Ο ΣΕΒ και η εργοδοτική – κυβερνητική πλειοψηφία της ΓΣΕΕ έχουν επιδοθεί σε ένα δημόσιο, υποτίθεται, αντίλογο μεταξύ τους. Αλλά δεν κάνουν πόλεμο αντιθέτων συμφερόντων, διαγκωνίζονται για το ποια στρατηγική μπορεί να αναπτύξει την καπιταλιστική οικονομία. Αλλωστε, την ίδια στιγμή που δείχνουν ότι αντιπαρατίθενται, συμφωνούν μαζί στην ΟΚΕ (14/2/2018) για το «Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο».
Η ΓΣΕΕ, λοιπόν, «κατηγορεί» τον ΣΕΒ (κείμενο του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ με τίτλο «Κόστος εργασίας και περιθώρια κέρδους στα χρόνια των μνημονίων») ότι:
«Κατά τα έτη 2010-2016, ασκήθηκε στην Ελλάδα μια πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, της οποίας ο διακηρυγμένος στόχος ήταν η γενική μείωση των τιμών των εγχώριων αγαθών και υπηρεσιών έναντι των αντίστοιχων τιμών στις ανταγωνίστριες χώρες (…) διότι η ελληνική οικονομία δεν διέθετε την ανταγωνιστικότητα που θα της επέτρεπε να διατηρεί ισοσκελισμένο εξωτερικό ισοζύγιο (…) για να εκκινήσει η υποτίμηση επέβαλαν μια πρωτοφανή για περίοδο ειρήνης μείωση των μισθών (…)
Αυτή η κατεύθυνση πολιτικής εδράζεται στη θεωρητική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας οφείλεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο υψηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (…) οι τιμές δεν μειώθηκαν, όπως προβλέπει η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης (…)
Eurokinissi |
Εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ και των βιομηχάνων σε πρόσφατη φιέστα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
|
Στη μεν μεταποίηση, η πτώση του δείκτη τιμών (…) δεν υπερέβη το 3%, ενώ η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανήλθε σε 37,5% (…) Στη δε ευρύτερη βιομηχανία, (εκτός οικοδομών και άλλων κατασκευών), περιλαμβάνονται τα ορυχεία και μεταλλεία, η παραγωγή Ενέργειας και ο κλάδος της ύδρευσης, της αποχέτευσης και διαχείρισης απορριμμάτων, ο δείκτης τιμών αυξήθηκε κατά 4,2% έναντι μείωσης 29,1% του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (…) η υποχώρηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δεν μεταβιβάστηκε στις τιμές.
(…) η μεταποίηση δεν μετέτρεψε τα κέρδη της περιόδου σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (…) Ως αποτέλεσμα, (…) υπήρξε αύξηση των περιθωρίων κέρδους».
Με δυο λόγια, η ΓΣΕΕ «κατηγορεί» τον ΣΕΒ ότι ενώ η βιομηχανία, ευρύτερα η μεταποίηση, είχε μεγάλη κερδοφορία, που οφείλεται στην τεράστια μείωση μισθών για να επιτευχθεί ανταγωνιστικότητα, δεν μείωσε τις τιμές των προϊόντων της, δεν αύξησε την παραγωγή της, δεν έκανε επενδύσεις. Αρα, δεν συνέβαλε στην αντιμετώπιση της κρίσης, αυτό λένε.
Οι παραδοχές της ΓΣΕΕ εστιάζουν στις αστικές θεωρίες και πολιτικές για την καπιταλιστική ανάπτυξη και «κατηγορούν» τους βιομηχάνους ότι δεν τις εφαρμόζουν ολοκληρωμένα, προσβλέποντας αποκλειστικά στη δική τους κερδοφορία, ότι λειτουργούν με γνώμονα ιδιοτελή συμφέροντα. Ετσι, η ΓΣΕΕ δεν καταδικάζει τη θεωρία και πολιτική της υποτίμησης, δηλαδή την απαξίωση της εργατικής δύναμης με τις μειώσεις μισθών, προκειμένου να υπάρξει ανταγωνιστικότητα, αλλά εγκαλεί τους βιομηχάνους ότι δεν την αξιοποίησαν σωστά! Δεν φρόντισαν για την αύξηση παραγωγής φτηνών προϊόντων και δεν έκαναν επενδύσεις. Κι ότι έτσι δεν «συμβάλλουν» στην καπιταλιστική ανάπτυξη!
