1948, στο γύρισμα του Φλεβάρη προς τον Μάρτη. Λίγες μέρες μετά την άφιξη του Αμερικανού στρατηγού Βαν Φλιτ στην Αθήνα. Μακρόνησος, 29 Φλεβάρη:
«Ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο (…) Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…
Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου» (μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού, περιέχεται στο τρίτομο συλλογικό έργο «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).
«Λίγες μέρες πριν γίνουν τα φοβερά επεισόδια της σφαγής των κρατουμένων, με κάλεσε ο συνταγματάρχης, ο Μπαϊρακτάρης, και μου ζήτησε να στήσουμε παγίδα, για να χτυπηθούν οι κρατούμενοι. Εγινα έξω φρενών. Του απάντησα ότι δολοφόνος δε γίνομαι. Είμαι στρατιώτης και δεν κάνω αυτήν την ατιμία και μάλιστα σε Ελληνόπουλα. Παραιτούμαι αυτήν τη στιγμή, του απάντησα. Και αμέσως εγκατέλειψα το γραφείο του.
Πήγα στην έδρα μου. Μάζεψα τα πράγματά μου και ύστερα από λίγες μέρες έφυγα. Ο αντικαταστάτης μου ήρθε το ίδιο βράδυ.
Ν.ΜΑΡΓΑΡΗΣ |
Συγκέντρωση… ορθοστασίας
|
Αυτά να τα γνωρίζετε υπεύθυνα. Τη δολοφονία τόσων παιδιών την οργάνωσε ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης μαζί με τους σκοτεινούς, που κυβερνούσαν τον στρατό μας την εποχή εκείνη. Πήρε μέρος και ο ίδιος αυτοπροσώπως, χτυπώντας από τη θάλασσα με πολυβόλα. Σκοπός τους ήταν να σας τρομοκρατήσουν, για να μπορέσουν στη συνέχεια να στρατολογήσουν από σας, όσους φοβηθούν, για να δημιουργήσουν το περίφημο τάγμα από τη Μακρόνησο, που το έστειλαν να πολεμήσει τους αντάρτες» (μαρτυρία του Κωνσταντόπουλου, διοικητή του Α’ Τάγματος Σκαπανέων Μακρονήσου, στον Θοδωρή Κατριβάνο, περιέχεται στο τρίτομο συλλογικό έργο «Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»).
Για όλες τις μέχρι τώρα αστικές κυβερνήσεις, αυτό το στυγερό έγκλημα είναι σαν να μην έγινε.
Η Διεύθυνση ΒΧΙ του ΓΕΣ που οργάνωσε το έγκλημα εξαφανίστηκε από τα αρχεία. Το ίδιο το Γενικό Επιτελείο Στρατού απάντησε επίσημα σε γραπτό ερώτημα του «Ριζοσπάστη» στις 23/8/2001: «Η Υπηρεσία εκτιμά ότι το αρχείο της ΓΕΣ/ΒΧΙ, αν όντως δημιουργήθηκε ποτέ η αναφερόμενη διεύθυνση, γεγονός που δεν προκύπτει από τα επίσημα έγγραφα της Υπηρεσίας, ενδέχεται να καταστράφηκε με το κλείσιμο του Στρατοπέδου χωρίς τις προβλεπόμενες διαδικασίες (πρωτόκολλα καταστροφής κ.λπ.)».
«Φάλαγγα» στην κορυφή. Ξυλογραφία του Γ. Φαρσακίδη
|
Κι όμως στο περιοδικό «ΣΚΑΠΑΝΕΥΣ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ», στο τεύχος Μαΐου 1949 (σελ. 28), περιέχεται ημερήσια διαταγή του επικεφαλής του στρατοπέδου συνταγματάρχη Πυροβολικού, Γ. Μπαϊρακτάρη, όπου αναφέρεται πως η ΒΧΙ/ΓΕΣ δημιουργήθηκε στις 3/4/1947, ύστερα από διαταγή του τότε αρχηγού ΓΕΣ στρατηγού Βεντήρη.
Το γεγονός ότι, με βάση το ΟΓ’ ψήφισμα της 9/14 Οκτώβρη του 1949 «Περί μέτρων Εθνικής Αναμορφώσεως» (ΦΕΚ 262), η ΒΧΙ/ΓΕΣ μετονομάστηκε από τις 16/11/1949 σε «Οργανισμό Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου» (ΟΑΜ), όσο κι αν διευκόλυνε τις αστικές κυβερνήσεις στο να αρνούνται την ύπαρξή της, δεν μπορεί να κρύψει το έγκλημα.
Αυτό που καταγράφηκε ανεξίτηλα ως μια από τις πλέον μαύρες σελίδες της Ιστορίας αυτού του τόπου.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι 350 φαντάροι (ίσως και περισσότεροι) δολοφονήθηκαν στο διήμερο 29 Φλεβάρη – 1η Μάρτη 1948 πάνω στη Μακρόνησο και τα πτώματά τους αφού τα «χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια», τα «φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας».
