Θανάσης Αλεξίου ,Καθηγητής Πανεπιστημίου, Κοινωνιολόγος
Σε μεγάλο βαθμό μια απεργία, ας πούμε των ναυτεργατών, δείχνει το βαθμό ταξικής συνείδησης ενός επαγγελματικού κλάδου. Δείχνει δηλαδή πως η ταξική θέση περνάει στη κοινωνική συνείδηση. Παρόλο που οι επαγγελματικές ομάδες, οι εργασιακές ομάδες κ.ά. είναι μέρος του τεχνικού καταμερισμού εργασίας, όταν αυτές συνασπιστούν και αποκτήσουν πολιτική οργάνωση και συνείδηση κοινωνικής τάξης μπορούν να αμφισβητήσουν ακόμη και το κοινωνικό καταμερισμό εργασίας (χωρισμός της κοινωνίας σε κοινωνικές τάξεις, τρόπος απόσπασης του κοινωνικού πλούτου κ.λπ.). Μπορούν να αμφισβητήσουν δηλαδή την ίδια τη καπιταλιστική συνθήκη.
Επομένως η συνθήκη εκμίσθωσης (ως βιοτική κατάσταση) προσδιορίζει τους όρους της συλλογικής δράσης και τις μορφές του αγώνα προσδίδοντας ταξική ομοιογένεια στους δρώντες. Ωστόσο για να εξαγγελθεί και να γίνει μια απεργία θα πρέπει πρώτα να εκδηλωθεί στο χώρο εργασίας η «σιωπηρή βία» που ενυπάρχει στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής (σχέση και θέση στο σύστημα παραγωγής) αλλά και η εγγενής αντίθεση ανάμεσα στους εργάτες και την εργοδοσία που αφορά την απόσπαση απλήρωτης εργασίας (υπερεργασία, συνθήκες εργασίας, ύψος μισθού κ.λπ.). Για να οργανωθούν οι εργαζόμενοι μιας επιχείρησης σε εργοστασιακό σωματείο, να αναλάβουν δράση, αποκτώντας πρώτα συνδικαλιστική συνείδηση, σημαίνει πως κάποιοι/ες εργαζόμενοι, που συνήθως έχουν πολιτική συνείδηση, θα πρέπει να εκτεθούν, να πάρουν την πρωτοβουλία για ίδρυση σωματείου.
Για να αποτρέψει τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων η εργοδοσία απειλεί με απολύσεις και συνήθως απολύει αυτούς που πρωτοστάτησαν (συνδικαλίστηκαν). Πρακτική των εργοδοτών είναι επίσης από τη στιγμή που εκδηλώθηκαν οι προθέσεις των εργαζομένων για συνδικαλιστική οργάνωση να ιδρύουν δικά τους (εργοδοτικά) σωματεία («κίτρινα σωματεία») ώστε να παρεμποδίσουν τα αυθεντικά εργατικά (βλ. κλάδος εμπορίου και super market, Cosco κ.α.). Σε αυτά συμμετέχουν επίσης πολλές φορές διευθυντικά στελέχη, προϊστάμενοι τμημάτων, επιστάτες κ.ά. Δηλαδή πρόσωπα που φέρουν μάλλον λειτουργίες του κεφαλαίου (ασκούν ελεγκτικό-εποπτικό ρόλο στην εργασιακή διαδικασία) παρά λειτουργίες της εργασίας (χρήση μέσων παραγωγής).
Αφού μια απεργία ξεπεράσει όλα αυτά τα εμπόδια στο χώρο δουλειάς έχει να αντιμετωπίσει τα δικαστήρια που μπορεί να βγάζουν ακόμη και για «τυπικούς» λόγους παράνομες της απεργίες όπως έγινε προχθές (6/9/2018) με την απεργία των εργαζομένων της Cosco στους προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ στο λιμάνι του Πειραιά. Πρόκειται για τη τέταρτη απεργία των εργαζομένων στη Cosco που βγαίνει παράνομη και καταχρηστική από το Μάιο, πράγμα που ισοδυναμεί με τη κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας. Επομένως δεν είναι υπερβολικό να μιλήσει κανείς, όπως και στις πρακτικές φυλάκισης ατόμων από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα για «ταξική δικαιοσύνη». Αν λάβει κανείς υπόψη και την «εργατική» νομοθεσία που αποβλέπει στο κερματισμό της εργασιακής συλλογικότητας (γραφειοκρατική κατηγοριοποίηση εργαζομένων κ.λπ.), στον εμβολισμό της εμπειρίας ζωής και στην υπονόμευση της συλλογικής δράσης, να, το εκβιαστικό πλαίσιο που καθιστά τη προκήρυξη απεργίας, σε συνθήκες μάλιστα μαζικής ανεργίας (βλ. «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός»), κυριολεκτικά άθλο.
