Με αφορμή μια ύπουλη προπαγάνδα για τους μισθούς



Η θωράκιση της «ανταγωνιστικότητας», στην οποία ορκίζονται ΣΕΒ, κυβέρνηση και πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, σημαίνει μόνιμη καθήλωση των μισθών και νέα προνόμια για το κεφάλαιο

Eurokinissi

Η θωράκιση της «ανταγωνιστικότητας», στην οποία ορκίζονται ΣΕΒ, κυβέρνηση και πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, σημαίνει μόνιμη καθήλωση των μισθών και νέα προνόμια για το κεφάλαιο


Τελευταία προπαγανδίζεται μια ύπουλη και εχθρική για τους εργαζόμενους πολιτική γύρω από το θέμα «αύξηση των μισθών». Στο επίκεντρό της βάζει την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και των επιχειρήσεων και όχι την κάλυψη των απωλειών, πολύ περισσότερο των αναγκών της εργατικής τάξης.
Ενοχοποιεί την αύξηση των μισθών ως αιτία δεινών για τους εργαζόμενους και την ανάπτυξη, την οποία – όπως λένε – υπονομεύει η αύξηση των μισθών. Αντιπαραθέτουν τη λεγόμενη αύξηση των εργατικών εισοδημάτων με μείωση ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογίας.

Τι λένε και προτείνουν

Λένε χαρακτηριστικά: «Καίτοι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αυξανόταν συνεχώς και σε υψηλά ποσοστά από το 2008 έως και το 2011, την ίδια περίοδο και το ΑΕΠ και το εισόδημα μειώνονταν, η ανεργία απογειωνόταν (…) Είναι κρίσιμη προτεραιότητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, εν προκειμένω των χαμηλόμισθων. Με μείωση ασφαλιστικών εισφορών και φόρων»(naftemporiki.gr, 2/10/2018).

Ο ΣΕΒ σε εβδομαδιαίο δελτίο του (27/9/2018) αναφέρει: «Η κανονικότητα στη σχέση μισθών και παραγωγικότητας απειλείται σήμερα, στο βαθμό που παγιωθούν εκ νέου βλαπτικές πρακτικές του παρελθόντος στην αγορά εργασίας, όπως η διαμόρφωση μισθών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δυνατότητες της οικονομίας, οι αλόγιστες επεκτάσεις συλλογικών συμβάσεων (…) Να αποφευχθούν υπέρογκες και μη βιώσιμες αυξήσεις μισθών πέραν των ορίων που θέτει η αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας».

Η πάλη για τους μισθούς και τις εργατικές ανάγκες είναι ασυμβίβαστη με την πολιτική και τις «προτάσεις» που υπηρετούν τα κέρδη του κεφαλαίου
Η πάλη για τους μισθούς και τις εργατικές ανάγκες είναι ασυμβίβαστη με την πολιτική και τις «προτάσεις» που υπηρετούν τα κέρδη του κεφαλαίου
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ σε σχόλιό του στις 6/9/2018 σημείωνε: «Πρώτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής οφείλει να είναι η τόνωση της παραγωγής μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας, που με τη σειρά της θα φέρει πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, των επενδύσεων και των θέσεων απασχόλησης. Αποδέκτες αυτής της μείωσης φόρων και εισφορών πρέπει να είναι πρωτίστως οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα και η ελληνική οικογένεια».

Μειώνει μισθούς, αυξάνει τα κέρδη

Η μισθολογική πολιτική που διατυπώνεται εδώ απαντά στην πάγια επιδίωξη των καπιταλιστών να αυξάνουν το ποσοστό κέρδους τους, άλλωστε γι’ αυτό παράγουν.

Βεβαίως η αστική πολιτική μιλά για σχέση μισθού – διαθέσιμου εισοδήματος, πασχίζοντας να περάσει στις συνειδήσεις της εργατικής τάξης ότι το πραγματικό εισόδημα συνδέεται με το μέρος του μισθού που οι εργαζόμενοι λαμβάνουν με χρηματική μορφή. Αφαιρώντας απ’ αυτό τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, εργατικές και εργοδοτικές, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο μισθό, αλλά αποδίδονται στο κράτος και στα ασφαλιστικά ταμεία από την εργοδοσία.

