Κανένας από τους λόγους και καμιά από τις αιτίες που το προηγούμενο διάστημα έβγαλαν στους δρόμους χιλιάδες λαού, με απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις, δεν έχει εκλείψει. Αντίθετα, στο αντιασφαλιστικό σχέδιο της κυβέρνησης, που στάθηκε η βασική αιτία της κινητοποίησης ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων τους τελευταίους μήνες, έρχονται να προστεθούν κι άλλοι παράγοντες που καθιστούν αναγκαία την κλιμάκωση της εργατικής – λαϊκής πάλης και με 48ωρη απεργία, όπως έχει ήδη αποφασιστεί από τα συνδικάτα.
Η επιτυχία της πρέπει να αποτελέσει ευθύνη του καθενός και της καθεμιάς ξεχωριστά, με δουλειά στον κλάδο και στο χώρο εργασίας. Να γίνει η απεργία πραγματικός σταθμός στους αγώνες των εργαζομένων και του λαού ενάντια στα μέτρα που τσακίζουν τη ζωή τους για να ανακάμψει το κεφάλαιο, ενάντια στην ιμπεριαλιστική πολιτική και τους ανταγωνισμούς, που ανάβουν τη φωτιά του πολέμου και της προσφυγιάς.
Άλλο τοπίο στην Κοινωνική Ασφάλιση
Ολοένα και πιο καθαρά φαίνεται πλέον ότι η διαπραγμάτευση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην τρόικα για το Ασφαλιστικό θα κλείσει με τον πιο επώδυνο τρόπο για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Στα μέτρα που είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση προστίθενται νέα, ακόμα πιο άγρια, που θα γίνει προσπάθεια να νομιμοποιηθούν στις λαϊκές συνειδήσεις με το ψευτοεπιχείρημα ότι «γλιτώσαμε τα χειρότερα» και ότι είναι «μέτρα δίκαιης κατανομής των βαρών για να γίνει βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα».
Στην πραγματικότητα, πάμε για μια ριζική αλλαγή του τοπίου στην Κοινωνική Ασφάλιση, που προκύπτει από τη συσσώρευση δεκάδων αντιλαϊκών νόμων και ανατροπών, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Σ’ αυτά έρχεται τώρα να προστεθεί η αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Η παραπέρα μείωση των κύριων και επικουρικών συντάξεων πρέπει να θεωρείται δεδομένη και αυτό που φαίνεται ότι παζαρεύει η κυβέρνηση είναι το ύψος, το εύρος και η μεθόδευση των νέων περικοπών. Για τους νεότερους ασφαλισμένους, αλλά και για τους σημερινούς συνταξιούχους, μηχανισμός περικοπής των συντάξεων θα αποτελέσει ο υπολογισμός (και επανυπολογισμός) τους με νέα, χειρότερα κριτήρια και μικρότερα ποσοστά αναπλήρωσης σε ό,τι αφορά το ανταποδοτικό κομμάτι της σύνταξης.
Επίσης, όπως όλα δείχνουν, με το επερχόμενο νομοσχέδιο γίνεται ένα γενναίο βήμα στην αύξηση των ελάχιστων ετών Ασφάλισης που χρειάζεται να έχει κανείς για να κατοχυρώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης, από τα 15 στα 20 χρόνια. Αυτό μεθοδεύεται μέσω της κλιμακωτής απόδοσης της λεγόμενης «εθνικής σύνταξης» ανάλογα με τα χρόνια Ασφάλισης, στο διάστημα από τα 15 έως τα 20 έτη. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι μόνο όποιος έχει συμπληρώσει ένσημα 20 ετών θα δικαιούται ολόκληρο το ποσό των 384 ευρώ, που θα δίνεται μειωμένο για όσους συνταξιοδοτούνται με λιγότερα χρόνια, ανάμεσα στη 15ετία και την 20ετία.