Βγαίνοντας η απεργία «προς τα έξω», έχει τώρα απέναντί της τη «κοινή γνώμη» που σε μεγάλο βαθμό ελέγχεται από τα Μ.Μ.Ε. (τηλεόραση, εφημερίδες κ.λπ.) που ανήκουν σε μερίδες της αστικής τάξης (εφοπλιστικό κεφάλαιο, κατασκευαστικό κεφάλαιο κ.λπ.), τις ομάδες πίεσης του κεφαλαίου (δημοσιογράφοι, «ειδικοί» παντός τύπου, «τοπικές κοινωνίες», μικροαστικά στρώματα κ.ο.κ.). Ο απεργιακός αγώνας θα δεχτεί κριτική επίσης από τους εκπροσώπους «αριστερών» μικροαστικών οργανώσεων που υιοθετώντας μια εξωϊστορική αντίληψη για την κοινωνική δράση, όπως ο επαναστατικός συνδικαλισμός, ο αναρχοσυνδικαλισμός, ή, ο αριστερισμός κ.ά. θέτουν μαξιμαλιστικά αιτήματα («απεργία διαρκείας», «γενική απεργία», «καταλήψεις εργοστασίων» κ.λπ.) δίνοντας σημασία περισσότερο στη «βούληση» (που δε διαμεσολαβείται όμως κοινωνικά), παρά στη συνείδηση και στην οργάνωση.
Άλλο ένα σημαντικό μέρος του απεργιακού αγώνα αφορά τη περιφρούρηση της απεργίας από προβοκάτορες, ασφαλίτες ή, από κοινωνικούς αυτοματισμούς. Δεν είναι λίγες, πάλι, οι φορές, όπου στις απεργίες αναδεικνύονται και «εσωτερικές» διαφοροποιήσεις που έχουν να κάνουν, όπως φάνηκε με την απεργία της ΠΝΟ, με τη θέση κάποιων ομάδων εργαζομένων στην εργασιακή διαδικασία. Αυτές οι ομάδες (πλοίαρχοι κ.ά.) ασκούν αντικειμενικά, ανεξάρτητα από προθέσεις, εποπτεία, προς όφελος του εφοπλιστικού και ακτοπλοϊκού κεφαλαίου, στην εργασία των ναυτεργατών. Αυτές οι διαφοροποιήσεις, σε συνάρτηση με τις εργοδοτικές πρακτικές που τις ενισχύουν παντοιοτρόπως (ένδυση, μπόνους κ.λπ.), όπως γίνεται στο κλασσικό διαχωρισμό ανάμεσα σε «εργάτες λευκού και μπλε κολάρου» προσφέρουν τη κοινωνική βάση της «εργατικής αριστοκρατίας». Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία της εργατικής «εκπροσώπησης» που απολαμβάνει ιδιαίτερες παροχές (συμβολικές και υλικές).
Με το χρόνο μάλιστα, αυτή η κατηγορία αποκόβεται από την εργατική τάξη όπως έχει δείξει ο D. Geary (D. Geary, Το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα 1848-1939, Θεσσαλονίκη 1988, Παρατηρητής) για την εργατική αριστοκρατία στη Γερμανία, στην Αγγλία κ.α. Αν είναι μάλιστα στις θέσεις εκπροσώπησης δεκαετίες, όπως ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, της ΠΝΟ κ.ά., αρχίζει σιγά-σιγά να «κατανοεί», τίς δυσκολίες του κεφαλαίου (ας πούμε του «ντόπιου») ή, τη «δεινή» θέση των εργοδοτών λόγω του ανταγωνισμού, της οικονομικής κρίσης κ.λπ. ερχόμενη ολοένα και πιο κοντά στη λογική των επιχειρημάτων τους. Εύγλωττη αυτού του πνεύματος είναι η ανακοίνωση της ΠΝΟ που «έχοντας απόλυτη συναίσθηση των ευθυνών της και επιδεικνύοντας για άλλη μια φορά ανάλογο θετικό πνεύμα, αποφάσισε την άμεση αναστολή της απεργιακής κινητοποίησης» (Καθημερινή 4/8/2018). Το οξύμωρο είναι ότι η ΠΝΟ έχει συναίσθηση των ευθυνών της απέναντι σε όλους τους άλλους αλλά όχι απέναντι στους ναυτεργάτες αναστέλλοντας άμεσα την απεργία χωρίς να έχουν ικανοποιηθεί στοιχειωδώς τα απεργιακά αιτήματα. Η εντύπωση που δημιουργείται είναι πως η ΠΝΟ θέλει να προκαταλάβει την αμφισβήτησή της από τον απεργιακό αγώνα μη διστάζοντας να «κάψει» την απεργία και να την εκφυλίσει ως μέσον του αγώνα. Να υπενθυμίσουμε πως κεντρικό αίτημα της απεργίας ήταν, εκτός των άλλων (συλλογική σύμβαση, 7ωρο-5ήμερο-35ωρο κ.ά.), αύξηση στους μισθούς κατά 5%. Η ΣΕΕΝ έδινε 1% , η ΠΝΟ απέσπασε 2% αφήνοντας τα άλλα αιτήματα στη μεγαθυμία των ακτοπλόων-επιχειρηματιών.
