Μετά την πρώτη συνάντηση του υπουργού Εργασίας με το κουαρτέτο, την περασμένη Τετάρτη, «μπήκε το νερό στ’ αυλάκι» για τις νέες ανατροπές που θα επιχειρήσουν στα Εργασιακά. Η κυβέρνηση έχει δηλώσει την πρόθεσή της να ολοκληρωθεί έγκαιρα η δεύτερη «αξιολόγηση», που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τις αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο, τις ομαδικές απολύσεις και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, όπως συμφωνήθηκαν στο τρίτο μνημόνιο.
Ταυτόχρονα, όμως, προσπαθεί να καλλιεργήσει εφησυχασμό στο λαό, να καθυστερήσει ή και να αποτρέψει αντιδράσεις στην πολιτική της, να ενσωματώσει την όποια δυσαρέσκεια και αγανάκτηση εκφράζεται ενάντια στα αντεργατικά της σχέδια. Αυτόν ακριβώς το στόχο υπηρετεί και η προσπάθεια του υπουργείου Εργασίας, μετά τις πρώτες συναντήσεις με το κουαρτέτο, να καλλιεργήσει την αίσθηση ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει όλο το χρόνο και όλα τα περιθώρια στη διαπραγμάτευση, για να πετύχει τάχα θετικά αποτελέσματα για το λαό.
Κυβέρνηση και «θεσμοί» συμφώνησαν η επόμενη συνάντηση για τα Εργασιακά να γίνει στις 17 Οκτώβρη. Συμφώνησαν, επίσης, βάση της διαπραγμάτευσης να αποτελέσουν το πόρισμα της «Επιτροπής των ειδικών», που διορίστηκε από την κυβέρνηση και το κουαρτέτο, καθώς και η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ για την υπόθεση της «Lafarge», που θα κρίνει το κατά πόσον η ελληνική νομοθεσία για τις ομαδικές απολύσεις είναι συμβατή με το ευρωπαϊκό Δίκαιο. Το μεν πόρισμα αναμένεται μέχρι τα τέλη Σεπτέμβρη, ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου ενδεχομένως να δημοσιοποιηθεί λίγο αργότερα.
Την παρελκυστική τακτική της κυβέρνησης τη δοκίμασαν οι εργαζόμενοι και στην περίπτωση του Ασφαλιστικού, όταν τα επιτελεία της «έσκιζαν τα ρούχα τους» επί ένα οχτάμηνο ότι δίνουν τάχα μάχη για να μη μειωθούν κι άλλο οι συντάξεις, να μην υπάρξουν άλλες επώδυνες αλλαγές για τους νέους συνταξιούχους. Παρουσίαζαν το ΔΝΤ σαν τον «κακό» της διαπραγμάτευσης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς σαν «σύμμαχους» του λαού, ενώ είναι αξεχώριστοι εχθροί των εργαζομένων, παρά τις μεταξύ τους υπαρκτές αντιθέσεις.
Οι πετσοκομμένες επικουρικές που παίρνουν τώρα χιλιάδες δικαιούχοι, το κόψιμο του ΕΚΑΣ για την πρώτη παρτίδα των χαμηλοσυνταξιούχων, οι χαμηλότεροι συντελεστές αναπλήρωσης για τους συνταξιούχους από εδώ και πέρα, επιβεβαιώνουν ότι ο σχεδιασμός της κυβέρνησης εξυπηρετούσε αποκλειστικά τους ελιγμούς της απέναντι στη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια για τα αντιασφαλιστικά της μέτρα. Το ίδιο θα επιδιώξει και τώρα, για να περάσει τα προαποφασισμένα μέτρα στα Εργασιακά.
Ανεξάρτητα από το χρόνο που θα επιλέξει να νομοθετήσει η κυβέρνηση, η αντιλαϊκή πολιτική δεν σταματάει. Αντίθετα συνεχίζεται και κλιμακώνεται με παλιά μέτρα που μπαίνουν σε εφαρμογή ή «ωριμάζουν» τώρα, με νέα μέτρα που προστίθενται ως «προαπαιτούμενα» στην πρώτη «αξιολόγηση». Σε κάθε περίπτωση, οι συνέπειες της πολιτικής που στόχο έχει να φορτώσει την καπιταλιστική ανάκαμψη στην πλάτη του λαού, είναι αδιάκοπες, δεν γνωρίζουν διαλείμματα.
Γι’ αυτό απαιτείται εγρήγορση και καθημερινή προσπάθεια για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη οργάνωση της πάλης, φροντίδα από τα συνδικάτα για το πώς η ανάπτυξη της πάλης θα υπηρετεί καλύτερα το στόχο της ανασύνταξης του κινήματος. Με άλλα λόγια, αν η κυβέρνηση αξιοποιεί την περίοδο που διανύουμε για να προετοιμάσει το έδαφος, ώστε ευκολότερα να περάσουν τα μέτρα που έχει ανάγκη το κεφάλαιο, οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να αφήσουν ούτε ώρα να πάει χαμένη στη συζήτηση και υλοποίηση του δικού τους σχεδίου, απέναντι στο σχέδιο κυβέρνησης – εργοδοσίας – ΕΕ – ΔΝΤ.
Συμβολή σ’ αυτό έχουν αναμφισβήτητα οι πρωτοβουλίες του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος που βρίσκονται σε εξέλιξη. Στόχος είναι να εκφραστεί ένα ισχυρό αγωνιστικό ρεύμα, με επίκεντρο τους τόπους δουλειάς, που δεν θα παλεύει μόνο για να εμποδίσει ή να καθυστερήσει τα μέτρα που έρχονται, αλλά θα διεκδικεί μαχητικά την ανάκτηση των απωλειών από τα χρόνια της κρίσης, την κατάργηση αντεργατικών νόμων της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων, ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, βάζοντας στο επίκεντρο την πάλη για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Αυτά τα χαρακτηριστικά συγκεντρώνει η πρωτοβουλία Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων να απευθυνθούν σε όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και να τις καλέσουν να βάλουν πλάτη στο χώρο τους για την ανάπτυξη αγώνων με το περιεχόμενο που περιγράφτηκε πιο πάνω.