Προβάλλουν δε δύο ονομασίες για το μισθό, τον μεικτό και τον καθαρό. Το μέρος λοιπόν του μισθού που δεν το παίρνουν οι εργαζόμενοι σε χρήμα, λένε οι αστοί ότι δεν είναι εισόδημα. Αν και πρέπει να καλύπτει μέσω του κρατικού προϋπολογισμού πάγιες ανάγκες των εργαζομένων, όπως την Εκπαίδευση, υπηρεσίες Υγείας – Πρόνοιας (οι φόροι) και μέσω των ασφαλιστικών ταμείων τις συντάξεις, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (οι ασφαλιστικές εισφορές) κ.λπ. Ο μισθός όμως είναι ένας, και εκτός από το χρηματικό του μέρος περιλαμβάνει όλες τις ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο των εργαζομένων.

Είναι σκόπιμος ο διαχωρισμός μεικτού – καθαρού, ή μισθού – εισοδήματος, γιατί επιδρά στις συνειδήσεις με τρόπο που να γίνεται ευκολοχώνευτη αυτή η πολιτική του ΣΕΒ, άλλων επιτελείων των εργοδοτών, που αντιπαραθέτει στις αυξήσεις στους μισθούς τη μείωση φορολογίας και ασφαλιστικών εισφορών, στη λογική ότι έτσι θα αυξηθεί το εισόδημα. Ετσι όμως δεν αυξάνονται οι μισθοί, ενώ μπορεί και να μειώνεται το εισόδημα αν μειωθεί το αφορολόγητο όριο.

Με τη μείωση των εισφορών, εργοδοτικών και εργατικών (και οι δύο αποτελούν μέρος του μισθού), θα αυξηθεί το μέρος του μισθού που παίρνει σε χρήμα ο εργαζόμενος αλλά ουσιαστικά μειώνεται ο μισθός των εργαζομένων. Και ταυτόχρονα θα μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, με αντανάκλαση στη μείωση των αποθεματικών των Ταμείων, άρα και των συντάξεων.

Με την πρόταση για μείωση της φορολογίας, επιδιώκουν βασικά τη μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, αυτό αυξάνει το κέρδος τους.

Προσθέτουν δε και τη μείωση της φορολογίας και των εργαζομένων, γιατί και αυτό αυξάνει το κέρδος, αφού είναι μέρος του μισθού που πληρώνεται από την επιχείρηση, όπως και οι ασφαλιστικές εισφορές, ενώ πασχίζουν να εμφανίσουν ότι στηρίζουν μια διεκδίκηση των εργαζομένων.

Βεβαίως, οι εργαζόμενοι πρέπει να διεκδικούν μείωση της δικής τους φορολογίας, γιατί όντως αυξάνει το εισόδημά τους. Αυτή η διεκδίκηση πρέπει να συνδυάζεται με τη διεκδίκηση για αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου. Γιατί η μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου θα συνοδεύεται από περικοπές στον κρατικό προϋπολογισμό σε «κοινωνικές παροχές» αν δεν συνοδευτεί με αύξηση της φορολογίας του λαού, άρα θα επιβαρύνει το εργατικό – λαϊκό εισόδημα.

Να συνδυάζεται επίσης με τις διεκδικήσεις για αποκλειστικά δημόσια δωρεάν Εκπαίδευση, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες και τις κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, για αποκλειστικά δημόσιο δωρεάν σύστημα Υγείας – Πρόνοιας, για το Περιβάλλον, κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας σ’ αυτούς τους τομείς, για δημόσιες υποδομές που θα πληρούν τους όρους για ασφαλή ζωή των εργαζομένων στους τόπους κατοικίας και δουλειάς, όπως πυροπροστασία, αντιπλημμυρική – αντισεισμική θωράκιση, ασφαλείς δρόμους κ.λπ.

