηθελημένη μερική απασχόληση, συμπεραίνουμε ότι αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%. Η μακροχρόνια ανεργία, διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, έχει εκτιναχθεί στο 73,7% των ανέργων. Μελετώντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, το ποσοστό των ανέργων κλιμακώνεται όσο μικραίνουν οι ηλικιακές κατηγορίες, με το υψηλότερο ποσοστό (58,1%) να εμφανίζεται στις ηλικίες 15 έως 19 και το δεύτερο υψηλότερο (47,7%) στις ηλικίες 20 έως 24. Εξετάζοντας την κλαδική διάσταση της ανεργίας διαπιστώνουμε ότι έχουν πληγεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα οι παραδοσιακοί κλάδοι της ένδυσης-υπόδησης, της οικοδομής και της ναυπηγοεπισκευής, με αποτέλεσμα να αποδομούνται οι βασικοί πυλώνες της παραγωγικής βάσης του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων αποτελεί βασικό πυλώνα των προγραμμάτων λιτότητας, καθώς λειτουργεί ως θεσμικό εργαλείο υλοποίησης της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Από την ανάλυση των τελευταίων στοιχείων προκύπτει ότι το 2016 οι επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) επικρατούν σχεδόν καθολικά, αντιπροσωπεύοντας το 96% του συνόλου των συλλογικών συμβάσεων. Σε σύνολο 327 ΣΣΕ, οι 316 είναι επιχειρησιακές, μόνο οι 10 είναι εθνικές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές, ενώ 1 είναι τοπική ομοιοεπαγγελματική. Παρατηρούμε επίσης ότι ο αριθμός των προσλήψεων μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, δηλαδή οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, αυξάνεται διαχρονικά με αντίστοιχη υποχώρηση των προσλήψεων πλήρους απασχόλησης. Η ποσοστιαία τους αναλογία στο σύνολο των προσλήψεων μεταξύ 2009 και 2015 υπερδιπλασιάζεται. Το 2009, οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, ενώ το 2016 αντιστοιχούν στο 55%. Την περίοδο 2014-2015 οι νέες προσλήψεις με μερική απασχόληση είναι αυξημένες κατά 19,6% και με εκ περιτροπής εργασία κατά 45,6%. Τα ευρήματα αυτά μας οδηγούν στην εκτίμηση ότι οι ευέλικτες μορφές εργασίας είναι πλέον κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η ευελιξία της αγοράς εργασίας ενισχύεται και επιταχύνεται και από τη μετατροπή των ατομικών συμβάσεων εργασίας από συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας. Η επέκταση της ευελιξίας και η μείωση του κόστους εργασίας φαίνεται να λειτουργεί ως παγίδα που εγκλωβίζει πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, χαμηλής έντασης δεξιοτήτων και χαμηλής παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα την αδυναμία τους να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τη θέση τους στο εγχώριο και στο διεθνές παραγωγικό σύστημα. Σε αντίθεση λοιπόν με τη λογική των προγραμμάτων προσαρμογής, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν αυξάνει την ανταγωνιστικότητα, παρά μόνο το αναπτυξιακό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας και τη φτωχοποίηση των εργαζομένων.

