«Αν χρειάζεται σήμερα, τώρα, κάτι η πατρίδα απ’ όλους μας, μέχρι και από τον τελευταίο Ελληνα, αυτό είναι ένας σύγχρονος, αποφασιστικός, ανυποχώρητος πατριωτισμός. Ενας πατριωτισμός, όμως, που απαντά στη δύσκολη συγκυρία, όχι με όρους εμπρηστικής ρητορείας, αλλά με όρους καθημερινής αρετής».
Αυτά τα «πατριωτικά» είπε από το βήμα του 9ου «αναπτυξιακού» συνεδρίου στην Πάτρα ο πρωθυπουργός, καλώντας έως «και τον τελευταίο» εργαζόμενο, αγρότη, επαγγελματία, να στρατευτεί «με αρετή και τόλμη» στους εχθρικούς για τα συμφέροντά του στόχους του κεφαλαίου, των επιχειρηματικών ομίλων.
Στόχοι που για μια ακόμα φορά – όπως πάμπολλες φορές στο παρελθόν – βαφτίζονται «εθνικοί» και «πατριωτικό συμφέρον», για να κρυφτούν το βαθιά ταξικό τους περιεχόμενο, τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Για τον ίδιο άλλωστε λόγο στήνονται και οι κάλπικες διαχωριστικές γραμμές με τα άλλα κόμματα του κεφαλαίου που υπηρετούν εξίσου τους στόχους αυτούς, με τον πρωθυπουργό να επιδίδεται και πάλι σε παραμύθια περί «παλιού» και «νέου», «δικαιοσύνης» και «διαφθοράς», ατάκες όπως ότι «δεν μπορεί να υπάρξει πατριωτισμός της μίζας και της διαφθοράς».
Αλλωστε, δίνοντας το «παραμέσα», ο πρωθυπουργός δεν ανέπτυξε τίποτα περισσότερο από τους δύο βασικούς – και εν πολλοίς αλληλοσυμπληρούμενους – στόχους της αστικής τάξης, αυτούς της ανάκαμψης των κερδών της και της «γεωστρατηγικής» της αναβάθμισης, σημειώνοντας ξανά ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ «πετυχαίνει εκεί που οι άλλοι απέτυχαν»:
«Εξορθολογίσαμε τα δημόσια οικονομικά, πετύχαμε πλεονάσματα που κανείς δεν περίμενε ότι θα πετύχουμε (…) Και γι’ αυτό, επίσης, όχι μόνο βγάζουμε επιτέλους τη χώρα από αυτήν την μακρόχρονη περιπέτεια των μνημονίων που άλλοι την έριξαν, όχι εμείς. Αλλά ταυτόχρονα με θάρρος και με τόλμη και με αίσθηση του πατριωτικού συμφέροντος, την οδηγούμε ξανά σε ρόλο πρωταγωνιστή στην περιοχή των Βαλκανίων αλλά και σε πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας, σε μια ευρύτατα αποσταθεροποιημένη γειτονιά».
Πώς μεταφράζεται για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα ο «πατριωτισμός» αυτός;
Με ατελείωτες θυσίες γιατί «ο πατριωτισμός δεν είναι δήλωση και ρητορεία… είναι πράξη… συμβολής στα βάρη του κράτους», «πλάτη» δηλαδή ούτως ώστε να φτιαχτούν τα «αναπαυτικά μαξιλαράκια» που ζητάει το κεφάλαιο και να θωρακιστεί η ανταγωνιστικότητά του.
Με παραίτηση από την πάλη για όσα δικαιούνται, από τη διεκδίκηση των σύγχρονων αναγκών τους αλλά και όσων έχασαν τα προηγούμενα χρόνια, γιατί «αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι μας, κόμματα και πολίτες πάνω από όλα, είναι να πάρουμε οριστικό διαζύγιο με τις συνήθειες και με τις νοοτροπίες του χθες».
Να υιοθετήσουν, δηλαδή, οι εργαζόμενοι τις «νέες συνήθειες» και «νοοτροπίες» της εργασιακής ζούγκλας που διαμορφώνουν οι απαιτήσεις των καπιταλιστών και κατοχυρώνουν οι δεκάδες αντεργατικοί νόμοι της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων. Να πάρουν διαζύγιο – με το καλό ή το άγριο, όπως δείχνουν και τα πρόσφατα μέτρα για το χτύπημα του δικαιώματος της απεργίας – από τη συλλογική οργάνωση και πάλη, τη διεκδίκηση, την ταξική πάλη.
Και ταυτόχρονα να δουν ως «πατριωτικό καθήκον» τη στήριξη των δολοφονικών σχεδίων του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της ΕΕ στην περιοχή, αφού μέσα από την όλο και βαθύτερη εμπλοκή σε αυτά που «τρέχει» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η ελληνική αστική τάξη διεκδικεί την «αναβάθμιση» της θέσης της, φιλοδοξεί να πιάσει κι εκείνη μια καλή θέση στο «φαγοπότι» που στήνεται σε Ενέργεια και Μεταφορές.
Να δουν – με το κεφάλι ανάποδα – την εμπλοκή στους ανταγωνισμούς αυτούς, τους «αναβαθμισμένους» ρόλους στα εγκληματικά σχέδια, το «κλείσιμο των εκκρεμοτήτων» για την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» των Βαλκανίων και όλα τα υπόλοιπα που οξύνουν περαιτέρω τους ανταγωνισμούς με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα ως… εγγύηση ειρήνης και σταθερότητας.
Απ’ όπου κι αν τα πιάσει κανείς τα «εθνικά» οράματα του κεφαλαίου, σημαίνουν ένταση της εκμετάλλευσης, γενίκευση της φτώχειας, νέους μεγάλους κινδύνους για το λαό. Οσες επικλήσεις κι αν κάνουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους, κοινά συμφέροντα εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων ούτε υπήρξαν ούτε πρόκειται να υπάρξουν. Για τους εργαζόμενους, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, μοναδικό «καθήκον» είναι να χαράξουν το δικό τους δρόμο, σε σύγκρουση με το κεφάλαιο και την εξουσία του, για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους.