Με το πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε την περασμένη Δευτέρα, χτυπιέται το δικαίωμα στην απεργία, υπονομεύονται παραπέρα τα ΒΑΕ και ανοίγει ο δρόμος για επιτάχυνση των αντεργατικών ανατροπών στις επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιούνται
Στην προμετωπίδα του πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκε την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή, βρίσκονται τρεις νέες παρεμβάσεις σε βάρος των εργαζομένων, που η καθεμιά και όλες μαζί διαμορφώνουν ένα νέο, ακόμα πιο επαχθές περιβάλλον για τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, ενώ προστίθενται στη μακριά αλυσίδα των αντεργατικών μέτρων που έχουν ψηφιστεί μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για διατάξεις που υπονομεύουν παραπέρα το δικαίωμα στην απεργία, που ανοίγουν το δρόμο για τον περιορισμό και το χτύπημα του ανθυγιεινού επιδόματος εργαζομένων στο Δημόσιο και προωθούν την παραπέρα ιδιωτικοποίηση φορέων και επιχειρήσεων, όπου το κράτος διατηρούσε μέχρι σήμερα αυξημένη συμμετοχή.
Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης για να στηρίξει το χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος, κινήθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα. Ξεκινούσαν από την προκλητική διατύπωση ότι έτσι «ενισχύεται η δημοκρατία στα συνδικάτα», για να φτάσουν – κάτω από τη μαχητική αντίδραση και τις κινητοποιήσεις του ταξικού κινήματος – στο επιχείρημα ότι η διάταξη περιορίζεται μόνο στα πρωτοβάθμια σωματεία, ενώ όλα τα υπόλοιπα που διέπουν τους όρους προκήρυξης της απεργίας παραμένουν ως έχουν.
Πρόκειται για κυβερνητικές σοφιστείες, που στόχο έχουν να κρύψουν τον πραγματικό χαρακτήρα και τη στόχευση της αντιαπεργιακής διάταξης, με την οποία ξεκινάει το ξήλωμα του απεργιακού δικαιώματος και μάλιστα από το πρωτοβάθμιο σωματείο, από το χώρο της δουλειάς, όπου η εργοδοτική επίθεση εκφράζεται με τον πιο άμεσο τρόπο σε βάρος των εργαζομένων και οι απαιτήσεις για την οργάνωση του αγώνα είναι ακόμα μεγαλύτερες.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση μέχρι κατά 150% του αριθμού των εργαζομένων (από το 1/5 στο 1/2), προκειμένου να υπάρχει η απαραίτητη απαρτία στο πρωτοβάθμιο σωματείο για να αποφασιστεί απεργία, μόνο επουσιώδης δεν είναι. Μόνο άνθρωποι που δεν ξέρουν τι ιδρώτας πρέπει να χυθεί για να οργανωθεί μια γενική συνέλευση, με τα ακατάστατα ωράρια, την εντατικοποίηση της εργασίας, τις βάρδιες, την εργοδοτική τρομοκρατία, μπορούν να ισχυρίζονται ότι «δεν άλλαξε τίποτα».
Αντίθετα, όποιος ζει τη λειτουργία των πρωτοβάθμιων σωματείων και την κατάσταση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς, γνωρίζει πολύ καλά ότι ακόμα και το 1/3 που ίσχυε μέχρι τώρα, σε πολλές περιπτώσεις επιτυγχάνονταν με μεγάλες δυσκολίες και οι αποφάσεις παίρνονταν συνήθως σε 2η και 3η γενική συνέλευση, όπου απαιτούνταν μικρότερη απαρτία (1/4 και 1/5 των μελών αντίστοιχα).
Για να μην αναφερθούμε εδώ στους πρόσθετους περιορισμούς που θέτει ο νόμος 1264/82 για τα συγκεκριμένα χρονικά όρια που πρέπει να τηρηθούν στην προκήρυξη απεργίας, την υποχρέωση ενημέρωσης προς τους εργοδότες, το προσωπικό ασφαλείας που υποχρεώνεται το συνδικάτο να παρέχει κ.λπ.
Ολα αυτά τα εμπόδια και οι προϋποθέσεις αποτυπώνουν την «πρόνοια» του νομοθέτη, να δώσει στην εργοδοσία και την αστική δικαιοσύνη όλες τις πρόσφορες αφορμές και το άλλοθι για να κρίνουν παράνομες και καταχρηστικές το 90% των απεργιών που κηρύσσονται, ακυρώνοντας στην πράξη το δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία. Είναι κι αυτό μια απόδειξη ότι οι παρεμβάσεις του αστικού κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα γίνονται για να ενισχυθεί το πλαίσιο ελέγχου και χειραγώγησης των συνδικάτων, να δυσκολέψει η συνδικαλιστική οργάνωση και δράση απέναντι στην εργοδοσία.
