Με «ανακούφιση» και τα ανάλογα συγχαρητήρια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υποδέχτηκαν κεφάλαιο και αστικά επιτελεία το κλείσιμο – με συνοπτικές διαδικασίες – της «τεχνικής συμφωνίας» για την τρίτη «αξιολόγηση», το περασμένο Σάββατο.
Δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς, αφού και τα νέα μέτρα που φέρνει μαζί του ο νέος γύρος της αντιλαϊκής επίθεσης προσθέτουν έναν ακόμα «βαρύ» κρίκο στη στρατηγική του κεφαλαίου για ανάκαμψη και θωράκιση των κερδών του, και αντίστοιχα έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των θυσιών που καλούνται να κάνουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα για να ανακάμψει το κεφάλαιο.
Αυτή είναι άλλωστε και η ουσία του νέου «πακέτου», όπως καταγράφεται στο «Συμπληρωματικό Μνημόνιο» κυβέρνησης – Ευρωζώνης που πρώτος αποκάλυψε ο «Ριζοσπάστης» στις 29/11. Πρόκειται για συμφωνία που κάθε άλλο παρά «αναίμακτο» είναι για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, αποτελώντας ταυτόχρονα «γέφυρα» ανάμεσα σε παλιά και νέα μέτρα στήριξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ενόψει και των διαπραγματεύσεων για τη διευθέτηση του κρατικού χρέους και τη «μετά μνημόνιο» εποχή της καπιταλιστικής οικονομίας.
Οι άξονες των νέων παρεμβάσεων κάτω από τους οποίους ομαδοποιούνται και τα κοντά 100 «προαπαιτούμενα» μέτρα αποτυπώνουν αυτήν την ουσία, καταγράφοντας την ανάγκη για:
— «Αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας».
— «Διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας».
— Μέτρα ενίσχυσης της «ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων».
— Διαμόρφωση, όπως λένε, «σύγχρονου κράτους και δημόσιας διοίκησης».
Καθένας από τους άξονες αυτούς που αναλύουμε διεξοδικά παρακάτω και που συνοπτικά καταγράφονται στο σχετικό Πίνακα, έρχεται να υπηρετήσει και έναν βασικό στόχο των επιχειρηματικών ομίλων.
Το «συνεκτικό» αυτό πλαίσιο των δεκάδων παρεμβάσεων της τρίτης «αξιολόγησης», όπως διαμορφώνεται από τις ανάγκες και απαιτήσεις των επιχειρηματικών ομίλων, εξηγεί την ευρεία αποδοχή όλων των αστικών κομμάτων για τη νέα συμφωνία, με «ξεφωνημένο» παράδειγμα τα πανηγύρια της ΝΔ για την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ για τις απεργίες.
Ταυτόχρονα ξεσκεπάζει και την κυβερνητική προπαγάνδα που σαν τον «Χότζα» επιχειρεί, παρουσιάζοντας αποσπασματικά και επιλεκτικά κάποια ελάχιστα για τη διαχείριση της «ακραίας φτώχειας» που η πολιτική της μεγάλωσε, να παρουσιάσει τη νέα αντιλαϊκή συμφωνία ως «θετική» και ενδεικτική της «επόμενης μέρας» που θα έχει τάχα οφέλη και για το λαό. Αλλωστε, η «επόμενη μέρα» είναι αυτή που διαμορφώνουν συνολικά οι αντιλαϊκοί νόμοι – προηγούμενοι, σημερινοί και επόμενοι.
Το κυριότερο, ο «συνδετικός ιστός» της τρίτης «αξιολόγησης» δείχνει ότι καπιταλιστική ανάπτυξη και ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών είναι ασυμβίβαστα. Η νικηφόρα γραμμή για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν είναι άλλη από αυτή της ενίσχυσης της ταξικής πάλης, της Κοινωνικής Συμμαχίας. Ο αγώνας για την αναπλήρωση των απωλειών, για επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων, κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ κ.ο.κ. πρέπει να στοχεύσει την «καρδιά» του προβλήματος, τη στρατηγική του κεφαλαίου.