Ένα εργαλείο στα όπλα του συστήματος για την ευόδωση των σχεδίων του σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, είναι, δυστυχώς, η Δικαιοσύνη. Και όταν λέμε Δικαιοσύνη, αναφερόμαστε κυρίως στα Ανώτατα Δικαστήρια, μιας και στις κατώτερες βαθμίδες οι δικαστές, αφουγκραζόμενοι ίσως περισσότερο τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους, εφαρμόζουν και ερμηνεύουν το νόμο με μεγαλύτερη ευρύτητα πνεύματος. Τα συλλογικά εργατικά δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα της απεργίας ή το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας όταν ασκείται ομαδικά, έχουν βρεθεί στο στόχαστρο, με αποκορύφωμα μάλιστα τις προβλέψεις του 4ου μνημονίου για τη λήψη απόφασης για απεργία. Και όλα αυτά τη στιγμή που ήδη το να προχωρήσει κανονικά μια απεργία, χωρίς δικαστικά εμπόδια, φαντάζει πιο δύσκολο από το να πιάσεις το ΤΖΟΚΕΡ! Από έρευνα που κάναμε στο ΕΚΑ το 2013-’14 στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ποσοστό περίπου 95% των απεργιών κρίνονταν παράνομες ή/και καταχρηστικές, ενώ οι σχετικές δίκες, με τις σφιχτές προθεσμίες που κατά το δοκούν καθορίζει ο προϊστάμενος του εκάστοτε Πρωτοδικείου, προσβάλλουν τις αξίες της δίκαιης δίκης, αφού η εναγόμενη συνδικαλιστική οργάνωση καλείται να απαντήσει σε ένα πολυσέλιδο δικόγραφο του εργοδότη, εντός 2 ωρών προτού προσέλθει στο δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ελλιπής προετοιμασία, η αδυναμία ανεύρεσης των σχετικών εγγράφων ή των μαρτύρων, με μοναδικό σχεδόν επιδιωκόμενο κέρδος την αναβολή της εκδίκασης για 1 ημέρα, ώστε η απεργία ή η στάση εργασίας να έχει προλάβει να επιτελέσει μέρος του σκοπού της, τουλάχιστον ως προς τη χρονική της διάρκεια.

Τα τελευταία ιδίως έτη, όπου ο συνδικαλισμός αποτελεί για το κεφάλαιο, μίασμα που πρέπει να χτυπηθεί από τη ρίζα, υπήρξαν δυστυχώς αρκετές αποφάσεις που πλειοδοτούσαν σε βάρος των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους. Πρόσφατο παράδειγμα απόφαση του ΜΠΑ που έκρινε σε αγωγή του εργοδότη κατά του προέδρου του σωματείου μεγάλου νοσοκομείου με την οποία ζητούσε αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμισή του, και την οποία δέχθηκε με την άμεση υπόδειξη στον πρόεδρο ότι στο λόγο του στη ΓΣ δεν έπρεπε να πει μόνο αυτά που ανέφερε αλλά και άλλα θετικά πράγματα για τον εργοδότη του, με αποτέλεσμα να τον καταδικάσει σε αποζημίωση. Ειδικά οι αποφάσεις που επεμβαίνουν στην εσωτερική αυτονομία των συνδικάτων έχουν πολλαπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ΜΠΑ που ακύρωσε το συνέδριο του ΕΚΑ.

Δυστυχώς τα ανώτατα δικαστήρια και κυρίως το ΣτΕ, μέχρι σήμερα έχουν επιδείξει ατολμία στο να αντιμετωπίσουν με όρους κοινωνικού κράτους τη λαίλαπα που έχει ενσκήψει και ιδίως τη δραματική συρρίκνωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας αλλά και του ίδιου του δικαιώματος της απεργίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι «ελαφρά τη καρδία» δέχονται τη νομιμότητα ενός έκτακτου και από τη φύση του προσωρινού μέτρου, όπως αυτό της επίταξης πραγμάτων και υπηρεσιών το οποίο επιβάλλεται είτε (α) για λόγους που επιτρέπουν τη στρατιωτική/πολεμική επίταξη υπηρεσιών και που είναι: i) πόλεμος, ii) επιστράτευση, και iii) αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών, είτε (β) για λόγους που επιτρέπουν την κοινωνική επίταξη και αυτοί είναι: i) επείγουσα κοινωνική ανάγκη από θεομηνία και ii) ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Με πρόσφατες αποφάσεις του το ΣτΕ έκρινε νόμιμες τις επιτάξεις των καθηγητών ΜΕ και των εργαζομένων στη ΣΤΑΣΥ, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να σπάσει το απεργιακό μέτωπο των απεργών των κλάδων αυτών, με την αιτιολογία ότι υφίσταται κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, στη μεν πρώτη περίπτωση επικαλούμενη μία γνωμοδότηση ενός καθηγητή από κυπριακό πανεπιστήμιο ότι η συνέχιση της απεργίας μπορεί να επιφέρει ψυχολογική φόρτιση στους μαθητές των πανελληνίων εξετάσεων ενώ στη δεύτερη επειδή η υπερβολική κίνηση οχημάτων που δημιουργείτο από την απεργία στο μετρό, εμπόδιζε τη διέλευση ασθενοφόρων και άλλων οχημάτων πρώτης βοήθειας, χωρίς να αναφέρει κανένα υπαρκτό πραγματικό περιστατικό για να στηρίξει αυτές τις αιτιολογίες.

