Από την περσινή φιέστα με τα βραβεία για το «καλύτερο εργασιακό περιβάλλον»
«Ανάπτυξη με ανθρώπινο πρόσωπο», «Εργασία σε συντροφικό κλίμα», «Σιγουριά και υπερηφάνεια», «Στην υπηρεσία του εργαζόμενου»…
Κάτω από «μότο» όπως τα παραπάνω φιγουράρουν τα ονόματα 25 επιχειρήσεων, για τις οποίες αναφέρεται ότι έχουν το «καλύτερο εργασιακό περιβάλλον στην Ελλάδα», σύμφωνα με την αξιολόγηση της έκθεσης «Best Workplaces» του οργανισμού «Great Place to Work Hellas». Στη φετινή έκθεση – «έρευνα» συμμετείχαν 49 εταιρείες, από τις οποίες οι μισές και κάτι παραπάνω είδαν την επωνυμία και την… αγιογραφία τους να περιλαμβάνεται στην πολυσέλιδη έκδοση, με τον τίτλο «Επενδύοντας στους ανθρώπους», που δημοσιεύτηκε στις αρχές του μήνα.
Η παρουσίαση κάθε επιχείρησης στην προαναφερόμενη έκδοση πλαισιώνεται από σύντομες δηλώσεις εργαζομένων, που εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους για όσα απολαμβάνουν, για την ασφάλεια και την περηφάνια που νιώθουν ως εργαζόμενοι του ενός ή του άλλου επιχειρηματικού κολοσσού: «Η εταιρεία αυτή για μένα είναι η «άλλη» μου οικογένεια». «Είμαστε πολύ τυχεροί που υπάρχουν ακόμα τέτοιες σοβαρές εταιρείες». «Νιώθω μια αίσθηση ασφάλειας όταν στις πιο δύσκολες στιγμές μου, είτε προσωπικές, σε θέματα υγείας, είτε οικονομικές, την περίοδο των capital controls, η εταιρεία ήταν δίπλα μας και μας υποστήριζε όλους». «Δεν αισθάνθηκα ούτε μία στιγμή ως υπάλληλος, παρά μόνο ως συνεργάτης της εταιρείας».
Τα «καλά λόγια» των εργαζομένων, που παρουσιάζονται δίπλα στα δεκάδες εκατομμύρια του ετήσιου τζίρου των εργοδοτών τους, επιβεβαιώνουν τη βαρύτητα που δίνουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι στην προσπάθεια να «ξεπλύνουν» την εκμετάλλευση, να ενισχύσουν την απάτη της «υγιούς επιχειρηματικότητας», αλλά και να καλλιεργήσουν το «πρότυπο» του εργαζόμενου που ταυτίζει τα συμφέροντά του με τα συμφέροντα του εργοδότη και θεωρεί δική του υπόθεση τα κέρδη της επιχείρησης.
Διαφωτιστικά για την προσπάθεια αυτή είναι και τα κείμενα των συντελεστών της «έρευνας», που περιλαμβάνονται στις σελίδες της έκδοσης.
«Ευχαριστημένοι εργαζόμενοι = επιτυχημένη επιχείρηση», αναφέρει ένας από αυτούς. Αναλύοντας την παραπάνω εξίσωση, εξηγεί πως ένας «ευχαριστημένος εργαζόμενος», ο οποίος «εμπιστεύεται το «αφεντικό» του» και «νιώθει περήφανος για την εταιρεία «του», ίσως ακόμη και υποχρεωμένος προς αυτήν γιατί του «στάθηκε» με πράξεις σε μια δύσκολη προσωπική του στιγμή», είναι τελικά «πιο αποδοτικός για την επιχείρηση».
«Μήπως αξίζει η επιχείρηση να ξοδέψει κάτι παραπάνω για να έχει ευχαριστημένους εργαζομένους, οι οποίοι με τη σειρά τους θα κάνουν το κάτι παραπάνω για την εταιρεία «τους», φέρνοντας έτσι επιπλέον κέρδη;», αναρωτιέται, και απαντά θετικά: «Είναι ερευνητικά αποδεδειγμένο ότι οι ευχαριστημένοι εργαζόμενοι παραμένουν περισσότερο καιρό στην εταιρεία, αλλά είναι και πιο παραγωγικοί/αποδοτικοί. Αυτό οδηγεί σε προσφορά καλύτερης υπηρεσίας στους πελάτες, πράγμα που κάνει τους πελάτες περισσότερο ευχαριστημένους από την εταιρεία. Και φυσικά ευχαριστημένοι πελάτες σημαίνει πιστοί πελάτες και αυξημένη κερδοφορία», εξηγεί το σκεπτικό.
Προσθέτει ακόμα πως ο «ευχαριστημένος» εργαζόμενος είναι πιθανό να «»ξεπερνά» τα στενά όρια του ρόλου του και να προτείνει, για παράδειγμα, νέες ιδέες για καινούργια προϊόντα/υπηρεσίες, για μείωση του κόστους παραγωγής ή για διευκόλυνση των διαδικασιών». Επισημαίνει μάλιστα πως σε ορισμένες περιπτώσεις «ιδέες εργαζομένων αποτέλεσαν το έναυσμα για βελτιώσεις ύψους εκατομμυρίων ευρώ στα οικονομικά αποτελέσματα της επιχείρησης».
Στην πραγματικότητα, προτείνουν την καλλιέργεια ενός τέτοιου «κλίματος» από την πλευρά της εργοδοσίας, μέσα από διάφορες τεχνικές, που να συσκοτίζει ακόμα περισσότερο την εκμετάλλευση των εργαζομένων, κάνοντάς τους, όπως χαρακτηριστικά λένε, να αισθάνονται «υποχρεωμένοι απέναντι στο αφεντικό και την εταιρεία»…
Στην κατεύθυνση αυτή, οι συντελεστές της έκδοσης συνιστούν στις εταιρείες να υιοθετούν «παροχές και πρακτικές που καλλιεργούν τη δέσμευση» των εργαζομένων, διευκρινίζοντας μάλιστα ότι αυτές δεν αφορούν απαραίτητα τις απολαβές τους.
«Τα υψηλά πακέτα αποδοχών δεν αρκούν από μόνα τους να δημιουργήσουν έναν αφοσιωμένο εργαζόμενο», μπορεί κανείς να διαβάσει σε άλλη σελίδα. Αντιθέτως, «η αίσθηση της αποτελεσματικής συνεισφοράς στην ομάδα, στους στόχους της εταιρείας και στην κοινωνία, παράλληλα με την αναγνώρισή της, δημιουργούν δέσμευση που διαρκεί». Για παράδειγμα, η συλλογή «βελτιωτικών προτάσεων» από τους εργαζομένους και η υιοθέτηση κάποιων από αυτές «συμβάλλει ουσιαστικά στη δέσμευση και στην αίσθηση συμβολής», όπως διαπιστώνουν. Στην πράξη, πρόκειται για πρακτικές που όχι μόνο δεν κοστίζουν ούτε ευρώ στην εργοδοσία αλλά επιδιώκουν να στρατεύσουν τους εργαζόμενους πίσω από τους στόχους των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων για αυξημένη κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα.
Τα παραδείγματα που μπορεί να αλιεύσει κανείς μέσα από τις παρουσιάσεις των επιχειρήσεων είναι δεκάδες: «Η εταιρεία στηρίζει έμπρακτα το ανθρώπινο δυναμικό της και έχει θεσπίσει σχήματα αναγνώρισης και επιβράβευσης προσωπικού», μέσα από τα οποία επιβραβεύονται οι εργαζόμενοι «που έχουν αναπτύξει και εφαρμόσει μέσα στο έτος κάποια ατομική ή ομαδική ιδέα που συνέβαλε στην ανάπτυξη της εταιρείας», αναφέρει χαρακτηριστικά μια εταιρεία.
Αλλη επιχείρηση παρουσιάζει τον «Θεσμό Βελτιωτικών Προτάσεων», σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι εργαζόμενοι «μπορούν να καταθέσουν προτάσεις για βελτίωση των διαδικασιών, καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών, αλλά και τρόπους αύξησης των πωλήσεων», οι οποίες «αξιολογούνται και στο τέλος κάθε έτους βραβεύονται με χρηματικό έπαθλο και προχωρούν προς υλοποίηση».
Οι εν λόγω πρακτικές συνοδεύονται και από μπόλικη κοροϊδία: «Προγράμματα όπως τα «Chat with HR» και «MD Lunch» προσφέρουν στους εργαζομένους τη δυνατότητα να συζητήσουν με τη Διεύθυνση Προσωπικού και τον γενικό διευθυντή θέματα που τους απασχολούν, να μιλήσουν για τον εαυτό τους, το αντικείμενο της δουλειάς τους, τα ενδιαφέροντά τους, να αναλύσουν προβλήματα που απασχολούν τους ίδιους και τους συναδέλφους, καθώς και να έχουν γεύμα με τη διοίκηση», διαφημίζει μια επιχείρηση…
«Το BBQ event «Seniors Grill for You» είναι μια εκδήλωση όπου τα μέλη της ανώτατης διευθυντικής ομάδας ψήνουν για το προσωπικό της εταιρείας σε εκδηλώσεις που γίνονται σε όλη την Ελλάδα», περηφανεύεται μια άλλη…
Και μπορεί με τέτοιες πρακτικές να καλλιεργείται ένα κλίμα «όλοι είμαστε μια οικογένεια», μπορεί η εργοδοσία να καμαρώνει ότι έχει «ανοιχτά αυτιά» στις προτάσεις του προσωπικού, από τις οποίες προσδοκά βελτίωση των οικονομικών της αποτελεσμάτων, όσον αφορά όμως τους μισθούς και τα δικαιώματα των εργαζομένων τα πράγματα μοιάζουν πιο «στενόχωρα».
