γέφυρα – σύμβολο στο Βελιγράδι που κόπηκε στα δυο |
Η ιμπεριαλιστική επίθεση των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ σε βάρος της τότε ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, στις 24 Μάρτη 1999, έγινε με πρόσχημα τα δικαιώματα των Κοσσοβάρων Αλβανών. Η πραγματική αιτία, όμως, ήταν το ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής, αγορών, πηγών και δικτύων Ενέργειας (π.χ. σχέδιο INOGATE), στον ανταγωνισμό με άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία.Η επέμβαση δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ηταν το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο μίας σειράς σχεδιασμών, που επιδίωκαν την εδραίωση της «Νέας Παγκόσμιας Τάξης» μετά την ανατροπή και διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ (26 Δεκέμβρη 1991). Δεν είναι τυχαίο πως αμέσως μετά, δυτικο-ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με πρώτο το Βατικανό και τη Γερμανία, έσπευσαν το 1991 να διαλύσουν την πρώην Γιουγκοσλαβία, αναγνωρίζοντας την κήρυξη ανεξαρτησίας της Κροατίας, της Σλοβενίας και της ΠΓΔΜ (σημερινής Βόρειας Μακεδονίας).
Η εξέλιξη έφερε αμέσως μετά έναν καταστροφικό τετραετή πόλεμο στο «μαλακό υπογάστριο» της Ευρώπης (σε Κροατία και Βοσνία – Ερζεγοβίνη) επιφέροντας τεράστια βάσανα στους λαούς της περιοχής, αλλαγές στους γεωπολιτικούς χάρτες και ανατροπές στους περιφερειακούς συσχετισμούς δυνάμεων.
Ο τερματισμός του πολέμου στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη με τη Συμφωνία του Ντέιτον, το 1995, έπαυσε τις ένοπλες συγκρούσεις, μετατρέποντας έως σήμερα τη χώρα σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, εγκλωβίζοντας τις εθνότητες στη φτώχεια, στην ανεργία και την καταπίεση, ενώ αναμμένο παραμένει το φιτίλι της μεταξύ τους αντιπαράθεσης, για κάθε μελλοντική χρήση από τους ιμπεριαλιστές.
Κλίντον και Ολμπράιτ, αρχιτέκτονες της εγκληματικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης, μαζί με τους ηγέτες της ΕΕ |
Η «μετακύλιση» του πολέμου σε νοτιότερες περιοχές των Βαλκανίων ήταν θέμα χρόνου καθώς, πριν καν ξεκινήσει ο πόλεμος στη Βοσνία, «δουλευόταν» ήδη από τη δεκαετία του ’80 η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο (μέσω της εξέγερσης Αλβανόφωνων και της δημιουργίας ξεχωριστών δομών διοίκησης και Εκπαίδευσης, που αξιοποιήθηκαν από τους ιμπεριαλιστές περίπου μία 15ετία αργότερα).
Προετοιμάζοντας την επέμβαση<
Εως το 1997, δηλαδή μόλις δύο χρόνια μετά τη Συμφωνία του Ντέιτον, οι μυστικές υπηρεσίες δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δημιούργησαν, εκπαίδευσαν, χρηματοδότησαν, εξόπλισαν και προώθησαν τους αυτονομιστές του ΟΥΤΣΕΚΑ στο Κοσσυφοπέδιο, αξιοποιώντας ετερόκλητα στοιχεία, μεταξύ των οποίων πολιτικούς της αντιπολίτευσης, εθνικιστές – υποστηρικτές της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας», μισθοφόρους, κοινά εγκληματικά στοιχεία κ.ά.
Οι επιθέσεις των Κοσσοβάρων ενόπλων του ΟΥΤΣΕΚΑ κατά δυνάμεων του σερβικού στρατού και της αστυνομίας στο Κοσσυφοπέδιο και οι μεταξύ τους συγκρούσεις τη διετία 1997 – ’98 είχαν οξυνθεί επικίνδυνα, δίνοντας προσχήματα και αφορμές σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές να φορέσουν τον μανδύα του «μεσολαβητή». Καταλυτικό ρόλο σε αυτούς τους σχεδιασμούς έπαιξε η προβοκάτσια του ΟΥΤΣΕΚΑ κατά Αλβανών τάχα «αμάχων» στο χωριό Ράτσακ.