Οι φόροι αποτελούν το βασικό κρατικό έσοδο και μέσω του κρατικού προϋπολογισμού πρέπει να κατευθύνονται σε αυτούς τους τομείς και όχι στις δημόσιες καπιταλιστικές επενδύσεις, στην ενίσχυση του κεφαλαίου, στους ΝΑΤΟικούς εξοπλισμούς κ.α.

Διεκδικούμε μείωση της φορολογίας των εργαζομένων και αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου, γιατί το φορολογικό σύστημα είναι μοχλός αναδιανομής εισοδημάτων υπέρ του κεφαλαίου.

Να μην ξεχνάμε δε ότι όλος ο πλούτος παράγεται από την εργατική τάξη. Αρα πρέπει να διεκδικούμε και με βάση αυτό.

Η πρόταση επομένως του ΣΕΒ, γενικά της εργοδοσίας, για αύξηση του εργατικού εισοδήματος μέσω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολογίας, σημαίνει αύξηση των κερδών, μείωση μισθών, μείωση των δυνατοτήτων κάλυψης αναγκών της εργατικής οικογένειας, οδηγεί σε μείωση των συντάξεων, μείωση των όποιων παροχών από το κράτος προς την εργατική οικογένεια οι οποίες καλύπτουν κάποιες ανάγκες.

Και ελιγμοί από τον ΣΕΒ

Βεβαίως ο ΣΕΒ ελίσσεται προπαγανδιστικά ως προς το ζήτημα «αύξηση των μισθών», με δεδομένο ότι έχουν αρχίσει οι διαβουλεύσεις με βάση τον νόμο Βρούτση – Αχτσιόγλου για τον κατώτατο μισθό, που επίσης συσχετίζει την αύξηση μισθού με την ανταγωνιστικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας.

Στο εβδομαδιαίο δελτίο του στις 15/11/2018, ο ΣΕΒ αναφέρει:

«Το βέλτιστο συνεπώς θα ήταν μια αύξηση του κατώτατου μισθού σε επίπεδα συμβατά με την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της οικονομίας, αν αυτή επιβεβαιωθεί για το 2018, να συνδυασθεί με άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ώστε να έχουμε μια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, χωρίς να υπονομευθεί η εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας (…) Καθίσταται, συνεπώς, επιτακτική η ανάγκη, ειδικά στην παρούσα συγκυρία της αναιμικής ανάκαμψης, η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων μέσω αύξησης του κατώτατου μισθού να μην οδηγήσει σε αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις. Η οποιαδήποτε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα μπορούσε να προχωρήσει όχι μόνο με αναστροφή της αύξησης που είχε γίνει το 2016, αλλά και με μια πρόσθετη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσω της μείωσης του «αφορολόγητου» (…) η ήδη νομοθετημένη μείωση του «αφορολόγητου» δεν θα τραυματίσει τους αδυνάμους. Αντίθετα, θα θωρακίσει το διαθέσιμο εισόδημα από μισθούς και συντάξεις, και θα ενισχύσει το κοινωνικό κράτος».

Ουσιαστικά η θέση του ΣΕΒ δεν έχει αλλάξει, είναι για «μη αύξηση μισθών» αλλά για «αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος», με δραστική μείωση ασφαλιστικών εισφορών και φόρων. Προκειμένου να μην φαίνεται άκαμπτος στις όποιες διαβουλεύσεις, βάζει τον παράγοντα «συσχέτιση των μισθών με τη μέση παραγωγικότητα», αναφορά του εδράζεται στον νόμο Βρούτση – Αχτσιόγλου. Ταυτόχρονα βάζει έναν ακόμη παράγοντα, την «εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας», την «αναιμική ανάκαμψη». Το ότι ο ΣΕΒ αρνείται αύξηση μισθών φαίνεται και από το ότι βάζει όρο τη «μη αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις».