Ενα μέρος της σφαγής ομολογήθηκε με ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών, που έφτασε στις εφημερίδες την 1η Μάρτη:
«Την 29η Φεβρουαρίου άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί, κατά τη διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής, επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της. Η τελευταία, αμυνομένη, έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίες. Εκ των ημετέρων, 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον», έγραφε η ανακοίνωση («ΒΗΜΑ», 2/3/1948).
Πριν ακόμα κυκλοφορήσει η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών, η εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» είχε προλάβει να δημοσιεύσει την 1η Μάρτη και εκτίμηση: «Οι κομμουνισταί επροκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον».
Στις 4 Μάρτη 2001, ο Μακρονησιώτης Νίκος Παπαδόπουλος περιγράφει στον «Ριζοσπάστη»:
«Διοικητής στο τάγμα είναι ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντόπουλος (…) Στις αρχές του Γενάρη (1948) ο Κωνσταντόπουλος κλήθηκε ή έφυγε στην Αθήνα. Γύρισε σε λίγο ανήσυχος και στενοχωρημένος. Κάλεσε σε έκτακτη συγκέντρωση του Τάγματος. Μίλησε με ταραγμένη φωνή (…) «Η Διοίκηση έχει πληροφορίες ότι σκοπεύετε να αφοπλίσετε το λόχο διοικήσεως και να μας κτυπήσετε… Δε θα παραδοθούμε… Προσέξετε, γιατί πολλά κεφάλια, που τώρα βλέπω, φοβάμαι ότι αργότερα δε θα υπάρχουν» (…) Πολλοί αλληλοκοιτάζονται (…) Προφανώς, τους πληροφορεί και τους προειδοποιεί τι μέλλει να ακολουθήσει. Η στολή και τα διάσημα του ανώτερου αξιωματικού δεν μπορούν να κρύψουν τον αναβρασμό της ψυχής του. Το βλέμμα του, φευγαλέο, πετά εδώ κι εκεί, σα να θέλει ν’ αποφύγει ν’ αντικριστεί με τα εκατοντάδες βλέμματα των στρατιωτών (…). Στις αρχές Φλεβάρη έρχεται στο ΑΕΤΟ ο Καρδάρας σαν υπασπιστής του Τάγματος. Ουσιαστικά όμως, αυτός διοικεί ύστερα από την απομάκρυνση του Καραμπέκιου, που είχε αντικαταστήσει τον Κωνσταντόπουλο».
«Κυριακή πρωί – συνεχίζει την αφήγησή του ο Νίκος Παπαδόπουλος – στο γήπεδο γίνεται το προσκλητήριο του Α’ Τάγματος (…) οι λόχοι ξεκινούν για τη χαράδρα, όπου θα γίνει εκκλησιαστική ομιλία. Οι αλφαμίτες ψάχνοντας για «κοπανατζήδες» ορμούν και δέρνουν σκαπανείς που φώναζαν ότι είναι ελεύθεροι ιατρού και τους τραβούν στο πειθαρχείο (…) Ο διοικητής της ΑΜ Καστρίτσης πυροβολεί στον αέρα, ενώ ο υποδιοικητής της φρουράς Σαλβαράς δίνει το σύνθημα «Πυρ». Οι άνδρες του ορμούν προς την πλαγιά, όπου είναι το θέατρο, και χτυπούν δεξιά και αριστερά. Κανείς μας δεν υποψιάζεται ότι θα μας πυροβολήσουν. Οπότε ακούγεται μια κραυγή: «Αδέρφια με φάγανε… μας σκοτώνουν…». Από το θέατρο ακούγεται άλλη φωνή: «Κάτω παιδιά χτυπάνε στο ψαχνό». Οι λόχοι που βρίσκονται στο θέατρο και γύρω του ξαπλώνουν καταγής. Μερικοί από μας όρθιοι ψάχνουν να δουν από πού μας ρίχνουν. Η πλαγιά και η χαράδρα έχουν βαφτεί με αίμα. Οπως το είχε πει ο Κωνσταντόπουλος.
Οι πυροβολισμοί προς στιγμή σταματούν. Ολο το τάγμα, 4.500 φαντάροι, τρέχει προς το γήπεδο, φωνάζοντας: «Δολοφόνοι… φασίστες… αίσχος…». Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, που βρισκόταν στο λιμάνι, τρέχει και με το πιστόλι στο χέρι απειλεί τον Καρδάρα να σταματήσει αμέσως τους πυροβολισμούς και να απομακρυνθούν οι αλφαμίτες από το χώρο του Διοικητηρίου και από το γήπεδο.
Οι 15 τραυματίες μεταφέρονται στο αναρρωτήριο και οι 5 νεκροί σε μια σκηνή στο κέντρο του στρατοπέδου.