Η «αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας» αφορά την αποκατάσταση και διεύρυνση της κλονισμένης κατά τα χρόνια της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης δυνατότητας του αστικού κράτους να θωρακίζει την καπιταλιστική κερδοφορία με ένα σύνολο μέτρων και «ζεστό» χρήμα (φοροαπαλλαγές και εισφοροαπαλλαγές, «χρηματοδοτικά σχήματα», προνόμια κ.ο.κ.), ενώ συνδέεται και με το ζήτημα της επιστροφής στις «διεθνείς αγορές», ώστε το αστικό κράτος να δανείζεται για λογαριασμό των επιχειρηματικών ομίλων, χωρίς τους «περιορισμούς» των μνημονίων.
- Τα μέτρα που προβλέπονται στην τρίτη «αξιολόγηση», όπως το περαιτέρω «συμμάζεμα» – τσεκούρι στα κοινωνικά επιδόματα, ο περαιτέρω «εξορθολογισμός» των δαπανών στην Υγεία, η κατάργηση του ΕΚΑΣ και ο επανυπολογισμός των συντάξεων, έρχονται να υπηρετήσουν την απαίτηση βιομηχάνων και επιχειρηματικών ομίλων για την περαιτέρω μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», μετά βέβαια και την «προσαρμογή» στους μισθούς, το τσάκισμα της τιμής της εργατικής δύναμης, τα προηγούμενα χρόνια.
- Αντίστοιχα, στα μέτρα που αφορούν το Ασφαλιστικό, όπου προωθούνται οι ρυθμίσεις του «νόμου – λαιμητόμου» αλλά και τα όσα συμφωνήθηκαν τον περασμένο Μάη για κατακρεούργηση των συντάξεων έως το 2019, ξεχωρίζει η νομοθετική κατοχύρωση της κατάργησης της έννοιας του ασφαλιστικού ταμείου και η συνένωση ασφαλιστικών εισφορών με τη φορολογία, ώστε οι εισφορές στον κρατικό κορβανά να κατευθύνονται στο να χρηματοδοτηθούν οι καπιταλιστές και να αποπληρωθούν τα δάνεια. Επιπλέον, βέβαια, η κυβέρνηση ανοίγει και «πεδίο δόξης λαμπρό» για την ιδιωτική ασφάλιση, ένα νέο «χρυσωρυχείο» κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
- Ατόφιους βρίσκει κανείς στα μέτρα της τρίτης «αξιολόγησης» και τους στόχους του κεφαλαίου για «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» και αύξηση της «εισπραξιμότητας» των φορολογικών εσόδων (π.χ. αυξήσεις στους συντελεστές του ΕΝΦΙΑ, καθιέρωση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και για οφειλές προς την εφορία, πέρα από το τσεκούρι στο αφορολόγητο από το 2020), ώστε να βρεθεί ο «δημοσιονομικός χώρος» για τις επιπλέον φοροαπαλλαγές και λοιπά προνόμια που ζητάνε οι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για «προσωρινά» μέτρα από τα οποία τάχα οι εργαζόμενοι σταδιακά θα απαλλάσσονται με την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, αλλά για μόνιμα μέτρα – βασικό πυλώνα της ίδιας της ανάκαμψης για λογαριασμό του κεφαλαίου.
Αποτελούν τη φυσική συνέχεια της «δημοσιονομικής προσαρμογής» των προηγούμενων χρόνων, των αποφάσεων για τους «ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς» και τους «αυτόματους κόφτες» στα κονδύλια για κοινωνικές ανάγκες, αλλά και τη «γέφυρα» για τα επόμενα μέτρα που θα διασφαλίζουν σε βάθος δεκαετιών την επίτευξη των ματωμένων πλεονασμάτων, όπως και την ομαλή επιστροφή στην «κανονικότητα» της ΕΕ, τη μόνιμη δηλαδή «επιτροπεία» που προβλέπεται στα ευρωπαϊκά «εξάμηνα», από τα οποία μόνο προσωρινά εξαιρείται η Ελλάδα, εφαρμόζοντας τα δικά της προγράμματα «δημοσιονομικής προσαρμογής».
