Πώς όμως εμπνεύστηκε ο Τσάρλι Τσάπλιν τον ήρωα του πεινασμένου αλήτη, που ενσάρκωσε για χρόνια στις ταινίες του;«Ενα Σάββατο, μετά το σχολείο, έφτασα σπίτι αλλά δε βρήκα κανέναν εκεί», γράφει στην αυτοβιογραφία του.
«Στην αρχή ένιωσα ανακούφιση, γιατί αυτό σήμαινε πως δε θα είχα να τρίβω πατώματα και να καθαρίζω μαχαίρια.Περίμενα μέχρι πολύ μετά την ώρα του μεσημεριανού, οπότε άρχισα να ανησυχώ. Ισως να με είχαν εγκαταλείψει. Καθώς το απόγευμα περνούσε και χανόταν, άρχισαν να μου λείπουν.Αρχιζα κιόλας να πεινάω, έτσι κοίταξα στο κελάρι, αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο αυτή την αίσθηση του κενού, κι έτσι βγήκα έξω, έρημος, και πέρασα το απόγευμα τριγυρνώντας στα παζάρια που υπήρχαν ολόγυρα. Περιπλανήθηκα στη Λάμπεθ Γουόκ και στη Γάτα, κοιτάζοντας πεινασμένα στα παράθυρα των μαγειρείων τα προκλητικά, αχνιστά ψητά κοψίδια από χοιρινό και βοδινό και τις χρυσοκάστανες τηγανητές πατάτες πνιγμένες στη σάλτσα».Ο Τσάρλι Τσάπλιν πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σειρά πολιτικών ομιλιών, στις οποίες, ανοιχτά, στήριζε τη Σοβιετική Ενωση.Το γεγονός αυτό έστρεψε τον μακαρθισμό εναντίον του βάζοντάς τον στην «μαύρη λίστα» των ανθρώπων της Τέχνης και της διανόησης που «συνέβαλαν στην προβολή του κομμουνισμού μέσα από τον κινηματογράφο».
Λυσσώντας που «όλες οι ταινίες του γίνανε για τον καταπιεσμένο άνθρωπο», όπως ο ίδιος έλεγε, παρακολουθούσαν, κατασυκοφαντούσαν, διέσυραν από τον Τύπο την προσωπική του ζωή, έστησαν δικαστικές σκευωρίες περί «φοροδιαφυγής», «νόθων παιδιών», «βαναυσότητας» στις συζύγους του και πολεμούσαν τις ταινίες του.
Προς το τέλος του πολέμου, ο εισαγγελέας του απαγγέλλει κατηγορίες σύμφωνα με το νόμο Μαν για σωματεμπορία, προαγωγή στην πορνεία και ανηθικότητα. Αν και αθωώνεται λίγα χρόνια αργότερα, η δίκη καταστρέφει τη δημόσια του εικόνα.