Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι στις αλλαγές που συζητάει με το κουαρτέτο στα Εργασιακά, θα ακολουθήσει με ευλάβεια τις λεγόμενες «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ. Αυτή τη δέσμευση, που περιέχεται αυτολεξεί στο τρίτο μνημόνιο, η κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός την πλασάρουν ως ευνοϊκή για τα εργατικά – λαϊκά δικαιώματα, λέγοντας ότι με τη μεταρρύθμιση που ετοιμάζουν, η Ελλάδα θα επιστρέψει στην «κανονικότητα» σε σχέση με όσα ισχύουν στα άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ.
Η θέση τους αυτή κρύβει μια μεγάλη αλήθεια και ταυτόχρονα ένα μεγάλο ψέμα. Η αλήθεια είναι ότι, πράγματι, στόχος της μεταρρύθμισης στα Εργασιακά είναι να εναρμονιστεί το ελληνικό Εργατικό Δίκαιο με όσα ισχύουν στα άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ, στους τομείς εκείνους που για διάφορους λόγους δεν προχώρησαν οι μεταρρυθμίσεις ή δεν ολοκληρώθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Το ψέμα είναι ότι αυτή η εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό «κεκτημένο» θα βελτιώσει την κατάσταση για τους εργαζόμενους. Το αντίθετο ακριβώς θα γίνει, επειδή οι «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ στα Εργασιακά απαρτίζονται από αντεργατικούς νόμους και διατάξεις που είτε ισχύουν στην Ελλάδα είτε βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά σε αγριότητα, σε ό,τι αφορά το ξήλωμα εργοδοτικών δικαιωμάτων από τη μια και την ενθάρρυνση – υπόθαλψη της εργοδοτικής επιθετικότητας από την άλλη. Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα.
Μιλώντας τις προάλλες στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, η κυβερνητική εκπρόσωπος, Ολγα Γεροβασίλη, υποστήριξε ότι η επικείμενη μεταρρύθμιση στα Εργασιακά είναι «ένα ακόμη θέμα που καλύπτεται από τα περισσότερα ΜΜΕ με όρους θεάματος και μεγάλες δόσεις τερατολογίας». Οπως η ίδια ισχυρίζεται, «δεν τίθεται θέμα μείωσης περαιτέρω των δικαιωμάτων και των μισθών των εργαζομένων», αλλά «τίθεται μόνο ζήτημα να επιστρέψουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις».
Προσθέτει, μάλιστα, ότι «σε αυτή τη θέση συγκλίνουν και οι κοινωνικοί εταίροι στην Ελλάδα και η ευρωπαϊκή πλευρά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης». Για να δούμε, όμως, πώς έχει πραγματικά η κατάσταση. Στην Αιτιολογική Εκθεση που συνοδεύει το άρθρο 103 του νόμου 4172/2013, με τον οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία καθορισμού του κατώτερου μισθού από το κράτος, μετά την 1/1/2017, γράφονται επί λέξη τα εξής:
«Στην ευρωπαϊκή και διεθνή πρακτική, ο καθορισμός του νομοθετημένου κατώτατου μισθού γίνεται είτε με διάταξη νόμου ή με Υπουργική Απόφαση που εκδίδεται έπειτα από νομοθετική εξουσιοδότηση ή με απόφαση συλλογικού οργάνου της διοίκησης που έχει συγκεκριμένη αρμοδιότητα για το σκοπό αυτό μέσω νόμου. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, προηγείται διαβούλευση μεταξύ της κυβέρνησης και εκπροσώπων των Κοινωνικών Εταίρων, η οποία, ναι μεν, δεν είναι δεσμευτική για την κυβέρνηση, ασκεί όμως υψηλή πολιτική επιρροή στα σημεία για τα οποία οι Κοινωνικοί Εταίροι έχουν σύμφωνη άποψη.
Σε 20 από τις 27 χώρες της Ευρώπης ο κατώτατος μισθός καθορίζεται από την κυβέρνηση έπειτα από διαβούλευση με τους Κοινωνικούς Εταίρους (ενδεικτικά Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βουλγαρία, Ιρλανδία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ισπανία και Τσεχία). Με συλλογικές συμβάσεις μόνο, ο κατώτατος μισθός καθορίζεται στο Βέλγιο, την Εσθονία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία τη Σλοβενία και την Ουγγαρία, καθώς και στην Ελλάδα μέχρι την ψήφιση του Ν.4093/2012.