Δηλαδή, η ΓΣΕΕ ανέχεται μια βαθιά αντεργατική θεωρία και πολιτική. Ουσιαστικά κάνει κριτική στο ότι δεν εφαρμόζεται ολοκληρωμένα ο… καπιταλισμός και εγκαλεί τον ΣΕΒ ότι προωθεί πολιτικές μη «αποτελεσματικής» αστικής διαχείρισης της κρίσης! Δηλώνει ευθαρσώς: «Δεν αμφισβητώ τα κέρδη σας, αλλά υπάρχουν περίοδοι που ενώ εγώ (η ΓΣΕΕ) αποδέχομαι τη μείωση των μισθών ή έστω την ανέχομαι στο όνομα της ανάγκης για να ανακάμψει η καπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας, εσείς οι βιομήχανοι δεν κάνετε το ίδιο, δεν συμβάλλετε σε αυτήν την προσπάθεια για την έξοδο από την κρίση με μια μικρή «θυσία», μικρή μείωση των μεγάλων κερδών σας όσο διαρκεί η κρίση. Κέρδη που μεγάλωσαν πολύ από την υποτίμηση των μισθών των εργαζομένων και που η ελάχιστη μείωσή τους προσωρινά, σε τελευταία ανάλυση, θα είναι πάλι σε όφελός σας, αφού θα έρθει η καπιταλιστική ανάπτυξη».
Ετσι, ενώ οι βιομήχανοι κάνουν πόλεμο μέχρις εσχάτων ενάντια στην εργατική τάξη για τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, η ΓΣΕΕ εγκαλεί τους βιομηχάνους γιατί τάχα δεν βλέπουν το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους, που το βλέπει όμως η ίδια! Ούτε λόγος βέβαια να οργανώσει η ΓΣΕΕ την πάλη για να σηκωθούν εμπόδια σε αυτήν τη μείωση, εμπόδια στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, για αύξηση της τιμής της εργατικής δύναμης (μισθοί, σταθερός ημερήσιος εργάσιμος χρόνος, 8ωρο, 7ωρο, συντάξεις κ.λπ.).
Ζητά μια μικρή παραχώρηση, τη μείωση των τιμών των προϊόντων βιομηχανίας, την οποία δεν τη βλέπει από τη σκοπιά της κάλυψης των αναγκών των εργαζομένων, αλλά από τη σκοπιά της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην οποία ανάπτυξη εναποθέτει και τα συμφέροντα, τα δικαιώματα των εργαζομένων, δηλαδή τα εναποθέτει στους καπιταλιστές, όταν προϋπόθεση για την ανάπτυξή τους, την ανάπτυξη της οικονομίας τους, είναι το τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων. Αλλωστε, όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να αναπτυχθούν ταξικοί αγώνες, αλλά υπονόμευε και αυτούς που αναγκαζόταν κάτω από την πίεση των ταξικών συνδικάτων, του ΠΑΜΕ, απλά να εξαγγείλει, «για τα μάτια του κόσμου», στοχεύοντας να αποτύχουν οι διεκδικητικές κινητοποιήσεις του ταξικού κινήματος, αφού αυτό θέλουν τα αφεντικά.
Με τη στάση της αυτή, επίσης, η ΓΣΕΕ παίρνει μέρος στον ανταγωνισμό τμημάτων του κεφαλαίου για το ποιος θα κατέχει μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά, με δεδομένη μάλιστα τη στενότητα στο εργατικό – λαϊκό εισόδημα. Σε αυτόν τον καβγά π.χ. βιομήχανοι διαφορετικών κλάδων τσακώνονται για τιμές, υπερτιμολογήσεις, κρατικές ενισχύσεις κ.λπ.