Ετσι, δίπλα στο αίσθημα της «περηφάνιας», οι «ειδικοί» προτείνουν στις επιχειρήσεις να προωθούν σε κάθε εργαζόμενο και αυτό της «γλυκιάς ενοχής» (!) επειδή «μπορεί να απολαμβάνει τέτοιες εργασιακές συνθήκες μέσα σε ένα τόσο αρνητικό οικονομικό περιβάλλον κρίσης, ανεργίας, ανασφάλειας, κ.λπ.». Οι εργοδότες τέτοιων επιχειρήσεων διαλαλούν πως αμείβουν τους εργαζόμενους «με μισθό μεγαλύτερο από τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό», πως οι «νέες προσλήψεις γίνονται με υψηλότερους μισθούς συγκριτικά με αυτά που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Επιχειρούν δηλαδή να καλλιεργήσουν στους εργαζόμενους… «ενοχή» (!) για το γεγονός πως από τον τεράστιο πλούτο που παράγουν παίρνουν κάτι παραπάνω από τα ψίχουλα των 586 ευρώ μεικτά!
Μια ξεχωριστή σελίδα αφιερώνει η έκδοση στον «εθελοντισμό», καθώς οι επιχειρηματικοί όμιλοι ενδιαφέρονται να εντάσσουν σχετικές ενέργειες στη δραστηριότητα της εταιρείας, στους απολογισμούς «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» και κυρίως να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτές.
«Είναι εύκολο να βγάλεις από το ταμείο ένα ποσό και να το στείλεις σε μια ΜΚΟ ή να βάλεις έναν κάδο ανακύκλωσης μπαταριών (…) Αυτό που είναι δύσκολο είναι να εμπνεύσεις τον εργαζόμενό σου να ξεκουνηθεί από την καρέκλα του, να πάει να καθαρίσει μια παραλία ή να φυτέψει ένα δέντρο ή να πάει να φτιάξει σάντουιτς για έναν καταυλισμό προσφύγων», διαπιστώνουν οι «ειδήμονες» και τονίζουν πως στόχος των εταιρειών είναι να «εμπνέουν τους εργαζομένους τους να προσφέρουν στην κοινωνία οι ίδιοι ως μονάδες από το δικό τους υστέρημα και χρόνο». Και προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες στην προσπάθεια αυτή, επισημαίνουν πως τα στελέχη επωμίζονται την ευθύνη να εξηγήσουν στις επιχειρήσεις «τα οφέλη μιας δράσης εθελοντισμού για την εταιρεία». Να εξηγήσουν δηλαδή πως η αύξηση του «αισθήματος περηφάνιας» για την εταιρεία, που αναμένεται να προκύψει από τις «εθελοντικές» της δράσεις, συνδέεται με τη βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων, την ανάπτυξη της «εταιρικής εμπιστοσύνης» και τη βελτίωση του «εργασιακού κλίματος».
Εκτός από την εκμετάλλευση της δουλειάς των εργαζομένων για να μεγεθύνουν τα κέρδη τους, οι εργοδότες παρεμβαίνουν και στο περιεχόμενο του μη εργάσιμου χρόνου του προσωπικού τους, επιδιώκουν να κάνουν μόνιμο μέλημα των εργαζομένων το πώς θα συμβάλλουν συνεχώς στη βελτίωση του «προφίλ» της επιχείρησης. Αυτό είναι το περιεχόμενο που δίνουν στην «ενεργητική συμμετοχή», στην «κοινωνική αλληλεγγύη», οι ίδιοι που παθαίνουν αλλεργία στο άκουσμα και μόνο της λέξης «σωματείο», πόσο μάλλον στη συμμετοχή των εργαζομένων στη δράση του, όταν αυτό έχει κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων και των οικογενειών τους και δεν «λιβανίζει» την «καλή εργοδοσία».