Και επειδή μιλά για μείωση φορολογίας και για τους εργαζόμενους, όπως δείξαμε παραπάνω, υπερασπίζεται το αντιλαϊκό μέτρο της μείωσης του αφορολόγητου που έχει νομοθετηθεί, επειδή αυξάνει τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Το εμφανίζει ως μέτρο που θωρακίζει τους φτωχούς (εδώ πάει να ρίξει στάχτη στα μάτια), ενισχύοντας το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», δηλαδή «μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα». Παίρνει φόρους από τους φτωχούς για να δώσει στους εξαθλιωμένους. Και με παροχές ψίχουλα μπροστά στις εργατικές – λαϊκές ανάγκες, αφού το μεγαλύτερο μέρος της φορολογίας το καρπώνονται οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι μηχανισμοί του αστικού κράτους, ενώ τα κονδύλια για Εκπαίδευση και Υγεία μειώνονται συνεχώς, η δε κρατική Πρόνοια έχει αποδιαρθρωθεί.

Προκειμένου όμως να πετύχει ο ΣΕΒ τη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών στο επίπεδο που διεκδικεί (κάτι που η κυβέρνηση ήδη προχωράει), προβάλλει κι άλλα αβάσιμα επιχειρήματα για το χτύπημα των μισθών.

Στο μηνιαίο οικονομικό δελτίο που εξέδωσε στις 21/11/2018, αναφέρει τα εξής:

«Μια αύξηση του κατώτατου μισθού, ειδικά αν είναι μεγάλη, θα επηρεάσει σημαντικό μέρος της αγοράς εργασίας, και μάλιστα σε επιχειρήσεις που λόγω της εντατικής προσφυγής σε θέσεις εργασίας μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης βρίσκονται σε θέση να προχωρήσουν σε εύκολη υποκατάσταση πλήρους με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση ή και ημιδηλωμένη απασχόληση. Οπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει, σε αυτό το εργασιακό και μισθολογικό περιβάλλον αποτελεί μείζονα προτεραιότητα η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων (…) με μείωση εισφορών και των μισθωτών».

Το επιχείρημα ότι η αύξηση των μισθών οδηγεί σε θέσεις μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας, που επίσης μειώνει το εργατικό εισόδημα, είναι κάλπικο. Οταν υπήρχε δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη, αυτό ελάχιστα συνέβαινε. Τώρα όμως που η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν έχει δυναμική, αυξάνονται ραγδαία αυτές οι «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένους κλάδους (εμπόριο – υπηρεσίες, αλλά σε κάποιες βιομηχανίες που λειτουργούν με νέες τεχνολογίες ή σε κάποιες επιμέρους και συμπληρωματικές ειδικότητες σε βιομηχανίες), με δεδομένο ότι αυτές οι εργασιακές σχέσεις αυξάνουν την εκμετάλλευση, εντατικοποιούν τη δουλειά.

Επειδή δε στη βιομηχανία δεν μπορούν να εφαρμοστούν γενικευμένα τέτοιες εργασιακές σχέσεις, ο ΣΕΒ το προσδιορίζει ιδιαίτερα σε εμπόριο και εστίαση, τον «καίει» από τη σκοπιά του διατομεακού ανταγωνισμού, μεταξύ βιομηχανίας και εμπορίου – υπηρεσιών.

Αυτές οι προσεγγίσεις του ΣΕΒ είναι επίσης επικίνδυνες για καθήλωση, αν όχι μείωση μισθών.

Τη γραμμή «αυξήσεις μισθών σύμφωνα με την αντοχή των επιχειρήσεων και ταυτόχρονη μεγάλη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων» προβάλλει και ο ΣΒΒΕ (Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος), όπως αυτή αποτυπώθηκε και στις θέσεις του στη «διαβούλευση» για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού.

Ο Μαρξ για την αξία της εργατικής δύναμης

Τι είναι ο μισθός της εργασίας; Είναι η τιμή του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», που είναι παραλλαγή της αξίας της, συναπαρτίζεται δε από ένα σύνολο στοιχείων. Να πώς το δίνει ο Κ. Μαρξ, που το 2018 κλείνουν 200 χρόνια από τη γέννησή του, στο έργο του «Το Κεφάλαιο».