Ο ΣΕΒ απάντησε με το εβδομαδιαίο δελτίο του στις 8 Φλεβάρη, με τίτλο: «Η ελληνική μεταποίηση επιστρέφει δυναμικά στις επενδύσεις!». Να τι λέει:
«Σε σταθερές τιμές 2010, οι μέσες ετήσιες επενδύσεις της μεταποίησης ανήλθαν προ κρίσης σε 2,6 δισ. ευρώ, όσο περίπου και την περίοδο των Μνημονίων, της προσαρμογής και της μεγάλης ύφεσης. Το 2016, οι επενδύσεις στη μεταποίηση ανήλθαν σε 3,1 δισ. ευρώ, που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας, αυξανόμενες με μέσο ετήσιο ρυθμό +15,7% από το 2013 και μετά». Δηλαδή, μιλά για περισσότερες σε αξία επενδύσεις απ’ ό,τι προ κρίσης.
Απαντά επίσης στο ζήτημα της μη μείωσης των τιμών και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό και επικίνδυνο, εστιάζοντας τις αιτίες της κρίσης στις όποιες κατακτήσεις, ιδιαίτερα μισθολογικές, είχε η εργατική τάξη και στο γεγονός, όπως λένε, ότι αυτό επιδρούσε αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα, ζήτημα που έλυσε η πολιτική διαχείρισης της περιόδου της κρίσης με τη δραστική μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.
ΣΕΒ και ΓΣΕΕ, από κοινού ουσιαστικά, συγκαλύπτουν την αιτία της κρίσης, που είναι η υπερσυσσώρευση κερδών και κεφαλαίου, αφού συμπλέουν στρατηγικά ως προς το στόχο ενδυνάμωσης της καπιταλιστικής οικονομίας, διαφωνώντας ως προς το αν εφαρμόστηκαν σωστά τα εργαλεία της διαχείρισης της κρίσης μέσω της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων.
Να τι λέει γι’ αυτά ο ΣΕΒ:
«Επίσης, εγκαλούνται οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους τώρα που πέφτει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ώστε να κερδίσουν μερίδιο αγοράς, λησμονώντας την τεράστια αύξηση των αμοιβών της εργασίας κατά 50,4% στη δεκαετία 2000 – 2010, όταν η παραγωγικότητα της εργασίας μειωνόταν κατά -1,4%! Αυτό ήταν αποτέλεσμα συνεχών αυξήσεων των μισθολογικών αμοιβών, κάτω από ένα στρεβλό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, που οδήγησε τις μεταποιητικές επιχειρήσεις σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας (καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να περάσουν τις αυξήσεις στο εργατικό κόστος στις τιμές), σε συρρίκνωση της μεταποιητικής παραγωγής, σε τεράστια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας και, εν τέλει, στην κρίση χρέους».
Τους απαντά δηλαδή ότι στην περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η αύξηση των μισθών στη βιομηχανία ήταν πολύ μεγαλύτερη της αύξησης των κερδών, ενώ υπήρχε και μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Γι’ αυτό επήλθε η καπιταλιστική οικονομική κρίση!
Και συμπληρώνει τις εκτιμήσεις του ο ΣΕΒ ως εξής:
«(…) η αυξημένη κερδοφορία των μεταποιητικών επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια έχει ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς όσον αφορά σε εξαγωγές και επενδύσεις. Η διαδικασία αυτή είναι σταδιακή, περνάει από 40 κύματα, δηλαδή τις στρεβλώσεις και τα εμπόδια που θέτει στις σχετικές τιμές της παραγωγικής εργασίας το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον αλλά και αμφιλεγόμενες ως προς την αποτελεσματικότητά τους πολιτικές των μνημονίων, όπως η υπερφορολόγηση, το υψηλό κόστος ενέργειας, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος, η γραφειοκρατία, οι χρονοβόρες αδειοδοτήσεις κ.ο.κ. Εφόσον διατηρηθεί επί μακρόν χρονικό διάστημα η οικονομική πολιτική που ευνοεί την κερδοφορία των επιχειρήσεων και την σταθερότητα στην οικονομία, είναι βέβαιο ότι αυτή θα αρχίσει να επιταχύνεται και να αποδίδει καρπούς, και προς όφελος των εργαζομένων (…)
Το καλύτερο στο οποίο μπορεί να προσβλέπει κανείς είναι οι επιχειρήσεις να διευκολύνονται από το κράτος στις επενδυτικές και λειτουργικές τους πρωτοβουλίες και οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους να νοιάζονται για την κερδοφορία των επιχειρήσεων στις οποίες δουλεύουν, που είναι και η μόνη εγγύηση για την απασχόληση και τα εισοδήματά τους».