Η παραπέρα ενοποίηση όλων των σημερινών Ταμείων στο υπερ-Ταμείο του ΕΦΚΑ δεν γίνεται για καλό σκοπό, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση (μείωση του λειτουργικού κόστους του συστήματος, κάλυψη ελλειμματικών Ταμείων από τα πλεονασματικά κά), αλλά θα οδηγήσει σε εξίσωση προς τα κάτω των παροχών για όλους, μέσα από τους ενιαίους κανόνες που θεσπίζονται. Ακόμα και στην περίπτωση που οι ενοποιήσεις καθυστερήσουν για κάποια Ταμεία (π.χ. ΟΓΑ), εξυπηρετώντας τους ελιγμούς της κυβέρνησης απέναντι στους λαϊκούς αγώνες, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει, αφού είναι βέβαιο ότι οι εισφορές θα αυξηθούν έστω και σταδιακά, ενώ θα συρρικνωθούν κι άλλο οι παροχές.
Χειρότερο γίνεται, καλύτερο όχι
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ανατροπές που είτε προϋπήρχαν είτε προστέθηκαν στο σχέδιο της κυβέρνησης, μετά τη διαπραγμάτευση με την τρόικα, η οποία ακόμα συνεχίζεται. Από τις εξελίξεις αποδεικνύεται και κάτι ακόμα: Από τις διαπραγματεύσεις και τα παζάρια που γίνονται πάνω στον άξονα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της δημιουργίας καλύτερων προϋποθέσεων για ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, δεν μπορεί να υπάρξει λύση που να υπηρετεί το λαϊκό συμφέρον, ή έστω να ανακουφίζει κάπως τα καταπονημένα από τα αλλεπάλληλα μέτρα λαϊκά στρώματα.
Μόνο το αντίθετο μπορεί να συμβεί: Νέα μέτρα να προστεθούν στα παλιά, στο όνομα της επανεκκίνησης της οικονομίας, κατά τον ίδιο τρόπο που το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του φόρτωσαν την καπιταλιστική κρίση στις πλάτες των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Επιβεβαιώνεται ακόμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κορόιδευε αισχρά το λαό όταν έλεγε ότι οι κινητοποιήσεις για το Ασφαλιστικό δυναμώνουν τη διαπραγματευτική ισχύ της κυβέρνησης. Αποκαλύφθηκε, άλλωστε, όταν ο Αλ. Τσίπρας χαρακτήρισε «πατριωτικό καθήκον» της μικρομεσαίας αγροτιάς να αποσυρθεί από τον αγώνα που κάνει για να επιβιώσει.
Επιβεβαιώνεται, ακόμα, η ορθότητα του συνθήματος – αιτήματος που από την πρώτη ώρα πρόβαλλαν οι ταξικές δυνάμεις, να αποσυρθεί το σχέδιο – λαιμητόμος, που δεν παίρνει καμιά βελτίωση, καμιά αλλαγή και μόνο χειρότερο μπορεί να γίνει.
Σήμερα, μπορεί κανείς να δει πιο καθαρά πόσο χειρότερα θα ήταν τα πράγματα αν είχε κυριαρχήσει η γραμμή του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού για «κοινωνικό διάλογο», που θα αναζητούσε «συγκλίσεις» και «βελτιώσεις» στο αντιασφαλιστικό κυβερνητικό σχέδιο, αν είχε περάσει η προσπάθεια της κυβέρνησης να ξεκόψει κλάδους των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων από τον κοινό αγώνα, με υποσχέσεις για «εξαιρέσεις» και συντεχνιακές «βελτιώσεις» στην πρόταση που παρουσίασε αρχικά.
Χρειάζεται, επομένως, να βγουν συμπεράσματα και να καταδικαστούν όχι μόνο η τακτική της κυβέρνησης, αλλά και η στάση των άλλων δυνάμεων, που είτε στήριξαν τη λογική των «διαλόγων» είτε ταυτίστηκαν με το επιχείρημα ότι οι εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις πρέπει να γίνονται για τη στήριξη της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση με την τρόικα.