Οπου ο κατώτατος μισθός ορίζεται από όργανο της κυβέρνησης μετά από διαβούλευση με τους Κοινωνικούς Εταίρους, οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και οι ατομικές συμβάσεις εργασίας δεν επιτρέπεται να ορίζουν αμοιβές κατώτερες από το νομοθετημένο κατώτατο μισθό. Σε πολλές χώρες ορίζεται χαμηλότερος νομοθετημένος μισθός για νέους, όπως συμβαίνει στο Βέλγιο, στον Καναδά, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ.».
Επομένως, με βάση τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ, ο κατώτατος μισθός ορίζεται από το κράτος, στη διαδικασία καθορισμού του οι «κοινωνικοί εταίροι» έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα, η διαφοροποίηση του κατώτατου μισθού για μεγαλύτερους και μικρότερους σε ηλικία εργαζόμενους ισχύει σε πολλές χώρες, ο μισθός αυτός ρυθμίζει τα κατώτερα θεσμοθετημένα όρια και από εκεί και πάνω λειτουργούν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για άλλου είδους συμβάσεις (κλαδικές, επιχειρησιακές).
Βεβαίως, είναι αυτονόητο ότι στις κλαδικές και επιχειρησιακές δεν μπορεί να μην παίρνεται υπόψη το ύψος του κατώτερου, πολύ περισσότερο που ο μισθός αυτός αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των νεοεισερχομένων σε έναν κλάδο, γεγονός που σπρώχνει προς τα κάτω το μέσο κλαδικό μισθό, όσο και γενικότερα το μέσο μισθό.
Αυτή τη «βέλτιστη πρακτική» ορίζει ο νόμος που έχει ψηφιστεί για τον κατώτερο μισθό και μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούν να λειτουργήσουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες να σημειωθεί ότι δεν απαγορεύτηκαν ποτέ σε ό,τι αφορά τις κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις. Αυτό που έγινε ήταν με νόμο να «παγώσουν» ορισμένες θεσμικές και μισθολογικές προβλέψεις, όπως οι τριετίες και άλλα.
Η Αιτιολογική Εκθεση του νόμου λέει και κάτι ακόμα. Οτι «ακολουθώντας την ευρωπαϊκή και διεθνή πρακτική, με το Ν.4093/2012 θεσπίστηκε ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και ημερομίσθιο, με αντίστοιχο περιορισμό της έκτασης εφαρμογής των μισθολογικών όρων της ΕΓΣΣΕ στους εργαζόμενους που απασχολούνται από επιχειρήσεις εκπροσωπούμενες από τις συμβαλλόμενες εργοδοτικές οργανώσεις».
Τι λέει εδώ; Οτι ο κατώτατος μισθός ισχύει μόνο για τους εργαζόμενους εκείνους που δεν καλύπτονται από κλαδικές. Τι δεν λέει; Οτι πέρα από τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από το κράτος, «βέλτιστη πρακτική» της ΕΕ είναι η κατάργηση της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων. Δηλαδή, οι όροι τους δεν είναι υποχρεωτικοί για εκείνες τις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη των εργοδοτικών ενώσεων οι οποίες υπογράφουν την κλαδική. Επομένως, για όλες αυτές τις επιχειρήσεις, τα κατώτερα όρια των μισθών ταυτίζονται με αυτά της ΕΓΣΣΕ.
Επομένως, η Αιτιολογική Εκθεση της τότε κυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να θολώσει τα νερά, γράφοντας ότι «η εξέλιξη αυτή προσδίδει στο νομοθετημένο κατώτατο μισθό συμπληρωματικό χαρακτήρα στο ισχύον σύστημα καθορισμού κατώτατων μισθών με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Ν.1876/1990)». Παρουσιάζει δηλαδή την ΕΓΣΣΕ να έχει συμπληρωματικό ρόλο στις κλαδικές και άλλες συμβάσεις, όταν στην πραγματικότητα ο κατώτερος μισθός είναι το όριο που κατατείνουν όλοι οι κλαδικοί και επιχειρησιακοί μισθοί.