Ο ΣΕΒ εδώ βάζει τις απαιτούμενες παραμέτρους για τη μακροχρόνια ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, για την ανάπτυξη των εξαγωγών, για τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου υπέρ της εγχώριας αγοράς, απαιτώντας χρηματοδότηση και άλλα μέτρα από την κυβέρνηση και το κράτος, αλλά και άλλες αντεργατικές αναδιαρθρώσεις σε όφελός του. Και καλεί τη ΓΣΕΕ, εφόσον έχει την ίδια με αυτόν στρατηγική πλεύση, να στηρίξει την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας, θα δώσει τη δυνατότητα αύξησης μισθών κ.λπ., να στηρίξει όλες τις δικές του απαιτήσεις από το κράτος, τόσο στις αναδιαρθρώσεις, όπως η υπερφορολόγηση, το υψηλό κόστος Ενέργειας, η γραφειοκρατία, όσο και στη χρηματοδότησή τους, στο σχεδιασμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης κ.λπ., να συμβάλλει ώστε οι εργαζόμενοι να τις υιοθετήσουν. Αλλωστε, οι περισσότερες απαιτήσεις του ΣΕΒ εκφράζονται στις θέσεις της ΓΣΕΕ.
Στην επιστολή της για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας προς τον ΣΕΒ και τις άλλες εργοδοτικές οργανώσεις, εκφράζοντας συνοπτικά τη στρατηγική για την καπιταλιστική ανάπτυξη, η ΓΣΕΕ αναφέρει:
«Μια θεμελιακή δομική ιδιαιτερότητα του ελληνικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που κατέρρευσε το 2009 είναι η ποιοτικά και ποσοτικά ανεπαρκής κλαδική διάρθρωση του παραγωγικού συστήματος. Το τελευταίο είχε, και συνεχίζει να έχει, αδυναμία συσσώρευσης κεφαλαίου σε κλάδους και δραστηριότητες που βελτιώνουν την παραγωγικότητα και διαμορφώνουν διατηρήσιμες συνθήκες υψηλής απασχόλησης και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (…)
Η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από μια νέα οικονομική και αναπτυξιακή κουλτούρα η οποία θα έχει ως βάση τη διασύνδεση των δημοσιονομικών, των χρηματοπιστωτικών και των μακροοικονομικών επιδόσεων της οικονομίας με τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του μοντέλου ανάπτυξης, ειδικά με την παραγωγική ικανότητα και δυναμική της χώρας καθώς και την απασχόληση και το ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Η διαμόρφωση αυτής της κουλτούρας προϋποθέτει αποδέσμευση των αποφάσεων οικονομικής πολιτικής από ιδεοληψίες που τροφοδοτούν τον κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό λαϊκισμό στη διαχείριση της οικονομίας και από τα συμφέροντα παρασιτικών επιχειρηματικών ομάδων».
Μα ακριβώς την ίδια στρατηγική προβάλλει και ο ΣΕΒ, όταν μιλά για το «μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που κατέρρευσε», για τις παρασιτικές επιχειρηματικές ομάδες που πρέπει να καταστραφούν, για νέο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, με εξαγωγικό προσανατολισμό, με αύξηση της παραγωγικότητας για να υπάρχουν γοργή συσσώρευση κεφαλαίου και επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες. Αλλο ένα δείγμα σύμπλευσης.
Η ΓΣΕΕ επίσης ανταπάντησε στο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ ως εξής:
«Η σύνθεση των επενδύσεων του 2016 για τις οποίες το Δελτίο του ΣΕΒ θριαμβολογεί δεν είναι τόσο ελπιδοφόρα καθώς (…) η αναλογία κατασκευών /μηχανολογικού εξοπλισμού = 1:1 είναι χαρακτηριστικό της περιόδου 2008-2016, ενώ η αντίστοιχη αναλογία κατά την προηγούμενη περίοδο ήταν 1:4. Η ποιότητα των επενδύσεων παρουσιάζει λοιπόν σημαντική επιδείνωση και κατά το 2016.
