Από τη γνωστή υπονόμευση κινητοποιήσεων, πέρασμα στην ανοιχτή απεργοσπασία…
Με τα παραπάνω λόγια μπορεί να συνοψιστεί ο ρόλος που έπαιξαν οι δυνάμεις του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού απέναντι στις εργατικές κινητοποιήσεις ενάντια στο πρόσφατο αντιλαϊκό πολυνομοσχέδιο.
Κατ’ απαίτηση του κεφαλαίου, σε πλήρη συντονισμό με το σχεδιασμό της κυβέρνησης και της εργοδοσίας, οι δυνάμεις αυτές έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να περάσουν τα νέα αντιλαϊκά μέτρα, μεταξύ των οποίων και η νέα επίθεση στο απεργιακό δικαίωμα, «χωρίς να κουνηθεί φύλλο».
Ο ρόλος των βαστάζων της αντιλαϊκής πολιτικής και των νεροκουβαλητών των συμφερόντων των αφεντικών μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι βέβαια νέος για τις εν λόγω συνδικαλιστικές πλειοψηφίες. Αυτό που έγινε ακόμα πιο φανερό, ωστόσο, είναι ότι στη συγκεκριμένη φάση το μεγάλο κεφάλαιο δεν αρκείται πια να τους αναθέτει την υπονόμευση των αγώνων, αλλά τους θέλει να δίνουν ανοιχτά μάχη για να επιβάλουν σιγή νεκροταφείου. Ακριβώς γι’ αυτό αποτυπώθηκε με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο η στάση που κράτησαν ενάντια στην προκήρυξη απεργίας, αλλά και ενάντια στις κινητοποιήσεις και την απεργία που κήρυξαν για τις 12 Γενάρη μια σειρά από Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες και Σωματεία, ανταποκρινόμενα στο κάλεσμα του ΠΑΜΕ.
Στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, σε Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα, ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ/ΜΕΤΑ με ένα στόμα – μια φωνή αρνήθηκαν να πάρουν απόφαση για κήρυξη απεργίας, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και να συζητήσουν για το θέμα αυτό. Στη συνέχεια, αφού απέτυχαν να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις, επιχείρησαν να σπείρουν σύγχυση, φρόντισαν να απευθύνουν γενικώς… «αγωνιστικά καλέσματα» για κινητοποιήσεις που δεν ανακοίνωναν μέχρι και την τελευταία στιγμή, οι οποίες με τη σειρά τους επιβεβαίωσαν τη γύμνια τους.
Ξεκινώντας από τις τριτοβάθμιες οργανώσεις, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ/ΜΕΤΑ, απέρριψαν την πρόταση του ΠΑΜΕ για κήρυξη απεργίας, βάζοντας πλάτη στις επιδιώξεις κυβέρνησης και κεφαλαίου. Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση και οι υπουργοί της προπαγάνδιζαν σε όλους τους τόνους πως… δεν έγινε και τίποτα όσον αφορά τον περιορισμό του απεργιακού δικαιώματος, είχαν αρωγούς τους συνδικαλιστές που πρότειναν στους εργαζόμενους την απραξία και εξαντλούσαν τις πρωτοβουλίες τους σε… επιστολές και διαβήματα προς τους «κοινωνικούς εταίρους».
Η στάση τους έγινε ακόμα πιο απροκάλυπτη στη συνέχεια, καθώς συνέχισαν να σφυρίζουν αδιάφορα μπροστά στις απεργιακές αποφάσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων, να βάζουν εμπόδια στην προσπάθεια Ομοσπονδιών και Σωματείων να πάρουν στα χέρια τους την απάντηση των εργαζομένων.
Πριν ακόμα ψηφιστεί η αντιαπεργιακή ρύθμιση, αυτές οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες προσπάθησαν να τη θέσουν σε εφαρμογή. Για παράδειγμα, έξι Νομαρχιακά Τμήματα της ΑΔΕΔΥ (Σέρρες, Εύβοια, Χίος, Σάμος, Λήμνος, Κέρκυρα) που ζήτησαν συνδικαλιστική κάλυψη με 24ωρη απεργία ή 3ωρη στάση εργασίας στις 12 Γενάρη, είδαν την τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση να τους γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη, αρνούμενη να πράξει αυτό που αποτελεί μια συνήθη συνδικαλιστική πρακτική…
Στη γραμμή της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ ευθυγραμμίστηκαν τα Εργατικά Κέντρα και οι Ομοσπονδίες που ελέγχουν οι ίδιες συνδικαλιστικές δυνάμεις.
Στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας, ΕΑΚ (ΣΥΡΙΖΑ/ΛΑΕ/ΜΕΤΑ/Φωτόπουλος), ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ, έκλεισαν τα μάτια και τα αυτιά στις απεργιακές αποφάσεις δεκάδων σωματείων, πολλά από τα οποία ανήκουν στη δύναμη του ΕΚΑ, και αποφάσισαν ένα συλλαλητήριο για την …τιμή των όπλων. Κατέφυγαν, μάλιστα, σε πρωτοφανείς μεθοδεύσεις, αρνούμενοι να θέσουν σε ψηφοφορία την πρόταση για οργάνωση απεργιακής κινητοποίησης στις 12 Γενάρη, ώστε να τοποθετηθεί το Σώμα υπέρ ή κατά αυτής, ενώ αρνήθηκαν και τη μυστική ψηφοφορία, φοβούμενοι διαφοροποιήσεις μελών τους που θα χάλαγαν την άψογα συντονισμένη …χορωδία. Εφαρμόζοντας την τακτική του «στρίβειν διά του αρραβώνος» πρότειναν, σε αντιπαράθεση με την απεργία στις 12 Γενάρη, να γίνει απεργία το Μάρτη όταν το αποφασίσει η ΓΣΕΕ (!). «Σκαρφίστηκαν», δηλαδή, μια ανύπαρκτη απεργία, δύο μήνες μετά την κατάθεση και την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, κάνοντας ακόμα πιο φανερή την ξετσιπωσιά τους.
Τα …ρέστα τους έδωσαν οι εργοδοτικοί και κυβερνητικοί συνδικαλιστές και στην Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων. Με τοποθετήσεις – καρμπόν, οι δυνάμεις της ΕΑΚ (ΣΥΡΙΖΑ/ΛΑΕ) και της ΠΑΣΚΕ, που συγκροτούν το προεδρείο της Ομοσπονδίας, «ξόρκισαν» το απεργιακό κάλεσμα του ΠΑΜΕ και προσπάθησαν να κρύψουν την υπονομευτική τους στάση με θολά, γενικά και αόριστα καλέσματα στα Σωματεία να …«αντιδράσουν δυναμικά». Επιδόθηκαν σε λογύδρια με τα οποία υποστήριξαν πως στους εργαζόμενους δεν υπάρχουν διαθέσεις για απεργία, πως ο κόσμος «δεν τραβάει», πως χρειάζεται να αναζητήσουν άλλες μορφές κινητοποιήσεων και άλλα παρόμοια. Και για να επαληθεύσουν πέρα για πέρα την υποκρισία και τον τυχοδιωκτισμό τους κατέληξαν να προκηρύξουν μια απεργία στο Εμπόριο για την Κυριακή 14/1, συνεχίζοντας τη μακρά παράδοση της Ομοσπονδίας να προκηρύσσει απεργίες – φαντάσματα, χωρίς απεργούς, με ανύπαρκτες συγκεντρώσεις και παρεμβάσεις.
Με… το ζόρι σύρθηκε σε συνεδρίαση η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου (ΠΟΕΜ). Το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδρίασε, για πρώτη φορά από τον περασμένο Ιούλη, μέσα από τη διαδικασία της συλλογής υπογραφών από τους συνδικαλιστές που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ. Ενσαρκώνοντας τον εκφυλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ αρνήθηκαν να αποφασίσουν απεργία ή έστω στάση εργασίας.
Στο Εργατικό Κέντρο Εύβοιας, οι συνδικαλιστές της πλειοψηφίας «θυμήθηκαν» να καλέσουν σε συνεδρίαση, με θέμα την προκήρυξη απεργίας την Παρασκευή το απόγευμα, την ίδια ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη η απεργιακή συγκέντρωση που οργανώθηκε από μια σειρά συνδικάτα της περιοχής.