Είναι κοινός τόπος ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία σαφής μεταστροφή της νομολογίας σε ευαίσθητα και πολύ συχνά ζητήματα που αφορούν τους όρους εργασίας, όπως την εκ περιτροπής απασχόληση, τη μεταχείριση της επίσχεσης εργασίας ή την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών από την απόλυση λόγω άσκησης συνδικαλιστικής δράσης. Η μεταστροφή αυτή, διαπιστωμένη στους νομικούς κύκλους, έχει άμεσο αντίκτυπο και στη συμπεριφορά των ίδιων των εργαζομένων αναφορικά με την προστασία των δικαιωμάτων τους. Για παράδειγμα, η επίσχεση εργασίας, ένα δικαίωμα που ασκεί, κατά περίπτωση, ιδιαίτερη πίεση στον εργοδότη, ασκείται με πολύ μεγαλύτερη φειδώ από τους εργαζόμενους, αφού σύμφωνα με την πρόσφατη νομολογία όλων των βαθμίδων των δικαστηρίων είναι καταχρηστική αν η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών των εργαζομένων, οφείλεται όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία του εργοδότη, αλλά στην δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, όπως είναι η συνηθέστερη αιτιολογία στις δικαστικές αποφάσεις. Παρόλα αυτά βέβαια υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η υπ’αριθμ. 4613/2015 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία έκρινε επί επίσχεσης εργασίας σε ιδιωτική κλινική και την οποία θεώρησε νόμιμη με το εξής σκεπτικό: «…το ότι η εναγομένη είχε να λαμβάνει οφειλόμενες δαπάνες νοσηλείας από τον ΕΟΠΥΥ, δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης των ανωτέρω εναγόντων καταχρηστική, καθώς ως εργοδότρια όφειλε να έχει εξασφαλίσει τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους, ώστε να είναι σε θέση να καλύπτει τις αποδοχές των εργαζομένων της, για όσο χρόνο διαρκούσε η καθυστέρηση καταβολής προς αυτήν των δαπανών νοσηλείας από τα ασφαλιστικά ταμεία, δεδομένου ότι χωρίς τη δική τους εργασία και συμπαράσταση δεν θα δύναται να επιτελέσει το τόσο σημαντικό έργο που έχει αναλάβει αναφορικά με τη φροντίδα των ασθενών και χωρίς να παραβλέπει το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στην επιχείρησή της εργάζονται σκληρά, υπό δύσκολες συνθήκες και είναι άτομα χαμηλών, κυρίως, οικονομικών εισοδημάτων, έχοντες απόλυτη ανάγκη του μισθού τους ώστε να επιβιώσουν και να συντηρήσουν τις οικογένειές τους, αλλά και να είναι σε θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους προς τους ασθενείς…». Η κυρίαρχη πάντως νομολογία στο θέμα της επίσχεσης εργασίας, θεωρεί την επίσχεση εργασίας καταχρηστική όταν στρέφεται εναντίον αξιόπιστου και φερέγγυου εργοδότη, ή όταν επιλέγεται παρά την ύπαρξη ηπιώτερων για τον τελευταίο μέτρων, ή όταν προκαλεί δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, όπως συμβαίνει άλλωστε και με το απεργιακό δικαίωμα. Δημιουργείται έτσι η αντίφαση να αποτρέπεται ο εργαζόμενος να ασκήσει το δικαίωμα αυτό με το οποίο ο εργοδότης θα μπορούσε να πιεστεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, πίεση που μόνο σε φερέγγυο και αξιόχρεω εργοδότη έχει νόημα, αφού τον αναξιόπιστο δεν θα τον απασχολήσει καν η ενέργεια αυτή! Και όλα αυτά τη στιγμή που παραβλέπεται παντελώς ότι ο μισθός δεν αποτελεί απλά μία ανταλλακτική αξία αλλά υποβαθμίζεται ο βιοποριστικός του ρόλος.

