Με υπέρογκες προσαυξήσεις επιβαρύνθηκαν οι Έλληνες φορολογούμενοι για την κατασκευή των αυτοκινητόδρομων που κατασκευάστηκαν με τη σύμπραξη δημόσιου ιδιωτικού τομέα και τη συγχρηματοδότηση από την ΕΕ την περίοδο 2004 – 2014, σύμφωνα και με επίσημα στοιχεία της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, σε έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ, υπολογίστηκε ότι οι φορολογούμενοι στη χώρα μας επιβαρύνθηκαν με επιπλέον 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ για την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου Ε-65, της Ολυμπίας Οδού και του αυτοκινητοδρόμου Μορέας, ενώ η έκθεση αφήνει αιχμές για κακό σχεδιασμό των έργων που οδήγησε σε υπερτίμηση των προοπτικών κερδοφορίας τους.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στα συμπεράσματα αυτά εξετάζοντας 12 ΣΔΙΤ που συγχρηματοδοτήθηκαν από την ΕΕ στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία, στους τομείς των οδικών μεταφορών και των επικοινωνιών, συνολικού κόστους 9,6 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σε ό,τι αφορά ειδικά στην Ελλάδα η οποία, όπως σημειώνεται είναι μακράν ο μεγαλύτερος αποδέκτης συνεισφορών της ΕΕ, διαπιστώθηκε πως το κόστος ανά χιλιόμετρο τριών αυτοκινητόδρομων που υποβλήθηκαν σε εξέταση αυξήθηκε έως και κατά 69%, ενώ παράλληλα το αντικείμενο των έργων μειώθηκε έως και κατά 55%.
Εάν πάντως σε αυτά τα ποσά προσθέσει κανείς και το κόστος των διοδίων που εκμεταλλεύονται οι κατασκευάστριες εταιρείες, είναι φανερό ότι ο ελληνικός λαός χρυσοπληρώνει τα «έργα υποδομής» για τα οποία καμαρώνουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις ενώ προσφέρουν δισεκατομμύρια στους μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στο χώρο.
«Οι πολλαπλές αδυναμίες και τα περιορισμένα οφέλη που χαρακτήριζαν τις ελεγχθείσες ΣΔΙΤ είχαν ως αποτέλεσμα να δαπανηθούν, κατά τρόπο μη αποδοτικό και αναποτελεσματικό, 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ», επισημαίνεται στην έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην οποία διαφαίνεται μία αμφιβολία για την αποτελεσματικότητά της καθώς οι Ευρωπαίοι ελεγκτές εκτιμούν ότι εφεξής «δεν μπορούν να θεωρούνται οικονομικά βιώσιμη επιλογή για την κατασκευή έργων δημόσιων υποδομών», αναζητώντας απ’ ό,τι φαίνεται άλλες μεθόδους για την εξασφάλιση της κερδοφορίας των μονοπωλίων.