Η απροκάλυπτη στήριξη που πρόσφεραν οι συνδικαλιστικές πλειοψηφίες στο χτύπημα της συλλογικής δράσης των εργαζομένων επιβεβαιώθηκε και εκτός των συνεδριάσεων. Για παράδειγμα, στην Πανελλήνια Ενωση Τεχνικών ΟΤΕ οι συνδικαλιστές της ΑΚΕ (πρόσκειται στη ΝΔ) και της ΠΑΣΚΕ υπέγραψαν, με την «εξουσιοδότηση» της ΟΜΕ ΟΤΕ, συμφωνία η οποία προβλέπει ότι το προσωπικό ασφαλείας δεν θα κάνει όσα προβλέπει ο νόμος, αλλά ό,τι λέει ο προϊστάμενος, δίνοντας τη δυνατότητα στην εργοδοσία να το αξιοποιεί ως προσωπικό απεργοσπασίας. Οι ίδιες δυνάμεις τη μέρα της απεργίας «ενημέρωναν» μαζί με στελέχη της εργοδοσίας τους εργαζόμενους πως η Ομοσπονδία δεν έχει προκηρύξει απεργία.
Αντίστοιχα, η πλειοψηφία της Διοίκησης στο Εργατικό Κέντρο Καβάλας (ΠΑΣΚΕ) επιχείρησε να περάσει «πειθαρχικό κανονισμό», προκειμένου να τον αξιοποιήσει ενάντια σε εκλεγμένους στο Διοικητικό Συμβούλιο συνδικαλιστές που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, απέναντι στους οποίους επιστρατεύει ήδη «επιπλήξεις» και «προειδοποιητικές διαγραφές».
Οι εργοδοτικοί και κυβερνητικοί συνδικαλιστές δεν συνέπεσαν μόνο στην άρνηση να προκηρύξουν απεργία την ώρα που προωθούνταν το χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα, αλλά και στην επικίνδυνη επιχειρηματολογία με την οποία συνόδευσαν την απαράδεκτη στάση τους.
Συμπληρώνοντας την κυβερνητική προπαγάνδα, δεν έχασαν την ευκαιρία να διαβεβαιώσουν πως… δεν χρειάζεται άμεση απεργιακή απάντηση, όξυνση της αντιπαράθεσης και σύγκρουση με την κυβέρνηση για τα μέτρα του πολυνομοσχεδίου. Ρίχνοντας νερό στο μύλο της μοιρολατρίας και της υποταγής, τον οποίο έχουν αναλάβει να γυρνούν για λογαριασμό της κυβέρνησης και των εργοδοτών, επανέλαβαν ο ένας μετά τον άλλο πως οι αγώνες δεν φέρνουν αποτελέσματα, πως με τις απεργίες δεν βγαίνει τίποτα, πως χρειάζονται άλλες, «νέες» μορφές δράσης στη θέση της «ξεπερασμένης» απεργίας.
Με προκλητικό τρόπο, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που έχουν συμβάλει συνολικότερα στην απαξίωση των συνδικάτων στα μάτια σημαντικών τμημάτων των εργαζομένων και την απομάκρυνση από αυτά, επιχείρησαν να φορτώσουν την απεργοσπαστική στάση τους στην… «έλλειψη διαθέσεων των εργαζομένων». Προχώρησαν στο επόμενο βήμα, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στο «ξήλωμα» του απεργιακού δικαιώματος από κυβέρνηση και μεγαλοεργοδοσία.
Στην απέναντι όχθη, η απεργία που οργάνωσαν Σωματεία, Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΠΑΜΕ, αφήνει σημαντική παρακαταθήκη για τους αγώνες που θα ακολουθήσουν. Δείχνει το δρόμο που μπορούν να βαδίσουν οι εργαζόμενοι, γυρνώντας την πλάτη στις συνδικαλιστικές ηγεσίες που έχουν επιλέξει να γίνουν τα στηρίγματα της εργοδοσίας, αλλάζοντας τους συσχετισμούς στις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, παίρνοντας στα χέρια τους την υπόθεση της οργάνωσης, της διεκδίκησης και του αγώνα.