Η πρώτη απόφαση του Αρείου Πάγου, επαναλαμβάνοντας προγενέστερες αποφάσεις του, με βάση νόμους του 1920 και του 1955, ορίζει ότι ακόμα και η μακροχρόνια μη καταβολή των δεδουλευμένων ενός μισθωτού από την εργοδοσία δεν αρκεί από μόνη της για να θεμελιώσει την έννοια της «βλαπτικής μεταβολής» των όρων της σύμβασης εργασίας του.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό σήμερα για τους περίπου 1,5 εκατομμύριο απλήρωτους εργαζόμενους; Οτι όσο μακρόχρονη και να είναι η απληρωσιά τους, από τη στιγμή που η εργοδοσία αποφεύγει να τους απολύσει, μπορούν μεν να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους, αλλά δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να διεκδικήσουν αποζημιώσεις απόλυσης, προκειμένου να ξεφύγουν από την ομηρία.
Με τη δεύτερη απόφαση του Αρείου Πάγου, που αφορά την απόρριψη προσφυγής ενάντια στην κατάργηση των «ρητρών μονιμότητας» και της όποιας διασφάλισης αυτές παρείχαν σε εργαζόμενους απέναντι σε απολύσεις, η Ολομέλεια τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας των αντεργατικών ανατροπών του δευτέρου μνημονίου και της άθλιας ΠΥΣ 6/2012, προβάλλοντας το κριτήριο της τόνωσης της «ανταγωνιστικότητας» και της «δυνατότητας εξυγίανσης των επιχειρήσεων μέσω της μείωσης του εργασιακού κόστους».
Να το ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, γιατί είδαμε αυτές τις μέρες και υπουργούς της κυβέρνησης να βγαίνουν στα κάγκελα επειδή «ανακάλυψαν» ξαφνικά την ταξικότητα των δικαστηρίων: Οι αποφάσεις της αστικής Δικαιοσύνης πατάνε πάνω στο αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο του αστικού κράτους, πάνω δηλαδή στο πλαίσιο του οποίου την παγίωση και την παραπέρα εμβάθυνση ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με το τέταρτο μνημόνιο.
Το ίδιο ακριβώς αντεργατικό πλαίσιο απαιτούν να διατηρηθεί στο ακέραιο και μετά την τυπική ολοκλήρωση του τρέχοντος μνημονίου τόσο οι ενώσεις του εγχώριου κεφαλαίου, όπως ο ΣΕΒ, όσο και οι διεθνείς «εταίροι» του. Γι’ αυτό και το δίκιο της τάξης τους οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να το βρουν μέσα σε αυτά τα τείχη, παρά μόνο μέσα από την πάλη για το γκρέμισμά τους!