Οσο για τον ισχυρισμό που διατύπωσε η κυβερνητική «Αυγή», ότι η διάταξη δεν αφορά στις Ομοσπονδίες και τη ΓΣΕΕ, προφανώς έχουν χάσει το μέτρο, αφού κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα θα ισοδυναμούσε με απαγόρευση του δικαιώματος στην απεργία, μιας και είναι φανερό ότι στην περίπτωση δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, μια τέτοια διάταξη θα έκανε αδύνατη την προκήρυξη απεργίας σε κλαδικό και πανελλαδικό επίπεδο. Εκτός αν αυτό αποτελεί το επόμενο βήμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και η «Αυγή», μιλώντας εξ ονόματος του ΣΕΒ και της μεγαλοεργοδοσίας, αναλαμβάνει να στρώσει το έδαφος…
Με το άρθρο 396 του πολυνομοσχεδίου μπαίνει στο στόχαστρο το επίδομα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας στο δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη, το επίδομα αυτό, το οποίο λαμβάνουν κατά κύριο λόγο οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα (ΟΤΑ) και νοσηλευτές, τεχνικό προσωπικό και προσωπικό εργαστηρίων των νοσοκομείων, καθώς και κάποιες άλλες ειδικότητες δημοσίων υπαλλήλων – περίπου 70.000 εργαζόμενοι – θα επανασχεδιαστεί «από μηδενική βάση».
Θα καθοριστούν νέα κριτήρια δικαιούχων, νέος τρόπος υπολογισμού του, ενώ και το ύψος του επιδόματος που θα δίνεται σε κάθε κατηγορία δικαιούχων, θα καθορίζεται ανάλογα με την «έκταση και τη συχνότητα έκθεσης των εκάστοτε δικαιούχων στους παράγοντες κινδύνου που επικρατούν στους χώρους εργασίας…».
Η επίθεση στο συγκεκριμένο επίδομα, ειδικά για τους εργαζόμενους στους ΟΤΑ, οι οποίοι υπάγονται και στο ασφαλιστικό καθεστώς των ΒΑΕ, θα ανοίξει το δρόμο για την παραπέρα υπονόμευση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων. Η πρόβλεψη «από μηδενική βάση» βάζει στο στόχαστρο όλες τις κατηγορίες δικαιούχων, με σκοπό τη μείωση των μισθών, που στους εργάτες της καθαριότητας μπορεί να ξεπεράσει και το 15%, καθώς το επίδομα ανέρχεται σήμερα στα 150 ευρώ!
Μάλιστα, ενδεχόμενη διασύνδεση του νέου μέτρου με το ασφαλιστικό καθεστώς που ισχύει για τα ΒΑΕ, πέραν της μείωσης των μισθών, θα φέρει και αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 5 χρόνια (στο 67ο έτος ηλικίας, από το 62ο). Συνεχίζεται έτσι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η επίθεση στο θεσμό των ΒΑΕ, που αποτελεί ζήτημα αιχμής για την εργοδοσία και το κράτος της, ως μέρος της προσπάθειας να μειώσουν ακόμα περισσότερο το «κόστος εργασίας» σε μια σειρά ειδικότητες και επαγγέλματα που εντάσσονται στο (κουτσουρεμένο) καθεστώτος των ΒΑΕ.
Με άλλη διάταξη στο πολυνομοσχέδιο, το σύνολο των μετοχών που διατηρεί το κράτος σε μια σειρά μεγάλες επιχειρήσεις μεταβιβάζεται στην «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ», όπως ονομάζεται το υπερταμείο για τις ιδιωτικοποιήσεις.
Ειδικότερα, τα κρατικά μετοχικά πακέτα, οι συμμετοχές πλειοψηφίας και μειοψηφίας που μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο υπερταμείο, αφορούν τον ΟΑΣΑ και τις θυγατρικές του (δηλαδή όλες οι αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας), ΟΣΕ, ΕΛΤΑ, ΕΥΑΘ, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ, Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, ΟAKA, Ελληνικές Αλυκές, ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ, Διώρυγα Κορίνθου, Οργανισμός Κεντρικών Αγορών και Αλιείας, Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης, ΔΕΘ – Helexpo και Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών.
Με αυτόν τον τρόπο ανοίγονται νέα πεδία κερδοφορίας για τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους που διεκδικούν μερίδιο στην αγορά, ενώ είναι βέβαιο ότι τις συνέπειες θα τις πληρώσουν οι εργαζόμενοι σ’ αυτές τις επιχειρήσεις και συνολικά ο λαός.
Οπως έχει δείξει και η εμπειρία από τη μέχρι τώρα πορεία των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης μιας σειράς κλάδων και τομέων της οικονομίας, η εργασιακή εκμετάλλευση μεγαλώνει, ενώ και οι υπηρεσίες γίνονται ακριβότερες για τα λαϊκά στρώματα. Σε ανάλογες περιπτώσεις πρώην ΔΕΚΟ, είχαμε επίσης μείωση των θέσεων εργασίας, επέκταση της ευελιξίας, μέσα από την αύξηση των εργολαβιών, αλλά και των προσωρινών συμβάσεων κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, η παραπέρα ιδιωτικοποίηση όλων αυτών των επιχειρήσεων θα επιταχύνει αντεργατικές ανατροπές που έχουν ήδη δρομολογηθεί, μιας και στη σημερινή τους μορφή, με την αυξημένη κρατική συμμετοχή, η λειτουργία τους γίνεται με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, για τα κέρδη των μετόχων, σε συνθήκες οξυμένου ανταγωνισμού και όχι βέβαια με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων και του λαού. Επομένως, οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις θα πρέπει να προετοιμάζονται για να αντιπαλέψουν το νέο γύρο της επίθεσης, που θα έχει άμεσες συνέπειες συνολικά για τα λαϊκά στρώματα.