Στις αρχές του 1999 στήθηκε ο δήθεν «ειρηνευτικός διάλογος» μεταξύ Σέρβων και Κοσσοβάρων Αλβανών στο Ραμπουγέ της Γαλλίας. Εκεί, η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπράιτ, έδωσε τη χαριστική βολή, απαιτώντας από τον τότε Πρόεδρο της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, την… ανάπτυξη των ΝΑΤΟικών στρατευμάτων στο Κοσσυφοπέδιο και στην υπόλοιπη επικράτεια. Μόνο έτσι, είπε, θα μπορούσαν να εδραιωθούν η ειρήνη και η σταθερότητα, εκβιάζοντας ανοιχτά τους Σέρβους και αποκαλύπτοντας τις πραγματικές προθέσεις των ΑμερικανοΝΑΤΟικών.
Η επίθεση ξεκινάει<
Για χάρη λοιπόν της «ειρήνης» και της «σταθερότητας», οι ιμπεριαλιστές σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ εξαπέλυσαν το βράδυ της 24ης Μάρτη 1999 και για 78 μέρες ανηλεείς βομβαρδισμούς, έχοντας προηγουμένως στήσει μία καλά λαδωμένη μηχανή δαιμονοποίησης του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και του σερβικού λαού.
Ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, σε διάγγελμά του ανακοίνωσε την επέμβαση, λέγοντας πως η απόφαση ελήφθη «ομόφωνα» από τους ΝΑΤΟικούς συμμάχους» με τρεις στόχους: Την επίδειξη «αποφασιστικότητας του ΝΑΤΟ για ειρήνη» στα Βαλκάνια, να «πληρώσει» ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς τη βία κατά των Αλβανών και να εξουδετερωθεί η ικανότητα των Σέρβων να κλιμακώσουν τον πόλεμο κατά των Κοσσοβάρων Αλβανών.
Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Στη Μόσχα, ο Ρώσος ομόλογός του, Μπόρις Γιέλτσιν, ανακάλεσε τον αντιπρόσωπο της χώρας από το στρατηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και ζήτησε άμεση σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Τανγκ Σιανχουάν, καταδίκασε τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς προειδοποιώντας για τις σοβαρές επιπτώσεις στο Διεθνές Δίκαιο.
Αισχρός και κυνικός, ο τότε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, αρνήθηκε να συγκαλέσει εκτάκτως το Συμβούλιο Ασφαλείας, λέγοντας πως θα έπρεπε να αποφασίσει όχι τον τερματισμό της επίθεσης, αλλά το χρόνο εξαπόλυσής της!
«Βρώμικος» πόλεμος όνομα και πράγμα
Στη διάρκεια του βρώμικου πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν 1.150 ΝΑΤΟικά υπερσύγχρονα μαχητικά, 21.000 τόνοι βομβών, χιλιάδες βόμβες ραδιενεργού απεμπλουτισμένου ουρανίου, «απαγορευμένες» (από τις διεθνείς συνθήκες) βόμβες βλημάτων διασποράς. Με αυτά τα μέσα βομβαρδίστηκαν πολυκατοικίες, γέφυρες, σχολεία, νοσοκομεία και μαιευτήρια, κομβόι προσφύγων, έως νεκροταφεία!
Μέσα σε αυτές τις 11 βδομάδες, σκοτώθηκαν περίπου 3.000 άμαχοι (το 30% παιδιά), τραυματίστηκαν πάνω από 6.000 πολίτες, εκατοντάδες χιλιάδες έγιναν πρόσφυγες και εξαθλιώθηκαν οικονομικά κάπου 2.500.000 άλλοι. Επιπλέον, προκλήθηκαν τεράστιες καταστροφές σε βασικές υποδομές της χώρας και ανήκεστες βλάβες στο περιβάλλον μέσω της ρίψης τουλάχιστον 31.000 βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου, με στόχο την πειραματική δοκιμή νέων όπλων και την υπονόμευση της υγείας μελλοντικών γενεών…
Ο πόλεμος έληξε μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ Αμερικανών και Σέρβων στρατιωτικών αξιωματούχων και την έκδοση της απόφασης 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, μέσω της οποίας ουσιαστικά επιχειρείται «νομιμοποίηση» της ΝΑΤΟικής επέμβασης στο Κοσσυφοπέδιο, που μετατράπηκε έκτοτε σε προτεκτοράτο και στο έδαφός του δημιουργήθηκε τελικά η στρατιωτική βάση Μπόντστιλ, η οποία είναι η μεγαλύτερη των ΗΠΑ στο εξωτερικό.