Και παρακάτω: «Το ισχύον πλέον σύστημα μισθών δομείται ιεραρχικά με ελάχιστο όριο το νομοθετημένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο και στη συνέχεια οργανώνεται αποκεντρωμένα με βάση τις λοιπές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές) που εφαρμόζονται μόνο για τους εργοδότες και εργαζόμενους των συμβαλλομένων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων εκπροσωπούμενους και τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις».
Επομένως, παίρνοντας τοις μετρητοίς όσα γράφονται στην Αιτιολογική Εκθεση, με τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ για τον κατώτατο μισθό και ο καθορισμός του από το κράτος διασφαλίζεται και ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων συνεχίζει να ισχύει και οι εργοδότες απαλλάσσονται από την υποχρέωση να εφαρμόζουν τις κλαδικές συμβάσεις και οι μισθοί διαμορφώνονται αυτόματα με βάση τις αντοχές της οικονομίας και της αγοράς. Ολοι, λοιπόν, εργαζόμενοι, εργοδότες και κράτος, θα πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι.
Κι όλα αυτά επειδή, όπως σημειώνεται στην ίδια Αιτιολογική Εκθεση, «η διαβούλευση της κυβέρνησης με τους Κοινωνικούς Εταίρους και την επιστημονική υποστήριξη ερευνητικών και επιστημονικών φορέων, καθώς και εμπειρογνωμόνων υψηλού γνωστικού κύρους, διασφαλίζει (…) αφενός τη στενή παρακολουθηματικότητα που απαιτείται των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, την αναγκαία συνάφεια που χρειάζεται να υπάρχει για την καταπολέμηση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης και αφετέρου βοηθά δραστικά στην ανάπτυξη ενός ώριμου, καλόπιστου, αντικειμενικού, πλούσιου, παραγωγικού και σύγχρονου Κοινωνικού Διαλόγου, χωρίς την καχύποπτη λογική του παρελθόντος, αλλά με όρους το Εθνικό και Κοινωνικό Συμφέρον». Με μια ανάσα, τα είπε όλα ο νομοθέτης…
Αλλα για να δούμε πώς τοποθετείται η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ απέναντι στην «κανονικότητα» της ΕΕ και στις «βέλτιστες πρακτικές»; Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Γ. Παναγόπουλου μετά τη συνάντηση που είχαν οι «κοινωνικοί εταίροι» για τα Εργασιακά, στις 12 Ιούλη, όπου μάλιστα συζητήθηκε η διαμόρφωση «εθνικής γραμμής» με τους εργοδότες και την κυβέρνηση.
Είπε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ: «Σήμερα, μαζί με τον υπουργό συζητήσαμε τρόπους για να χαράξουμε μια εθνική γραμμή (…) Εκτιμώ ότι μπορεί να υπάρξει μία τέτοια γραμμή, αρκεί να γίνει κατανοητό ότι είναι αδιανόητο στην Ελλάδα της κρίσης, στην Ελλάδα της τεράστιας ύφεσης, δεν μπορεί να υπάρχει απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων, δεν μπορεί να υπάρχει ανταπεργία, δεν μπορεί να μην υπάρχει προστασία της συλλογικής δράσης και κυρίως πρέπει να υπάρχει ένα σαφές και κινούμενο στα ευρωπαϊκά πλαίσια, πλαίσιο διαπραγματεύσεων εθνικών και κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας».
Αλήθεια, πόσο απέχουν οι τεμενάδες της ΓΣΕΕ στα «ευρωπαϊκά πλαίσια» από την αποθέωση των «βέλτιστων πρακτικών» που περιγράφονται πιο πάνω; Αλλωστε, η συνδικαλιστική πλειοψηφία συνυπέγραψε την περασμένη Τρίτη την «κοινή δήλωση» με τους εργοδότες για τα Εργασιακά, όπου μεταξύ άλλων αποδέχεται τις «βέλτιστες πρακτικές», ορίζοντας μάλιστα ότι ως τέτοιες θα πρέπει να θεωρηθούν «όσες εναρμονίζονται με το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και την προστασία των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, που προσδιορίζουν την ταυτότητα της Ευρώπης».
