«Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού, σβήνω κυλώντας στα νερά / Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς σαλτάροντας με τις τριχιές του λιβανιού, πήρα το δρόμο της σποράς / Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι του σπαθιού, είχα τον ύπνο του λαγού / Αγνάντευα την πυρκαγιά της θεμωνιάς αμίλητος την ώρα της συγκομιδής, πήρα ταγάρι ζητιανιάς / Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς, το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί, πήρα ταγάρι ζητιανιάς». «Γεννήθηκα» (από την «Ιθαγένεια», 1972, σε στίχους Κ. Χ. Μύρη και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου) – Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης .
Ο Νίκος Ξυλούρης είναι μια φιγούρα ανθρωπιάς, μεγαλοσύνης και ψυχής αληθινής, που πάλλεται ανέπαφη, δεκαετίες μετά το τελευταίο «αντίο». Ανθρωπος ανιδιοτελής, περήφανος και με σπάνιο ήθος, στάθηκε πάντοτε πάνω από μικρότητες και συμβιβασμούς.
«Τον Νίκο δεν πρέπει να τον κλάψουμε, πρέπει να τον τραγουδήσουμε», έλεγε πριν χρόνια ο Χρήστος Λεοντής, αποχαιρετώντας τον Νίκο Ξυλούρη , τον καλλιτέχνη «προσωποποίηση της ευγένειας, της καλοσύνης, πεμπτουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας». Τα τραγούδια του ζουν και βασιλεύουν, συνεχίζουν να τραγουδιούνται με απίστευτο ενθουσιασμό, πάθος, αγάπη. Αποκτούν καινούριους φίλους, τα μοιράζονται και τα ξαναμοιράζονται γενιές, μας προσκαλούν και μας ξαναπροσκαλούν να αφουγκραστούμε τους χτύπους της «καρδιάς» τους, που είναι οι χτύποι της δικής μας καρδιάς.
Η πορεία του καλλιτέχνη, που γεννήθηκε στα Ανώγεια του Ρεθύμνου (7/7/1936) σε οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες και κατέκτησε όλη την Ελλάδα, υπήρξε ξεχωριστή και ασυμβίβαστη. Σε νεαρή ακόμα ηλικία, με τη βοήθεια του δασκάλου του, πείθει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα αρχίζει να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του, μετακομίζει στο Ηράκλειο και δουλεύει στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο», όμως τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μόδα της ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο γι’ αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας φτάνουν να τον συντηρήσουν και περνά δύσκολες εποχές. Σιγά σιγά, κι ενώ ήδη έχει παντρευτεί, την εκλεκτή της καρδιάς του την Ουρανία, οι Κρητικοί αρχίζουν να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Το 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο «Μια μαυροφόρα που περνά» και στη συνέχεια άλλα τραγούδια σε δίσκους 45 στροφών. Το 1966 κερδίζει το πρώτο βραβείο σε φεστιβάλ φολκλορικής μουσικής στο Σαν Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι και την επόμενη χρονιά ανοίγει στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος».
1 Ιούλη 1976. Ο Νίκος Ξυλούρης με την Τάνια Τσανακλίδου και τον Χριστόδουλο Χάλαρη
|
Το 1969 τραγουδά την περίφημη «Ανυφαντού», που η απήχησή της σπάει τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο «Κονάκι», και το Σεπτέμβρη εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Το καλοκαίρι του 1970, η γνωριμία του με τον Τάκη B. Λαμπρόπουλο θα αποφέρει συμβόλαιο συνεργασίας με την «Columbia». Θέλει να τραγουδήσει τα τραγούδια της πατρίδας του, τα Ριζίτικα, τον «Ερωτόκριτο». O πρώτος μεγάλος του δίσκος έχει τίτλο: «Ψαρρονίκος – Κρητικά Τραγούδια» και περιλαμβάνει προσωπικές του επιτυχίες από 45άρια και ηχογραφήσεις του σε παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης.
Στη συνέχεια, έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά – μαζί με την Μαρία Δημητριάδη – στο μεγάλο του δίσκο «Χρονικό». H εκπληκτική άρθρωσή του και το ιδιαίτερο χάρισμα που διαθέτει στην εκφορά του λόγου περνούν στις ψυχές και στα χείλη του κόσμου την ελλειπτική και σουρεαλιστική γραφή του K. X. Μύρη, που υπογράφει τους στίχους. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ορισμένα από τα τραγούδια που ξεχώρισαν: «Καφενείον η Ελλάς», «1944», «O γερο – δάσκαλος» κ.ά.
Την επόμενη χρονιά, εκδίδονται τα «Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου, με την εκφραστική και βροντερή φωνή του Ξυλούρη να δεσπόζει: «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου», «Κόσμε χρυσέ» κ.ά. Το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. O δίσκος θα βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος.
Από την παρουσίαση του έργου του Ηλία Ανδριόπουλου » Κύκλος Σεφέρη». Νίκος Ξυλούρης, Αλκηστις Πρωτοψάλτη, Ανδριόπουλος
|
H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης. Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια» σε στίχους K. X. Μύρη («Γεννήθηκα», «Χίλια μύρια κύματα μακριά απ’ τ’ Αϊβαλί»), στο ίδιο πνεύμα με το «Χρονικό». Παράλληλα, συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μάνου Ελευθερίου, Γιώργου Σκούρτη, Ερρίκου Θαλασσινού και του ίδιου του συνθέτη. Την ίδια χρονιά, συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας». Θα συνεχίσουν μαζί στο θέατρο «Αθήναιον», όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», με θέμα την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας τα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια, εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα, το οποίο θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και εκεί ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Τραγουδά κι εμψυχώνει τους φοιτητές, μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται.
Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου. Εδώ περιλαμβάνονται τα υπέροχα: «Πώς να σωπάσω» (στίχοι K. Κινδύνη), «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» (στίχοι B. Ανδρεόπουλου), «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Παλικάρι στα Σφακιά» (στίχοι N. Γκάτσου) και «Ητανε μια φορά» (στίχοι K. Φέρρη).
Μαρίζα Κωχ και Νίκος Ξυλούρης
|
Και στη μεταπολιτευτική περίοδο, ο Ξυλούρης θα εκδηλώσει έντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα. Στο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα».
Το 1975, μετά το έντονο πέρασμά του στη λόγια δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα Που Θυμάμαι Τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με τον οποίο έχουν ήδη συνυπάρξει στα χαρακτηριστικά lp «Τροπικός Της Παρθένου» και «Ακολουθία», κυκλοφορεί σε πολυτελή έκδοση – με καλαίσθητο πολυσέλιδο ένθετο και εικαστική εικονογράφηση – ο «Ερωτόκριτος», μια περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου. Στο δίσκο συμμετέχει η Τάνια Τσανακλίδου. Παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου.
Την επόμενη χρονιά, εκδίδει τα «Ερωτικά», ερμηνεύοντας τραγούδια της ζωής, της χαράς, του κεφιού, του έρωτα, με σύγχρονο ήχο, μαζί με παραδοσιακά κρητικά τραγουδά και λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη. Τον Οκτώβρη του 1977, συμμετέχει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μαρκόπουλου. To 1978 τραγουδά τα «Αντιπολεμικά», σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Το 1979 κυκλοφορούν τα «Ξυλουρέικα», ένα καθαρά προσωπικό έργο, με δικούς του στίχους, μουσική – διασκευές του σε παραδοσιακά πρότυπα. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, το «Σάλπισμα» σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.