Παρουσιάστηκε προχτές στο MOMus της Θεσσαλονίκης η έρευνα «Συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα», η οποία διεξάχθηκε την περίοδο 2016-2018 από το Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τον Μητροπολιτικό Οργανισμό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης – MOMus.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας:
– Μόνο το ένα τέταρτο έχει ως κύρια πηγή βιοπορισμού την καλλιτεχνική του εργασία.
– Πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες εργάζονται και ως εκπαιδευτικοί εικαστικών μαθημάτων ή σε άλλα επαγγέλματα, με διάφορους τύπους εργασιακών σχέσεων, ενώ 1 στους 5 εργάζεται ταυτόχρονα και στην Καλλιτεχνική Εκπαίδευση, αλλά και σε άλλο επάγγελμα.
– Εργάζονται κατά κανόνα ανασφάλιστοι, δεν έχουν επαρκή δημόσια υποστήριξη, ενώ οι περισσότερες από τις συμφωνίες τους συνάπτονται μόνο προφορικά.
– Σε ό,τι αφορά την προβολή και προώθηση του έργου των καλλιτεχνών, οι γκαλερί επικρατούν έναντι των μουσείων και των θεσμικά κατοχυρωμένων διοργανώσεων, όπως οι καθιερωμένες biennale. Το 84% των ερωτηθέντων απάντησε ότι οι γκαλερί ζητούν προμήθειες της τάξης του 35%-55%.
– Το κύριο βάρος της χρηματοδότησης για την παραγωγή και προώθηση του καλλιτεχνικού έργου το επωμίζονται οι ίδιοι οι καλλιτέχνες.
– Ως σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην καλλιτεχνική τους εργασία αναδείχθηκαν το φορολογικό καθεστώς, η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, η αίσθηση ανασφάλειας στην καλλιτεχνική εργασία και η ελλιπής υποστήριξη από την πολιτεία.
Όπως σημειώνεται στα αποτελέσματα της έρευνας, «οι εικαστικοί καλλιτέχνες αποτελούν μία ευάλωτη κοινωνική κατηγορία: Εργάζονται ανασφάλιστοι, έχουν χαμηλό εισόδημα ενώ είναι υψηλής ειδίκευσης, βιοπορίζονται ασκώντας δεύτερο ή και τρίτο επάγγελμα και είναι θεσμικά ανοχύρωτοι απέναντι στις δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας». (Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα ΕΔΩ)
Να ληφθούν μέτρα
Στην εκδήλωση, όπου παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα, εκ μέρους του ΕΕΤΕ, μίλησε η Εύα Μελά, ζωγράφος – χαράκτρια και πρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας. Τόνισε ότι τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας φανερώνουν με τον πλέον εύγλωττο τρόπο όλα αυτά που αντιμετωπίζουν οι εικαστικοί καλλιτέχνες. Στην ομιλία της στάθηκε σε συγκεκριμένα μεγέθη, όπως προκύπτουν από την έρευνα, σημειώνοντας χαρακτηριστικά:
«Το 85,9% απαντά ότι η πηγή χρηματοδότησης της καλλιτεχνικής παραγωγής είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Οι δημόσιοι φορείς, τα ιδρύματα κλπ. είναι μόνο το 4,8%. Όσο για τα μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα που παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, με προγράμματα, και χρόνια τώρα είναι οι ευνοούμενοι του ΥΠΠΟΑ και εμφανίζονται ως χορηγοί και υποστηρικτές της Τέχνης, βλέπουμε ολοφάνερα από την έρευνα ότι ελάχιστα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας…
Το 19,6% του κλάδου ζει με ποσά κάτω από 400 ευρώ το μήνα και το 29% ζει μεταξύ 400 και 800 ευρώ το μήνα. Συνολικά με ποσά κάτω από 800 ευρώ ζει το 64,5% από το οποίο το 44,6% έχει προστατευόμενα μέλη (…)
Τι κάνει η πολιτεία; Ο κρατικός προϋπολογισμός δίνει στον Πολιτισμό μόνο 0,028%».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας της ανέφερε ότι «η έρευνα αποκαλύπτει ανάγλυφα αλήθειες για τις συνθήκες που δεν αποτελούν αποκλειστική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, όπως λέει, σε αντίθεση με συνθήκες που είχαμε συναντήσει παλιότερα στις σοσιαλιστικές χώρες, όπου το κράτος με τους θεσμούς του συνέβαλλε σημαντικά στο να έχουν οι καλλιτέχνες εργαστήριο και συνεχείς παραγγελίες μέσα από ένα σύστημα κοινωνικού μισθού. Αυτό το ζήσαμε γιατί το ΕΕΤΕ στη δεκαετία του 1980 είχε συνεχείς ανταλλαγές και επαφές με τις τότε σοσιαλιστικές χώρες».
Σημείωσε ότι το ΕΕΤΕ από την ίδρυσή του παλεύει για την ανάπτυξη των εικαστικών τεχνών και για τη στήριξη των εικαστικών καλλιτεχνών. «Ο νόμος τού δίνει την υποχρέωση να συμβάλλει προς την πολιτεία στη διαμόρφωση της πολιτιστικής της πολιτικής. Μόνο που η πολιτεία, οι κυβερνήσεις διαχρονικά, ποτέ δεν ήθελαν τη συμβολή του Επιμελητηρίου, του συλλογικού φορέα των εικαστικών σε αυτήν τη διαμόρφωση της πολιτιστικής πολιτικής. Αντίθετα, το ΥΠΠΟΑ ενισχύει ιδιωτικές διοργανώσεις, που καθορίζουν εντέλει την κρατική πολιτιστική πολιτική αλλά και γενικότερα τη δημόσια καλλιτεχνική ζωή. Οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις για την εκποίηση ορόφων του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των δημόσιων μουσείων, ακόμα και των αρχαιολογικών, η παντελής έλλειψη κρατικών εκθέσεων και κρατικών αγορών με ανοιχτές διαδικασίες κρίσης, δημόσιων διαδικασιών προβολής και προώθησης του καλλιτεχνικού έργου, η ανυπαρξία ελεύθερων εκθεσιακών χώρων, η χαμηλή χρηματοδότηση του ΕΕΤΕ όλα αυτά αποδεικνύουν τις ευθύνες του κράτους.
Θα ήταν ψέμα να πούμε ότι υπάρχουν καθοριστικές λύσεις για όλα αυτά μέσα σε μία κοινωνία εκμετάλλευσης του ανθρώπινου μόχθου, μέσα σε μία κοινωνία ανταγωνιστική, όπου καθετί θεωρείται εμπόρευμα, καθετί αγοράζεται και πουλιέται. Όμως, μέτρα στοιχειώδη μπορούν να ληφθούν. Να μπορεί ο καλλιτεχνικός κόσμος να έχει εργασία. Να υπάρξει μια άλλη φορολογική αντιμετώπιση, μείωση των φόρων, κατάργηση των έμμεσων φόρων, μέτρα για την προστασία του έργου των θανόντων καλλιτεχνών…».