(…) χωρίς μεγάλες και συνεχείς αυξήσεις των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και χωρίς αποκατάσταση της αναλογίας «η ανάκαμψη της οικονομίας έχει ως αναγκαίο όρο τη δυνατότητα κατανάλωσης όλων», κατασκευών /μηχανολογικού εξοπλισμού υπέρ του δευτέρου στα προ κρίσης επίπεδα, δεν μπορεί να υπάρξει καμία συστηματική προσπάθεια για την βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, της εμπορίας τους, του γεωγραφικού προσανατολισμού των εξαγωγών, και των άλλων παραγόντων που αποκαλούμε «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα»».
Και εδώ φαίνεται ότι η ΓΣΕΕ υπηρετεί τη στρατηγική της ανάκαμψης με συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες άλλωστε συμπίπτουν με τις θέσεις του ΣΕΒ για επενδύσεις σε εξοπλισμό που συμβάλλει στην άνοδο της παραγωγικότητας (ψηφιακή τεχνολογία, πληροφορική, ρομποτική κ.λπ.). Μόνο που ο ΣΕΒ απαιτεί κρατική χρηματοδότηση για να δαπανήσουν οι βιομηχανίες και δικά τους κεφάλαια σε επενδύσεις, σε συνδυασμό με τη δημιουργία από το κράτος συνθηκών για εξαγωγές, δηλαδή συμφωνίες με άλλα κράτη που να ανοίγουν αυτόν το δρόμο.
Η ΓΣΕΕ στην επιστολή της για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για την ΕΓΣΣΕ αναφέρει επίσης:
«Θεωρούμε την αρχιτεκτονική των Μνημονίων ασύμβατη με τη μακροαναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας», σύμπλευση με την εκτίμηση του ΣΕΒ για «αμφιλεγόμενες ως προς την αποτελεσματικότητά τους πολιτικές των μνημονίων».
Λέει ακόμη:
«Η σταθερότητα και η δυναμική της οικονομίας, καθώς και η αύξηση της απασχόλησης εξαρτώνται από τη συνοχή μεταξύ του μακροοικονομικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος και από το ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας. Οι επιδόσεις και οι προοπτικές της οικονομίας πρέπει να στηρίζονται στο διττό ρόλο των ροών εισοδήματος. Οι ροές εισοδήματος στηρίζουν την αγοραστική δύναμη και την οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή προσδιορίζουν τη λειτουργία του πραγματικού τομέα της οικονομίας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».
Η ΓΣΕΕ, μαζί με αυτά στα οποία συμπλέει με τον ΣΕΒ για δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη, τραπεζικό σύστημα ισχυρό για χρηματοδότηση των επιχειρήσεων κ.λπ., προσθέτει και το ζήτημα της ρύθμισης της αγοράς εργασίας, προβάλλοντας την ανάγκη ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων για αύξηση της ζήτησης και ροής εισοδημάτων στη βιομηχανία.
Εδώ προβάλλει, πιεζόμενη και από τα ταξικά συνδικάτα, το ΠΑΜΕ, την ανάγκη αυξήσεων στους μισθούς. Βέβαια, και ο ΣΕΒ συμφωνεί με αύξηση της ζήτησης, και γι’ αυτό προβάλλει την ανάγκη μείωσης της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών για αύξηση του λεγόμενου «καθαρού μισθού στην τσέπη», λες και ο Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών (ΦΜΥ) ή οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδοτικές και εργατικές δεν είναι μέρος του μισθού, συμπληρώνοντας δήθεν ότι η εξασφάλιση της δυναμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και της παραγωγικότητας της εργασίας θα συμβάλει δήθεν στην παραπέρα αύξηση μισθών και θέσεων εργασίας. Μηδαμινή η διαφορά τους, όταν το κύριο και για τη ΓΣΕΕ και τον ΣΕΒ είναι η δυναμική ανάπτυξη, ως μέσο και για τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων.