Μία ιδιαίτερη μεταστροφή της νομολογίας, ή καλύτερα, διευρυμένη ερμηνεία των κριτηρίων της απόλυσης συνδικαλιστικού στελέχους, εντοπίζεται στη νομολογία του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία ενυπάρχει καταχρηστική συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους αναφορικά με την επίκληση της προστασίας του από την απόλυση του άρθρ. 14 Ν. 1264/82, εξαιτίας του ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι «…ομάδα πέντε εργαζομένων της επιχείρησης (οι οποίοι και κατονομάζονται) επισκέφθηκαν το νόμιμο εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας εταιρείας και του ζήτησαν να απομακρυνθεί από την επιχείρηση ο ενάγων γιατί τους προκαλεί φραστικά λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι ‘εκτός από το μεροκάματο που παίρνουν από την επιχείρηση, παίρνουν επιπλέον μεροκάματο από τον Κ.’ (συνδικαλιστικό αντίπαλο του ενάγοντος), με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι εργασιακές τους σχέσεις, με προσβολές και εξευτελισμούς και να υπάρχει κίνδυνος συμπλοκής με αυτόν…». Παρατηρούμε δηλ. ότι οι καταρχήν περιοριστικά αναφερόμενοι λόγοι απόλυσης συνδικαλιστή, διευρύνονται σημαντικά, αφού δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη να προβάλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εργαζομένου να επικαλεστεί την προστασία όταν «…με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέση σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται…» όπως η ίδια απόφαση αναφέρει και μάλιστα χωρίς να δίνεται το δικαίωμα στην Επιτροπή του άρθρ. 15 να εκφράσει τέτοιου είδους άποψη.

Αξιομνημόνευτη και πολύ σημαντική για τις νέες μορφές εργατικού αγώνα, είναι, κατά τη γνώμη μου, η δικαστική απόφαση με αρ. 8839/2014, η οποία για πρώτη φορά έκρινε ότι το μποϊκοτάζ (των απεργών της Coca Cola) «…το οποίο γίνεται για ιδεολογικούς, πολιτικούς, θρησκευτικούς λόγoυς, κείται εκτός του Ν. 146/1914, επειδή στερείται σκοπού ανταγωνισμού και γίνεται από πρόσωπα που δεν μετέχουν στην ανταγωνιστική διαδικασία, θεωρείται δε ως νόμιμη απόρροια του ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης (αρ.14Σ)…» θεώρησε δε ότι το μποϊκοτάζ «αποτελεί μέσο πίεσης για την επίτευξη ενός συνδικαλιστικής, κοινωνικής φύσεως σκοπού». Με την απόφαση αυτή απελευθερώνεται η συλλογική διαφορά από τον οριοθετημένο χώρο συνύπαρξης των κοινωνικών εταίρων και τη θέτει ενώπιον της κρίσης ολόκληρης της κοινωνίας από την αντίδραση της οποίας θα κριθεί και η αποτελεσματικότητά της (σε αντίθεση με την απεργία κατά την οποία, συνήθως, κοινωνικές ομάδες αντιπαρατίθενται κατά την ενάσκηση του σχετικού δικαιώματος από τους απεργούς).