Η στάση των άλλων κομμάτων
Με ανάλογα κριτήρια και με βάση τη γενική πολιτική τους, πρέπει να κρίνονται και τα άλλα κόμματα, που αναπαράγουν το αίτημα των συνδικάτων για απόσυρση του αντιασφαλιστικού σχεδίου, όχι όμως επειδή διαφωνούν με τον πυρήνα της αντιασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλά επειδή θεωρούν ότι οι δικοί τους προηγούμενοι νόμοι, με κάποιες προσαρμογές, μπορούν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα, που είναι η απαλλαγή του κράτους και της εργοδοσίας από τις υποχρεώσεις τους στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, η μετατροπή της Υγείας, της Πρόνοιας και της σύνταξης σε ατομική υπόθεση, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους και της δημοσιονομικής επιβάρυνσης του κράτους, ως συστατικά στοιχεία της πολιτικής για την καπιταλιστική ανάκαμψη.
Τέτοια είναι, για παράδειγμα, η εναντίωση της ΝΔ στο σχέδιο Κατρούγκαλου, και την ίδια ώρα υπερασπίζεται τους δικούς της αντιασφαλιστικούς νόμους και ασκεί πιέσεις για να εκτονωθούν οι λαϊκές αντιδράσεις, όπως έκανε την περίοδο που κορυφώθηκαν στα μπλόκα οι κινητοποιήσεις της μικρομεσαίας αγροτιάς.
Σε κάθε περίπτωση, το ασφαλέστερο κριτήριο για την πολιτική κάθε κόμματος είναι η στάση του απέναντι στο βασικό ζήτημα που αναδεικνύει η διαπάλη για το Ασφαλιστικό: Ποιος θα πληρώσει, τα μονοπώλια ή ο λαός;
Η κυβέρνηση και όλα τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης, ανάμεσά τους και η φασιστική Χρυσή Αυγή, ανεξάρτητα από επιμέρους διαφορές, αποδέχονται και υπηρετούν το στόχο της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, της δημοσιονομικής εξυγίανσης, της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Ενοχοποιούν και συκοφαντούν το λαό για κατακτήσεις που απέσπασε με την πάλη του τα προηγούμενα χρόνια και συμφωνούν ότι οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα πρέπει να πληρώσουν για το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, αλλά με «δίκαιο» τάχα τρόπο.
Από αυτήν τη σκοπιά, το αίτημα να πληρώσουν για το Ασφαλιστικό το κράτος και η εργοδοσία δεν συνιστά αντιπερισπασμό από την πλευρά του κινήματος στην πίεση που ασκεί η κυρίαρχη αντιλαϊκή πολιτική για νέες ανατροπές και μέτρα, αλλά συμπυκνώνει την ουσία της ταξικής αντιπαράθεσης γύρω από το ζήτημα του Ασφαλιστικού και κατ’ επέκταση τη διαπάλη μέσα στο κίνημα για το ποια γραμμή θα κυριαρχήσει στην πάλη των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Να πληρώσουν κράτος και εργοδοσία
Για να πληρώσουν πραγματικά το κράτος και η εργοδοσία, χρειάζεται άλλο επίπεδο οργάνωσης του εργατικού – λαϊκού κινήματος, σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική, αμφισβήτηση του σημερινού αρνητικού συσχετισμού δύναμης και οργάνωση για την ανατροπή του.
Χρειάζεται να απορριφθούν από την πλειοψηφία των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων ο «κοινωνικός διάλογος», η διαμόρφωση αιτημάτων με κριτήριο τις αντοχές της οικονομίας, το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις και οργανισμούς.
Χρειάζεται να βρεθεί στην προμετωπίδα σκληρών και επίμονων ταξικών αγώνων η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, που συνθλίβονται από την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την εξουσία των μονοπωλίων, την οργάνωση της παραγωγής με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος. Η ένταση της συλλογικής προσπάθειας για την ανασύνταξη του εργατικού – λαϊκού κινήματος, η συγκρότηση και το στέριωμα της Λαϊκής Συμμαχίας, το δυνάμωμα του ΚΚΕ είναι αναγκαίες προϋποθέσεις όχι μόνο για να αναπτυχθεί το κίνημα με αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και τελικά για να νικήσει.
* Αναδημοσιεύεται από τον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη», 6/3/2016