«Το ποσό των μέσων συντήρησης πρέπει επομένως να επαρκεί για να συντηρεί το εργαζόμενο άτομο σαν εργαζόμενο άτομο στη φυσιολογική κατάσταση της ζωής του. Οι ίδιες φυσικές ανάγκες, όπως η τροφή, ο ιματισμός, η θέρμανση, η κατοικία κ.λπ., διαφέρουν ανάλογα με τις κλιματικές και άλλες φυσικές ιδιομορφίες μιας χώρας. Από την άλλη, η ίδια η έκταση των λεγόμενων απαραίτητων αναγκών, όπως και ο τρόπος της ικανοποίησής τους, είναι ιστορικό προϊόν και γι’ αυτό εξαρτιέται κατά ένα μεγάλο μέρος από τη βαθμίδα του πολιτισμού μιας χώρας, και ανάμεσα στ’ άλλα ουσιαστικά από το μέσα σε ποιες συνθήκες και επομένως με τι συνήθειες και απαιτήσεις της ζωής σχηματίστηκε η τάξη των ελεύθερων εργατών. Ετσι, αντίθετα από τ’ άλλα εμπορεύματα, ο καθορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης περιέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο. Ωστόσο, για μια ορισμένη χώρα και μια ορισμένη περίοδο, είναι δοσμένο το μέσο σύνολο των αναγκαίων μέσων συντήρησης (…)

Για να μεταβληθεί η γενική ανθρώπινη φύση έτσι που ν’ αποκτήσει δεξιότητα και επιτηδειότητα σ’ έναν καθορισμένο κλάδο εργασίας και να γίνει αναπτυγμένη και ειδική εργατική δύναμη, χρειάζεται μια καθορισμένη μόρφωση και εκπαίδευση, πράγμα που με τη σειρά του κοστίζει ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό ισοδύναμων του εμπορεύματος. Τα έξοδα αυτά της μόρφωσης ποικίλλουν ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ειδίκευση της εργατικής δύναμης. Αυτά λοιπόν τα έξοδα μάθησης, μηδαμινά για τη συνηθισμένη εργατική δύναμη, προστίθενται στο σύνολο των αξιών που ξοδεύονται για την παραγωγή της» (τ. 1, σελ. 184).

Επομένως ο μισθός εργασίας πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες για τροφή, ένδυση, υπόδηση, κατοικία, Κοινωνική Ασφάλιση, με τη σύνταξη, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την Εκπαίδευση, την ανάπαυση και την ψυχαγωγία, την άθληση, τις προνοιακές υπηρεσίες, τις διαφόρων μορφών άδειες κ.λπ.

Αυτά τα στοιχεία δεν συνδέονται μόνο με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αλλά και με την αναπαραγωγή του ανθρώπου.

Να πώς το δίνει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»:

«Ο ιδιοκτήτης της εργατικής δύναμης είναι θνητός. Αν πρόκειται λοιπόν η παρουσία του στην αγορά να είναι συνεχής, όπως προϋποθέτει η συνεχής μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο, πρέπει να διαιωνίζεται ο πουλητής της εργατικής δύναμης «όπως διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή του είδους κάθε ζωντανό άτομο». Οι εργατικές δυνάμεις που αφαιρούνται από την αγορά με τη φθορά και το θάνατο, πρέπει διαρκώς να αντικατασταίνονται τουλάχιστον με έναν ίσο αριθμό νέων εργατικών δυνάμεων. Γι’ αυτό, το ποσό των μέσων συντήρησης που είναι αναγκαίο για την παραγωγή της εργατικής δύναμης περιλαβαίνει και τα μέσα συντήρησης των αντικαταστατών, δηλ. των παιδιών των εργατών, έτσι που να διαιωνίζεται στην αγορά η φυλή αυτή των ιδιόμορφων κατόχων εμπορευμάτων» (τ. 1, σελ. 184).