Από την πολύ πρόσφατη και ελπιδοφόρα νομολογία, θα ήθελα να κλείσω μνημονεύοντας την υπ’αριθμ. 136/2016 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, η οποία γνωρίζω πολύ καλά ότι εκδόθηκε με πολύμηνο αγώνα με τη γραφειοκρατία του σωματείου εργαζομένων FINTEXPORT, σύμφωνα με την οποία κατά την διάρκεια της επίσχεσης εργασίας, παραμένει ενεργή και η ασφαλιστική σχέση του εργαζόμενου με το ΙΚΑ, ανεξαρτήτως του εάν η ασφαλιστέα εργασία ήταν υπακτέα στην κοινή ασφάλιση του ΙΚΑ ή στον ΚΒΑΕ αυτού και για ένα πεντάμηνο, εκτός αν προσκομιστεί δικαστική απόφαση νομιμότητας της επίσχεσης και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Και τώρα τι μας περιμένει; Μετά την εκμηδένιση της προστασίας από τις ομαδικές απολύσεις, την αέναη υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, μέχρι το τέλος του προγράμματος, την απελευθέρωση της κυριακάτικης εργασίας, τη νομιμοποίηση της ανταπεργίας και μάλιστα στην πιο σκληρή εκδοχή της, τη μισθολογική ανταπεργία, η μείωση του προστατευτικού πλαισίου για τους συνδικαλιστές, έχει ήδη δρομολογηθεί η αλλαγή του τρόπου λήψης απόφασης για απεργία, η αλλαγή επιμέρους διατάξεων του συνδικαλιστικού νόμου όπως είναι η θέσπιση ηλεκτρονικού μητρώου μελών (άγνωστο ποιος θα το τηρεί) και φυσικά η διατήρηση των μνημονιακών διατάξεων που αφορούν την προτεραιότητα τραπεζών και δημοσίου έναντι των εργατικών απαιτήσεων σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Και όλα αυτά, όπως ακούσαμε και στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, χέρι χέρι «ο Μπράουν ο Φίσερ κι ο Κράφτ που ξανάσμιξαν» όπως λέει το τραγούδι του Λοΐζου, δηλαδή κυβέρνηση και ΝΔ. Αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών, θα είναι η εκτόξευση των ιδιαίτερα βραχυχρόνιων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η διάρκεια των οποίων δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες, η μερική απασχόληση κάτω των 10 ωρών την εβδομάδα, σε προφορικές συμβάσεις και σε συμβάσεις «ώρα μηδέν» – zero hour/mini jobs ή σε περιστασιακή απασχόληση. Στη Γερμανία σήμερα οι εργαζόμενοι με mini job ανέρχονται σε 7 εκατομμύρια περίπου ενώ στη Βρετανία σε πάνω από 1 εκατομμύριο. Ήδη έχει νομοθετηθεί ότι οι όποιες αλλαγές στις πολιτικές για την αγορά εργασίας «δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής, ασύμβατα με τους στόχους της προώθησης μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης…» επομένως οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στην εισαγωγή και νέων θεσμών ατυπικών μορφών απασχόλησης, όπως τα mini jobs ακόμα και σε κλάδους της οικονομίας που σήμερα φαντάζει αδιανόητο. Εξάλλου, με βάση τις αντεργατικές ρυθμίσεις στη χώρα μας, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν το μήνυμα και αντικατοπτρίζουν στην καθημερινή λειτουργία τους την ουσία των ρυθμίσεων αυτών, για αυτό και το εργασιακό bullying στην Ελλάδα έχει εκτοξευθεί στην Τρίτη θέση της Ευρωπαϊκής κατάταξης

Συνοψίζοντας καταλήγουμε στην παραδοχή ότι ζούμε σε μια περίοδο τεκτονικών μεταβολών σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ότι βιώνουμε τη γέννηση ενός «νέου κόσμου» που συνδέεται ωστόσο με τη βαρβαρότητα, τη φρίκη και την καταστροφή, που μετατρέπει αξίες, θεσμούς κατακτημένους με αίμα και Συντάγματα σε απλά κουρελόχαρτα, όπως εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Τραυλός Τζανετάτος. Αυτή η νέα εποχή, εποχή ενός ακραίου ταξικού πολέμου, η συνδεόμενη με μία διαρκή κατάσταση ανάγκης που υπηρετεί το νέο κυρίαρχο σύστημα, δεν πρέπει να οδηγήσει σε μοιρολατρική υποταγή στο θατσερικό σύνδρομο ΤΙΝΑ. Ακριβώς επειδή απευθύνομαι σε συνδικαλιστές και ανθρώπους που προτάσσουν de facto το κοινό από το ατομικό συμφέρον, το μήνυμα που πρέπει να εκπέμψετε είναι ότι τα συνδικάτα και πιο συγκεκριμένα το ΠΑΜΕ θα είναι στην πρώτη γραμμή ανάσχεσης της βαρβαρότητας που προανέφερα, προβάλλοντας τις εναλλακτικές διεξόδους, με σκοπό την άρση της ανασφάλειας, του φόβου και της απόγνωσης που βιώνουμε σήμερα και τελικά το σταμάτημα της δρομολογημένης πορείας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στο κενό».

                          
  Π.Ε.Ι. Λεωφορείου              Π.Ε.Ι. Φορτηγού                                    Kαταστατικό                          ΚΟΚ     Συνδικάτου ΟΑΣΑ
      
        Συνοπτικός
   Εργασιακός Οδηγός