Το γεγονός ότι οι υπογραφές σ’ αυτό το κείμενο – κάλεσμα έχουν ξεπεράσει τις 300 και δεκάδες από αυτές είναι από συνδικαλιστικές οργανώσεις όπου δεν πλειοψηφούν δυνάμεις που συσπειρώνονται και στηρίζουν το ΠΑΜΕ είναι ένα ενθαρρυντικό στοιχείο για τη συνέχεια. Φανερώνονται οι δυνατότητες που έχει αυτή η πρωτοβουλία να γίνει η «μαγιά» μιας ευρύτερης μαχητικής συσπείρωσης στο κίνημα των εργαζομένων, να εκφραστεί και με συγκεκριμένα μέτρα για την οργάνωση του αγώνα στους κλάδους και τους χώρους δουλειάς, με ευθύνη της κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Εξίσου σημαντική είναι και η σύνταξη, με πρωτοβουλία Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων, του σχεδίου νόμου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, που συνυπογράφεται επίσης από συνδικαλιστικές οργανώσεις και θα κατατεθεί σε όλα τα κόμματα της Βουλής, πλην της Χρυσής Αυγής.
Κυβέρνηση και εργοδοσία ρίχνουν στην αρένα όλα τα όπλα τους, για να εξαπατήσουν, να χειραγωγήσουν τους εργαζόμενους και το λαό. Κρύβουν τις αιτίες της κρίσης και καλούν το λαό να στοιχηθεί πίσω από τον «εθνικό» στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, καλλιεργώντας προσδοκίες ότι έχει και ο ίδιος να κερδίσει, αν κάνει υπομονή και δεχτεί αδιαμαρτύρητα παλιές και νέες θυσίες.
Η εργοδοσία, από την πλευρά της, καλλιεργεί την πεποίθηση ότι τα μέτρα δεν τα επιβάλλει η ίδια, ότι ο λαός πληρώνει τα διαχειριστικά λάθη των κυβερνήσεων και του πολιτικού συστήματος, ότι οι επιχειρηματίες προσπαθούν να σταθούν απέναντι στην κρίση και να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και ότι στόχος τους είναι τάχα να διασώσουν τις θέσεις εργασίας και να δημιουργήσουν νέες. Γι’ αυτό ζητάνε στήριξη και χρηματοδότηση από την κυβέρνηση, φοροελάφρυνση και άλλα προνόμια.
Η προσπάθεια αυτή των εργοδοτών και της κυβέρνησης, που βρίσκει έκφραση στους χώρους δουλειάς, δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Οπως δεν πρέπει να υποτιμηθεί και ο σχεδιασμός να συμφιλιώσουν το λαό με τη φτώχεια και τη μίζερη ζωή, να χαμηλώσουν κι άλλο τον πήχη της απαιτητικότητας και των διεκδικήσεων, να τον εγκλωβίσουν σε λογικές ανακύκλωσης και μοιράσματος της φτώχειας, για να κρυφτούν κάτω από το χαλί οι πιο ακραίες μορφές της.
Αυτόν τον στόχο υπηρετεί η πολιτική της κυβέρνησης για την «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης», που είναι ο βασικός πυλώνας της «κοινωνικής της πολιτικής», όπως θρασύτατα ονομάζει τα ψίχουλα που πετάει στους φτωχούς και αυτά σε ελάχιστους και εξαθλιωμένους.
Η κυβέρνηση μειώνει τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων και την ίδια ώρα πανηγυρίζει επειδή ασφαλισμένοι και ανασφάλιστοι εξισώνονται απέναντι στα χαράτσια που πληρώνουν όλοι για εξετάσεις και φάρμακα τα οποία δεν καλύπτει ο ΕΟΠΥΥ. Πανηγυρίζει ότι θα εισπράξει από τις τηλεοπτικές άδειες 246 εκατ. ευρώ, τα οποία θα κατευθύνει σε δράσεις ανακούφισης των πιο φτωχών από τα λαϊκά στρώματα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που ανακοινώνει είναι η επέκταση ορισμένων μέτρων που προβλέπονται στο πρόγραμμα για την ανθρωπιστική κρίση, που δεν δίνουν λύσεις, απλώς διαχειρίζονται τη φτώχεια και μάλιστα στην πιο ακραία έκφρασή της, αφήνοντας εκτός αυτών των δράσεων τη μεγάλη πλειοψηφία. Στόχος της κυβέρνησης είναι να «βουλώσει τρύπες» κι αυτές παροδικά, για να «κλείσει στόματα» και όχι βέβαια να απαντήσει με μόνιμα μέτρα ανακούφισης στα οξυμένα λαϊκά προβλήματα, πόσο μάλλον να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες.
Επομένως, το πραγματικό δίλημμα που έρχεται και επανέρχεται για το λαό είναι το εξής: Συμβιβασμός με τη φτώχεια, ή πάλη για την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών; Σε τελική ανάλυση, με τις ανάγκες των μονοπωλίων ή με τις ανάγκες του λαού; Η αμφισβήτηση του στόχου της καπιταλιστικής ανάκαμψης, η απόκρουση κάθε προσπάθειας να γίνει το κίνημα «ουρά» στις διεκδικήσεις και τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου, είναι η μόνη απάντηση από τη σκοπιά των συμφερόντων του λαού.
http://www.rizospastis.gr