Ο στόχος της «διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» αφορά τη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να στηρίξει αποτελεσματικά το νέο γύρο της καπιταλιστικής κερδοφορίας, να παίξει το ρόλο του ως «αιμοδότης» της καπιταλιστικής παραγωγής.
Στον άξονα αυτό ξεχωρίζει το ζήτημα της αντιμετώπισης των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων, απομεινάρι του προηγούμενου γύρου καπιταλιστικής συσσώρευσης και βασικό εμπόδιο για τον νέο.
Η δραστική επέκταση των πλειστηριασμών της λαϊκής κατοικίας, με την αλλαγή του πτωχευτικού δικαίου και τη διαμόρφωση ενός σιδερένιου νομικού πλαισίου που να εγγυάται τη διενέργεια των πλειστηριασμών, βασικό στοιχείο των μέτρων της τρίτης «αξιολόγησης», έρχεται ακριβώς να υπηρετήσει το στόχο αυτό, της στήριξης του τραπεζικού συστήματος, ενώ «παίρνει τη σκυτάλη» από τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζικών ομίλων, τις οποίες πλήρωσαν με τις «σάρκες» τους οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα τα προηγούμενα χρόνια.
Σήμερα, ο επόμενος και διακηρυγμένος στόχος είναι να υποχρεώσουν τα λαϊκά στρώματα να καταβάλουν ό,τι έχουν και δεν έχουν για να ξεπληρώσουν τα τοκογλυφικά δάνεια τα οποία εξαναγκάστηκαν να συνάψουν τα προηγούμενα χρόνια, ενώ ενδεικτικός της πραγματικής στόχευσης είναι και ο κυβερνητικός εκβιασμός προς το λαό ότι αν δε δεχτεί να βγουν λαϊκά σπίτια «στο σφυρί», τότε στα επερχόμενα «stress test» των τραπεζών τον ερχόμενο Φλεβάρη θα κληθεί να πληρώσει έτσι κι αλλιώς, ακόμα και με νέα ανακεφαλαιοποίηση, τα «σπασμένα» των τραπεζικών ομίλων.
Εξίσου σημαντικό για το κεφάλαιο είναι και το ζήτημα της αντιμετώπισης των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων, με τις αλλαγές στο πτωχευτικό δίκαιο που προωθούνται στο πλαίσιο της τρίτης «αξιολόγησης» να αφορούν την πλήρη αναβάθμιση της θέσης των τραπεζών έναντι άλλων, όπως οι εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία κ.ο.κ.
Πρόκειται για κρίσιμο για το κεφάλαιο ζήτημα, αφού με μοχλό τα «κόκκινα» δάνεια επιχειρείται το «ξεσκαρτάρισμα» των «προβληματικών επιχειρήσεων», ώστε να βρουν κερδοφόρες διεξόδους τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που προκάλεσαν την καπιταλιστική οικονομική κρίση. Διαδικασία που οδηγεί και στην περαιτέρω συγκέντρωση του κεφαλαίου, με ό,τι βέβαια αυτό σηματοδοτεί για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, αλλά και για αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες.
Χαρακτηριστική σε αυτήν την κατεύθυνση είναι και η μελέτη του ΣΕΒ, μέσα στη βδομάδα, που υπογραμμίζει ότι «ο πολύ μεγάλος αριθμός των πολύ μικρών επιχειρήσεων και ο συνακόλουθος παραγωγικός κατακερματισμός αποτελούν τροχοπέδη για την ανταγωνιστικότητά τους», υποδεικνύοντας στις λεγόμενες «μικρομεσαίες επιχειρήσεις» (στην κατηγορία εντάσσονται επιχειρήσεις μέχρι και με 250 άτομα προσωπικό και 50 εκατ. κύκλο εργασιών), ενόψει του ξεκαθαρίσματος των «κόκκινων» δανείων, να «μην περιμένουν τις εξελίξεις» αλλά να αναζητήσουν «τρόπους αντίδρασης», «συνέργειες και συμπράξεις», με στόχο τη μεγέθυνσή τους.