Αλλωστε, τη θέση της για ΕΓΣΣΕ με μισθό 751 ευρώ μεικτά δεν την στηρίζει στην ανάγκη ενίσχυσης του εργατικού εισοδήματος για βελτίωση της ζωής των εργαζομένων με την κάλυψη κάποιων αναγκών τους, αλλά, όπως κλείνει η επιστολή της, «η ανάκαμψη της οικονομίας έχει ως αναγκαίο όρο τη δυνατότητα κατανάλωσης όλων», δηλαδή και των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Αποκαλύπτεται λοιπόν ότι οι δυνάμεις του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού, που πλειοψηφούν στη ΓΣΕΕ, την έχουν μετατρέψει σε επιτελείο επεξεργασίας και στήριξης της στρατηγικής της ανάκαμψης των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων, προσπαθώντας να τραβήξουν την εργατική τάξη σε αυτήν την κατεύθυνση. Αποδεικνύεται ότι η αντιπαράθεση στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα είναι αντιπαράθεση δύο γραμμών: Η μία έχει στη σημαία της τα συμφέροντα των εργαζομένων, η άλλη τα συμφέροντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή των επιχειρηματικών ομίλων. Συμφέροντα που βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση και ασυμβίβαστη πάλη.
Το ταξικό εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να αντιπαρατίθεται ολοκληρωμένα με τη στρατηγική του κεφαλαίου, των κυβερνήσεων και του κράτους του, της ΕΕ και των άλλων συμμάχων του, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ κ.λπ., της εργοδοτικής – κυβερνητικής πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, για να απορρίψουν αυτήν τη στρατηγική μαζικά οι εργαζόμενοι. Πρέπει να προτάξει τη γραμμή που υπηρετεί τα άμεσα και στρατηγικά συμφέροντα των εργαζομένων, που απαιτεί οργάνωση της ταξικής πάλης με επίκεντρο την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών. Αναγκες που ενώ η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας μπορεί να τις καλύψει, η ικανοποίησή τους εμποδίζεται από την καπιταλιστική ιδιοκτησία και την παραγωγή για το κέρδος. Η εργατική τάξη έχει τις ανεξάντλητες δυνάμεις να παλέψει για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, κόντρα στο κεφάλαιο, την εξουσία του, τους συμμάχους του. Είναι κρίσιμο ζήτημα να βαθαίνουν τα πολιτικά χαρακτηριστικά της πάλης, για να ενισχύεται η αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνσή της, ώστε να ωριμάζει σε περισσότερους η συνειδητοποίηση της ανάγκης η πάλη να έχει προοπτική την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την εργατική εξουσία. Οι κομμουνιστές πρέπει να το φροντίζουν με την ολοκληρωμένη τους δράση, δουλεύοντας όχι μόνο με όσους συμφωνούν με τη στρατηγική τους, αλλά και με δυνάμεις πιο πλατιές, ανώριμες ταξικά, ώστε να συμμετέχουν στη διεκδικητική πάλη στο κίνημα, οι οποίες δεν συνειδητοποιούν ακόμη την ανάγκη της πολιτικής αντεπίθεσης, της πάλης ενάντια στα αφεντικά και την εξουσία τους, μέχρι την ανατροπή τους. Πρέπει να φροντίζουμε καθημερινά για την ανασύνταξη του κινήματος, την ισχυροποίηση του ΚΚΕ, την οικοδόμησή του στους τόπους δουλειάς και τους κλάδους που συγκεντρώνεται η εργατική τάξη, αλλά και σ’ αυτούς της στρατηγικής σημασίας. Ολες οι παραπάνω πλευρές εντάσσονται σε αυτό το καθήκον. Ταυτόχρονα με δράση για την Κοινωνική Συμμαχία.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, το ξεδίπλωμα της δράσης μας για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, με γνώμονα τις απώλειες και τις ανάγκες, αποτελεί και μοχλό για το τράβηγμα των εργαζομένων στην ταξική πάλη σε αυτό το κύριο μέτωπο. Μαζί με την αποτροπή των πλειστηριασμών, την Κοινωνική Ασφάλιση, την Υγεία και Ασφάλεια, την αντιμετώπιση της φοροληστείας, την προστασία των ανέργων, μια σειρά άλλα μέτωπα όπως π.χ. η απληρωσιά κ.λπ.