«Το παραμύθι των παραμυθιών» (Tale of tales) του Ματέο Γκαρόνε



to-paramythi-ton-paramythionΟ σημαντικότερος των σύγχρονων Ιταλών σκηνοθετών, Ματέο Γκαρόνε, δημιουργός των ταινιών παράδοξης πραγματικότητας μπολιασμένης με μη πραγματικότητα, «Gomorra» (2008) και «Reality» (2011), αποδεικνύεται από τους πλέον οραματιστές, κυριολεκτικά μπαρόκ δημιουργούς.

Οσοι δε τον θεωρούσαν «νεορεαλιστή» θα βγουν από το σινεμά έκπληκτοι. Μεταξύ εφιάλτη και μαγείας κινείται «Το παραμύθι των παραμυθιών», διεθνής συμπαραγωγή με διεθνές καστ, ένα θαρραλέο στοίχημα που βασίζεται σε 3, από τα 50, παραμύθια του Ναπολιτάνου Τζιαμπατίστα Μπάζιλε (1575 – 1632), που στις αρχές του 1600 τα συνέλεξε, τα ξανάγραψε στα ναπολιτάνικα και τα συγκέντρωσε στο βιβλίο του «Cunto de li cunti», το οποίο δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, το 1636. Λέγεται ότι ο Μπάζιλε ήταν μεγαλοφυΐα, με φαντασία αυθεντική, ολοκαίνουρια πολύχρωμη και πολύμορφη, διεγερμένη από τις αφηγήσεις γύρω από τη φωτιά… Τη συλλογή αυτή, ο αστός φιλόσοφος Μπενεντέτο Κρότσε όρισε ως «το ωραιότερο ιταλικό μπαρόκ βιβλίο, το πλουσιότερο και καλλιτεχνικότερο απ’ όλα των λαϊκών παραμυθιών». Τρεις ιστορίες – με μάγισσες, τέρατα και βασίλισσες – δεμένες μαζί, πάνω στο θέμα της κτητικής αγάπης. Ενα παραμύθι πλήρως ιταλικό και οικουμενικό, παιδικό και «καλλιεργημένο», περιπετειώδες και θεαματικό που οδηγεί στις βαθιές εμμονές του σκηνοθέτη. Βέβαια, κάθε απόπειρα αφήγησης ενός παραμυθιού του 1600 για ενήλικο κοινό συνιστά εκ προοιμίου «επικίνδυνη αποστολή».

Αστείρευτη μαγεία, σιγοψιθυρισμένη σαν ποίηση που απολαμβάνει κανείς για 135 λεπτά. Χωρίς άμεσες αναφορές, περικλείει μέσα της τη μισή ιστορία του σινεμά και της ζωγραφικής. Ο Γκαρόνε φέρνει σ’ ένα ανεξερεύνητο είδος για το ιταλικό σινεμά μια νότα θαυμαστής πρωτοτυπίας. Δράκοι της θάλασσας, ψύλλοι γίγαντες, τρομαχτικές μέγαιρες, ελκυστικές νεαρές. Ενα θαυμαστό ταξίδι στο σύμπαν μιας ολοκαίνουριας (εκπληκτική η δολοφονία του δράκου από τον δύτη βασιλιά), πολύχρωμης και πολύμορφης φαντασίας που σ’ αφήνει με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο αδιαμφισβήτητο «παραστατικό» γούστο του δημιουργού.

Μια αγέλαστη βασίλισσα γιατί δεν απέκτησε παιδί, δυο γερασμένες αδελφές που εκμεταλλεύονται μια παρεξήγηση για να τραβήξουν την προσοχή του ερωτομανούς, πεινασμένου για φρέσκια σάρκα βασιλιά κι ένας ευγενής, που οργανώνει παράξενους αγώνες με έπαθλο την κόρη του, βασιζόμενος στο γεγονός ότι κανείς δεν θα περάσει τη δοκιμασία κι η κόρη του θα παραμείνει στον πύργο. Ο σκηνοθέτης μπορεί να προσεγγίζει με δημιουργική ελευθερία το κινηματογραφικό είδος του παραμυθιού, αλλά στο οπτικό φαντασιακό της ταινίας εγγράφεται και η παρουσία του προγενέστερου Γκαρόνε: Η λαχανιασμένη ανάσα των άγριων όντων, οι λαβύρινθοι του μυαλού, η προσπάθεια καθυπόταξης της ελευθερίας του άλλου, η μοναξιά, αναπόφευκτη μοίρα, συνοδεία συνεχούς χρήσης της μουσικής που στις σπουδαιότερες στιγμές σιωπά, απόλυτη σιωπή. Το αποτέλεσμα μοιάζει με καλειδοσκόπιο δυνατών και υποβλητικών εικόνων, με γαϊτανάκι ανθρώπινων συναισθημάτων και παρατήρησης πάνω στη φύση του έρωτα. «Ερωτας και θάνατος» στο σύμπαν της ταινίας συνιστούν εμμονές ζωτικής σημασίας.

Η κυκλική δομή της αφήγησης καταλήγει ολιστική κι αυτό εκπλήσσει, γιατί τα τρία παραμύθια γυρίστηκαν ξεχωριστά. Στη συγγραφή, στο κινηματογραφικό και το εικαστικό φαντασιακό του σκηνοθέτη ξεχωρίζει μια ύφανση μωσαϊκού, ενώ μέσα από έναν αρχετυπικό αφηγηματικό κώδικα των παραμυθιών προβάλλουν γνωστές θεματικές – η μεταμόρφωση του σώματος, το πάθος που τυφλώνει, η εξαπάτηση. Κάπου ειρωνική, κάπου ερωτική, κάπου ελαφριά, κάπου βαθιά η προσέγγιση του δημιουργού, παρασύρει και αναστατώνει με την ωμότητα, την οπτική της ενέργεια (η μονομαχία ανάμεσα στον δύτη και τον δράκο, τον δράκο και την πριγκίπισσα) και τη δύναμη των ακραίων συναισθημάτων (ο πατέρας αγαπά περισσότερο από την κόρη του τον γιγαντιαίο ψύλλο που εκτρέφει).

Ακόμα και ο θεατής που δεν θα θελήσει να αφεθεί στη μαγεία αυτού του φανταχτερού και πληβείου αριστουργήματος, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί ότι η ματιά του γυαλίζει μπροστά σε ένα τόσο εντυπωσιακά φανταστικό θέαμα, άσχετο που η καρδιά του μπορεί να μη συμμετέχει στη γιορτή. Αυτός βγαίνοντας από την αίθουσα θα μιλά μόνο για τέρατα, δράκοντες και χασμουρητά…

Με τους: Σάλμα Χάγιεκ, Τζον Ράιλι, Κρίστιαν Λις, Αλμπα Ρορβάκερ, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία, Γαλλία, Μ. Βρετανία (2015)

                          
  Π.Ε.Ι. Λεωφορείου              Π.Ε.Ι. Φορτηγού                                    Kαταστατικό                          ΚΟΚ     Συνδικάτου ΟΑΣΑ
      
        Συνοπτικός
   Εργασιακός Οδηγός