Ωστόσο, «βέλτιστες πρακτικές» δεν υπάρχουν μόνο στον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, άλλα και στα υπόλοιπα ζητήματα που «ανοίγουν» στη διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά. Για παράδειγμα, πώς θα νομοθετήσει η κυβέρνηση για τις ομαδικές απολύσεις, με βάση τις «βέλτιστες πρακτικές»; Την απάντηση δίνει η Βελγίδα επίτροπος για την Απασχόληση, Μαριάν Τάισεν, σε συνέντευξη που παραχώρησε πρόσφατα στο ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Λέει για τις ομαδικές απολύσεις και την ευρωπαϊκή εμπειρία: «Σε ό,τι αφορά τις συλλογικές (σ.σ. ομαδικές) απολύσεις, στην Ευρώπη έχουμε κανόνες, θέλουμε οι εργαζόμενοι να προστατεύονται. Εχουμε συγκεκριμένη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, έχουμε κεφάλαια που διατίθενται για τη στήριξη των απολυμένων και τον προσανατολισμό τους σε άλλη εργασία. Ομως, δεν απαγορεύουμε τις συλλογικές απολύσεις, όπως γίνεται μόνο στην Ελλάδα και σε καμία άλλη χώρα, γιατί κάτι κοστίζει σε επενδύσεις.
Κανένας επενδυτής Ελληνας ή ξένος δε θα θέλει να επενδύσει αν ξέρει ότι σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, η κρατική διοίκηση μπορεί να μπλοκάρει τις αποφάσεις του επιχειρηματία. Αυτό εμποδίζει τις επενδύσεις, τις οποίες τις χρειάζεται η Ελλάδα για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι θέλουμε να πάμε και στο άλλο άκρο. Υπάρχουν κανόνες».
Οι κανόνες που λέει η επίτροπος, περιγράφονται στη σχετική οδηγία της ΕΕ 98/59/ΕΚ, όπου οι ομαδικές απολύσεις είναι αναγνωρισμένο «δικαίωμα» του εργοδότη, αρκεί να είναι τυπικά εντάξει στο υπόμνημα που καταθέτει προς την κυβέρνηση για να αιτιολογήσει την «αναγκαιότητά» τους και να προτείνει σε συνεργασία με το κράτος ορισμένα μέτρα «αποκατάστασης» των απολυμένων.
Και για να μη μείνει καμιά αμφιβολία για το ποιον υπηρετούν αυτές οι οδηγίες της ΕΕ, έρχεται ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θ. Φέσσας, σε συνέντευξη στο ίδιο Μέσο, να πιέσει προς την ίδια κατεύθυνση με άλλα λόγια. Λέει συγκεκριμένα: «Η ευρωπαϊκή Οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις εφαρμόστηκε στη χώρα μας με την ελληνική πατέντα να παρεμβάλλεται το υπουργείο Εργασίας, το οποίο εγκρίνει ή όχι αυτές τις αποφάσεις. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην Ευρώπη.
Από τότε που νομοθετήθηκε το μέτρο αυτό, σχεδόν όλοι οι υπουργοί αρνήθηκαν να συναινέσουν, ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που υπήρχε αμοιβαία κατανόηση εργοδοσίας – εργαζομένων. Το αποτέλεσμα; Οι εταιρείες που είχαν κάνει σχετική αίτηση έβαλαν λουκέτο. Δεν επιτεύχθηκε ποτέ ο στόχος, δηλαδή να επιβιώσει τουλάχιστον ένα μέρος της επιχείρησης. Συνεπώς, επί της αρχής καλό είναι να υιοθετηθούν οι ευρωπαϊκές Οδηγίες ως έχουν και να εστιάσουμε την προσοχή μας στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα προσελκύσουν σοβαρές επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν καλές θέσεις εργασίας»…
Η σύμπτωση των απόψεων κυβέρνησης, εργοδοσίας και κουαρτέτου για την εφαρμογή των «βέλτιστων πρακτικών» αν μη τι άλλο πρέπει να υποψιάσει τους εργαζόμενους για την παγίδα που τους στήνουν.
ΠΗΓΗ: http://www.rizospastis.gr