Ακόμα και ο φτηνός αντιπερισπασμός που επιχείρησε η κυβέρνηση, ανακοινώνοντας «πανηγυρικά» ότι το νέο πλαίσιο θα εγγυάται τάχα την «προτεραιότητα» των απλήρωτων δεδουλευμένων και των αποζημιώσεων των εργαζομένων, επιβεβαιώνει όχι βέβαια την «έγνοια» για τους εργαζόμενους, αλλά ότι η «διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» σημαίνει πως οι εργαζόμενοι των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων θα «αδειάζουν τη γωνιά» του κεφαλαίου με συνοπτικές διαδικασίες και με «φιλοδώρημα», αντί το σύνολο των δεδουλευμένων και ασφαλιστικών εισφορών.
Στα μέτρα ενίσχυσης της «ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων», συμπυκνώνονται και κωδικοποιούνται όλες οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις που αφορούν την «καρδιά» της ανάκαμψης του κεφαλαίου: Τα μέτρα δηλαδή που διασφαλίζουν την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Οι αντεργατικές ανατροπές όλων των προηγούμενων χρόνων, που λύνουν τα χέρια για το «ξεσάλωμα» της εργοδοσίας στους χώρους δουλειάς, όχι μόνο μονιμοποιούνται με τη σφραγίδα των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αλλά και διευρύνονται.
Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι βέβαια η κατάπτυστη τροπολογία με την οποία η κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει στο γύψο το δικαίωμα στην απεργία.
Πρόκειται – σε αντίθεση με τα κυβερνητικά παραμύθια περί «έξωθεν πιέσεων» – για πάγια απαίτηση του κεφαλαίου και κομβικό κρίκο σε όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο: Δεν πάει άλλωστε ούτε μήνας απ’ όταν ο ΣΕΒ οργάνωνε ημερίδα κατά την οποία οι βιομήχανοι απαιτούσαν την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, με τα ίδια επιχειρήματα της κυβέρνησης περί «χαμηλής συμμετοχής» των εργαζομένων στις αποφάσεις για απεργία.
Δεν είναι τυχαίο ότι το νέο χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα εστιάζει στο πρωτοβάθμιο επίπεδο οργάνωσης των εργαζομένων, μέσα στην επιχείρηση, εκεί ακριβώς όπου εκφράζονται πιο έντονα η εργοδοτική τρομοκρατία, οι απειλές και οι πιέσεις, αλλά κι εκεί όπου πρώτα απ’ όλα εφαρμόζεται το σύνολο των αντεργατικών μέτρων με στόχο την ένταση της εκμετάλλευσης και τη θωράκιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας: Από το σμπαράλιασμα των Συλλογικών Συμβάσεων, τις ατομικές συμβάσεις και τη γενίκευση της «ευελιξίας», έως τα «δουλεμπορικά» και την απελευθέρωση των απολύσεων.
Το δικαίωμα στην απεργία, αλλά και συνολικά η συλλογική οργάνωση και πάλη των εργαζομένων, αποτελούν από την άποψη αυτή βασικό εμπόδιο στο συνολικό σχεδιασμό των καπιταλιστών, στους βασικούς τους στόχους για την περίοδο της ανάκαμψης, και γι’ αυτό μπαίνουν στο στόχαστρο.