Το Τάγμα, συγκεντρωμένο στο γήπεδο, ζητάει από τον Καραμπέκιο να συλληφθούν οι δολοφόνοι και να σταλούν οι τραυματίες στο νοσοκομείο. Ταραγμένος ο ταγματάρχης ζητάει να δείξουν ψυχραιμία. Με τρεμάμενη φωνή ακούγεται να λέει: «Παιδιά μου, έχετε δίκιο, όλα θα γίνουν …πρέπει να περιμένουμε τον διοικητή σας, που είναι στη ΣΦΑ». Υστερα από μια ώρα, φάνηκε ο Βασιλόπουλος. Ψυχρός, ακούει τις φωνές και ρωτάει τι συνέβη… Μιλάει με τον Καρδάρα και άλλους αξιωματικούς και ζητά μια επιτροπή στρατιωτών να μιλήσει μαζί τους. Δεν υπάρχουν επιτροπές, του απαντούν. Καλέστε εσείς. Τέσσερις φαντάροι, μεταξύ τους και ο φοιτητής της Ιατρικής Αρσένης, του εκθέτουν τα γεγονότα και ζητούν τη μεταφορά των τραυματιών, να συλληφθούν οι υπαίτιοι και να έρθει κοινοβουλευτική επιτροπή. Του δηλώνουν πως δε θα πάρουν φαγητό και για να μην ξαναγίνουν επεισόδια, ο δρόμος να είναι διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους αλφαμίτες και το στρατόπεδο. Ο Βασιλόπουλος συμφώνησε προσωρινά.
(…) Οι τραυματίες μεταφέρονται στο Λαύριο. Το στρατόπεδο κηρύσσει απεργία πείνας (…) Στήνεται τιμητική φρουρά στη σκηνή των νεκρών (…) Οι εναλλασσόμενοι σκηνάρχες παρακολουθούν κάθε κίνηση προς την πλευρά της διοίκησης και γύρω από το στρατόπεδο.
(…) Ο Βασιλόπουλος βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με το Λαύριο, όπου είναι και ο Μπαϊρακτάρης. Τη νύχτα λειτουργούν και τον οπτικοτηλέγραφο (…) Δεν ξέρουμε τι θα ξημερώσει.
(…) Με την ανατολή του ήλιου, πρώτη του Μάρτη, μια ακταιωρός με τα μυδράλιά της στραμμένα προς τους λόχους, περιφέρεται κάπου πενήντα μέτρα από τα βράχια. Πάνω της βρίσκεται ο Μπαϊρακτάρης (…) Στις έντεκα περίπου, από τα μεγάφωνα της ακταιωρού ακούγεται η φωνή του Μπαϊρακτάρη: «Προσοχή, προσοχή! Σας μιλά ο διοικητής Μπαϊρακτάρης. Κάματε μια απερισκεψία. Μερικά καθάρματα κομμουνισταί σας παρέσυραν εις στάσιν κατά της πατρίδος. Διαχωρίστε τη θέση σας από τους πρωταίτιους. Συγκεντρωθείτε στον 7ο Λόχο. Το κράτος δε θα υποχωρήσει». Ξαφνιασμένοι από την επινόηση του αρχιδήμιου, οι στρατιώτες απαντούν ομαδικά: «Αίσχος… προβοκάτορες… δολοφόνοι!».
(…) Και τότε, ακούγεται το σύνθημα της επίθεσης. Ξεκινούν πρώτα οι ροπαλοφόροι και ορμούν στον 4ο και τον 5ο λόχο. Οι όμηροι στρατιώτες αντιστέκονται, τους παίρνουν τα ρόπαλα και τα σπάζουν (…) Η ακταιωρός δίνει το σύνθημα στους οπλοφόρους να επιτεθούν. Ο Μπαρούχος ρίχνει τον πρώτο πυροβολισμό και βάλλουν πάνω στις σκηνές με όπλα και αυτόματα. Πέφτουν οι πρώτοι νεκροί και τραυματίες (…) Ο Σκαλούμπακας δε βιάζεται. Οι ένοπλοί του προχωρώντας χτυπούν και τραυματίες. Περισφίγγουν τον κλοιό. Πέφτουν περισσότεροι νεκροί και τραυματίες. Από τη μεριά των δεσμωτών ακούγεται η φωνή: «Αδέλφια, όλοι τον εθνικό ύμνο». Με τις πρώτες στροφές του, οι πυροβολισμοί ελαττώνονται προς στιγμή και ξαναρχίζουν (…) Οι νεκροί πολλαπλασιάζονται. Το Τάγμα υποχωρεί. Η ώρα είναι 4 μ.μ. Ο σκοτωμός κράτησε περίπου πέντε ώρες! (…) Πόσοι είναι οι νεκροί; Το μυστικό κρατιέται ακόμη στα αρμόδια υπουργεία!».