Η πάλη για τους μισθούς και τις ανάγκες

Ολα αυτά μπορεί να γίνονται αντιληπτά ως ξεχωριστές ανάγκες για τη ζωή της εργατικής τάξης, η ικανοποίηση των οποίων εμποδίζεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, γιατί η παραγωγή υπηρετεί το κέρδος και όχι τις εργατικές – λαϊκές ανάγκες. Αποτελούν όμως ένα ενιαίο σύνολο και συναπαρτίζουν την αξία της εργατικής δύναμης, άρα και την τιμή της, είναι αναγκαία και απαραίτητα για την αναπαραγωγή της.

Οι σύγχρονες ανάγκες, άρα η αξία της εργατικής δύναμης, βρίσκονται στο πεδίο των αντιθέσεων ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους κεφαλαιοκράτες.

Η πάλη για αυξήσεις στους μισθούς δεν παζαρεύεται, ούτε μπορεί να ικανοποιηθεί με τις προτάσεις της εργοδοσίας με πλασματική αύξηση του εισοδήματος επειδή θα αυξηθεί λίγο το μέρος του μισθού που λαμβάνουν με χρηματική μορφή. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να «τσιμπήσουν» σε τέτοιες προτάσεις.

Σήμερα διεκδικούμε: Κανένας κάτω από 751 ευρώ, Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας με αυξήσεις στους μισθούς, κατάργηση κάθε «ευέλικτης» μορφής εργασίας, άρα σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, 8ωρο, με τάση μείωσής του στο 7ωρο – 5ήμερο, συνθήκες υγείας και ασφάλειας, επιδόματα ωρίμανσης, οικογενειακά κ.λπ.

Σε συνδυασμό με διεκδικήσεις για: Μείωση της φορολογίας της εργατικής τάξης, αύξησης της φορολογίας του κεφαλαίου. Κανένας πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας. Υποδομές για την ασφάλεια της ζωής της εργατικής τάξης. Κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων.

Οργανώνουμε την πάλη με το διεκδικητικό πλαίσιο του ΠΑΜΕ, που απαντά στις άμεσες ανάγκες των εργαζομένων στις σημερινές συνθήκες, καλύπτοντας απώλειες της περιόδου της κρίσης.

Αυτός ο αγώνας κατευθύνεται ενάντια σε εργοδοσία, κυβερνήσεις, στην εξουσία τους, στην ΕΕ, αποτελεί αγώνα των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης στον καπιταλισμό, επομένως πρέπει να συνοδεύεται με τη διαφωτιστική δουλειά στους εργαζόμενους ότι αφορά μικρό μέρος μόνο του παραγόμενου από τους ίδιους πλούτου, ότι η ικανοποίηση όλων των αναγκών εμποδίζεται από την παραγωγή για το κέρδος και όχι για τις εργατικές – λαϊκές ανάγκες, άρα εμποδίζεται από την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Επομένως, η εργατική τάξη παλεύοντας για τις παραπάνω διεκδικήσεις πρέπει να συνειδητοποιεί την ανάγκη κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και αντικατάστασής της με την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, και να παλεύει γι’ αυτήν. Δηλαδή η πάλη της εργατικής τάξης για αύξηση των μισθών, μείωση του εργάσιμου χρόνου, αύξηση του ελεύθερου, πρέπει να συνδέεται με τον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Αλλωστε ο Μαρξ, στο έργο του «Μισθός – Τιμή – Κέρδος» το 1889, το έδωσε ως εξής: Η εργατική τάξη «αντί για το συντηρητικό σύνθημα «Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας»».

Σ. Λ.

ΠΗΓΗ

Τελευταία άρθρα

                          
  Π.Ε.Ι. Λεωφορείου              Π.Ε.Ι. Φορτηγού                                    Kαταστατικό                          ΚΟΚ     Συνδικάτου ΟΑΣΑ
      
        Συνοπτικός
   Εργασιακός Οδηγός