Ταυτόχρονα, μαζί με την καταστολή, η κυβέρνηση με τα μέτρα αυτά κάνει «αβάντα» στη γραμμή του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού, προωθεί τον εκφυλισμό του εργατικού κινήματος, την ενσωμάτωση των εργαζομένων στη στρατηγική του κεφαλαίου, προκειμένου η εργατική τάξη, αφοπλισμένη από το βασικότερο όπλο της, να συρθεί στα τραπέζια των «κοινωνικών διαλόγων». Αυτό άλλωστε εννοούν και όταν λένε ότι με τα μέτρα αυτά γίνεται ένα επιπλέον βήμα για την «επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων» και την «επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα» μετά τη λήξη του τρέχοντος μνημονίου.
Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι το «νούμερο ένα» στοιχείο για την περιβόητη προσέλκυση των επενδύσεων και την θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου δεν είναι άλλο από την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και την ατελείωτη αλυσίδα των αντεργατικών μέτρων που αποτελούν τα «στηρίγματα» της.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι λεγόμενες αναδιαρθρώσεις. Σε αυτές περιλαμβάνεται το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας σε κλάδους που ιεραρχούνται από το κεφάλαιο, όπως η Ενέργεια και οι Μεταφορές. Ετσι, έχει δρομολογηθεί η εκχώρηση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ αλλά και η «απελευθέρωση» στην αγορά του φυσικού αερίου, στο πλαίσιο και της «απελευθέρωσης» της αγοράς Ενέργειας, με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων σε ΕΛΠΕ, Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, Ελληνικό, λιμάνια. Επιπλέον, ειδική αναφορά στην τρίτη «αξιολόγηση» γίνεται και για τον κλάδο της εφοδιαστικής αλυσίδας (Logistics) στην περιοχή του Θριασίου.
Ενα αστικό κράτος ακόμα πιο στενά προσαρμοσμένο στις παραπάνω ανάγκες των καπιταλιστών και των επιχειρηματικών ομίλων βρίσκεται και πίσω από τον τέταρτο άξονα, τη διαμόρφωση ενός «σύγχρονου κράτους και δημόσιας διοίκησης» και των αντίστοιχων μέτρων που «πακετάρονται» και σε αυτήν την «αξιολόγηση».
Το «σύγχρονο κράτος» είναι αυτό που απαντά στις σύγχρονες ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων. Νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο δημιουργεί αντικειμενικά η «ανταποδοτική λειτουργία» σε μια σειρά από τομείς που αφορούν τον κρατικό μηχανισμό (κεντρική κυβέρνηση, Τοπική Διοίκηση κ.ο.κ.), που ταυτόχρονα απαλλάσσει το αστικό κράτος από περιττά «κόστη», ούτως ώστε να τροφοδοτεί χωρίς «βαρίδια» τους επιχειρηματικούς ομίλους.
- Στο αίτημα για «απλοποίηση» αδειών και διαδικασιών, «fast track» διαδικασίες για κερδοφόρες επενδύσεις, απαντά με αλλαγές στη δικαιοσύνη, στην περιβαλλοντική αδειοδότηση και στη χωροταξία. Αυτά διαμορφώνουν το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο και υποδομές για τις ανάγκες των μονοπωλίων, που αυτονόητα όχι μόνο δεν σχεδιάζονται με κριτήριο της εργατικές και λαϊκές ανάγκες, αλλά στην πραγματικότητα δημιουργούν τεράστιους κινδύνους για τη ζωή και την υγεία του λαού και το περιβάλλον, όπως δείχνουν τα πρόσφατα παραδείγματα σε Μάνδρα, το έγκλημα στον Σαρωνικό και πάει λέγοντας.
- Στους «προβληματισμούς» των καπιταλιστών για «προσαρμογές» στην εκπαίδευση που να ακολουθούν τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων απαντά με την προώθηση ολόκληρης της «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ.
- Στην «αγωνία» του κεφαλαίου για την ενίσχυση της «κοινωνικής συνοχής» κατά τα χρόνια της καπιταλιστικής ανάκαμψης, όπου η σχετική και απόλυτη φτώχεια θα αυξάνεται για να θωρακίζεται η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, η απάντηση είναι η ενίσχυση των μηχανισμών ανακύκλωσης και διαχείρισης της φτώχειας.