Φοβού τη ΝΑΤΟική «ειρήνη»…
Περίπου δύο χρόνια μετά την «ειρήνη» στο Κοσσυφοπέδιο, στη Σερβία και το Μαυροβούνιο, εκδηλώθηκαν (2000 – ’01) «αποσταθεροποιητικές» συγκρούσεις μέσω αυτονομιστών – «κλώνων» του ΟΥΤΣΕΚΑ στην τότε ΠΓΔΜ, που διευθετήθηκαν ξανά με παρέμβαση δυτικών δυνάμεων. Ακολούθησε η διάλυση της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, που μετονομάστηκε το 2003 σε «Ενωση Σερβίας – Μαυροβουνίου». Στη συνέχεια (2006) το Μαυροβούνιο έγινε ανεξάρτητο και τον Ιούνη του 2017 μέλος του ΝΑΤΟ.
Στο μεταξύ, στα Σκόπια ξεσπούν νέες ενδοαστικές συγκρούσεις που αναγκάζουν, το Γενάρη του 2016, σε παραίτηση τον εθνικιστή τότε πρωθυπουργό, Νίκολα Γκρούεφσκι. Μετά από πολύμηνη περίοδο ρευστών πολιτικών εξελίξεων, το Μάη του 2017, το Κοινοβούλιο στα Σκόπια εκλέγει νέο πρωθυπουργό, τον σοσιαλδημοκράτη Ζόραν Ζάεφ. Υπό την επίβλεψη ΗΠΑ – ΕΕ και έπειτα από πολύμηνο παζάρι μεταξύ Σκοπίων και Αθήνας, οι πρωθυπουργοί της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και Ελλάδας υπογράφουν στις 12 Ιούνη 2018 την περιβόητη συμφωνία των Πρεσπών, με στόχο την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και τον περιορισμό της εκεί ρωσικής γεωπολιτικής επιρροής.
Η συμφωνία λανσάρεται σαν πυξίδα και εργαλείο για την παραπέρα εμπέδωση της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» στα Βαλκάνια, την ίδια ώρα που φανερά και στο παρασκήνιο εξελίσσονται παζάρια για νέες αλλαγές συνόρων, με ανταλλαγή εδαφών ανάμεσα σε Σερβία και Κοσσυφοπέδιο, που μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα για ντόμινο αντιπαραθέσεων και ανάλογων αλλαγών και σε άλλα πολυεθνικά κράτη της περιοχής, όπως η Βοσνία – Ερζεγοβίνη.
Παράλληλα, οι εξελίξεις στα Σκόπια ενθαρρύνουν την αλβανική κυβέρνηση του Εντι Ράμα να συσφίξει τις σχέσεις με το Κοσσυφοπέδιο, στην προοπτική της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας» και να ανακοινώσει σχέδια για κατάργηση συνόρων και τελωνείων έως το καλοκαίρι του 2019.
Η όξυνση των ανταγωνισμών ενισχύεται επικίνδυνα όσο περνά ο καιρός, αποδεικνύοντας ότι ο κίνδυνος μιας νέας γενικευμένης αντιπαράθεσης στην περιοχή παραμένει υπαρκτός. Αλλωστε, αν κάτι έχει αποδειχθεί όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι οι ΝΑΤΟικές διευθετήσεις προετοίμαζαν τις επόμενες κρίσεις, αξιοποιώντας ως καύσιμη ύλη υπαρκτά ή ανύπαρκτα μειονοτικά ζητήματα που παρέμεναν ανοιχτά…
ΠΗΓΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