Έτσι η ΠΕΜΕΝ, η ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ κ.ά. που εκπροσωπούν τους μηχανικούς και τους εργάτες μηχανής, δηλαδή την εργατική τάξη (κυριολεκτικά την «ατμομηχανή» της ναυτιλιακής βιομηχανίας) υποστήριξε την απεργία (3/9/2018) σε αντίθεση με την ΠΕΠΕΝ (πλοίαρχοι κ.λπ.) που μαζί με άλλα σωματεία εργαζομένων ζήτησαν στη συνέχεια την άμεση αναστολή της απεργίας. Εξάλλου η συνάντηση του Γραμματέα της ΠΝΟ αλλά και του προέδρου της ΠΕΜΕΝ (πλοίαρχοι) και του προέδρου της ΠΕΝΕΝ (ναύτες κ.ά.) με τους εφοπλιστές παραμονές της απεργίας, χωρίς καμία εξουσιοδότηση από τους ναυτεργάτες, τη στιγμή που αυτοί θα έπρεπε να βρίσκονται στη πρώτη γραμμή για να οργανώσουν την απεργία, είναι σα να υποσκάπτει και να αμβλύνει τις κάθετες διαχωριστικές γραμμές που διαμόρφωνε η δυναμική της απεργίας. Το γεγονός αυτό δημιούργησε την εντύπωση πως δεν εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια διαλόγου, γεγονός που εκθέτει τους ναυτεργάτες έναντι της κοινωνίας (εργαζόμενοι, επιβατηγό κοινό κ.λπ.) ενώ απονομιμοποιεί την απεργία στα μάτια των ίδιων των ναυτεργατών. Πόσο μάλλον όταν μέρος των ναυτεργατών (ναύτες, ναύκληροι, ναυτόπαιδες κ.ά.) ως ανειδίκευτοι ή, με περιορισμένο χρόνο στη δουλειά («πήγαινε έλα») τείνουν, ανάλογα με την έκβαση του απεργιακού αγώνα, να «ριζοσπαστικοποιούνται» τη μια και να απογοητεύονται την άλλη. Aυτοί έχοντας μικρή πείρα με τους συνδικαλιστικούς αγώνες και βλέποντας προσωρινά τη ταξική τους κατάσταση τείνουν να βλέπουν επίσης την απεργία όχι ως μέσον του ταξικού αγώνα αλλά ως αυτοσκοπό.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε καλύτερα τη τραχύτητα του ταξικού αγώνα. Συνεπώς η προκήρυξη μιας απεργίας, εκτός από την ουσία (μείωση της απλήρωτης εργασίας κ.λπ.) σημαίνει το πέρασμα του Ρουβίκωνα (του ποταμού, όχι του «κινηματία») περιορίζοντας τις επιλογές και οριοθετώντας άπαξ δια παντός τα μέτωπα (ποιος ενάντια σε ποιόν;). Εγκαθιδρύει δε, -υπερβαίνοντας την αλά Ελληνικά «εμφύλια ειρήνη» (Burgfrieden) της συνδικαλιστικής ηγεσίας (ΓΣΕΕ, ΠΝΟ κ.ά.) και του κυβερνητικού συνδικαλισμού με τις εργοδοτικές ενώσεις («κοινωνική ειρήνη»)-, τη διαρκή επιφύλαξη, τη μόνιμη καχυποψία, την έχθρα του εργοδότη με τους εργαζόμενους ως περιεχόμενο της ταξικής συνθήκης. Σε αυτές τις συνθήκες η ανασύσταση του «κόσμου της εργασίας» ως κοινωνικού υποκειμένου θα βασιστεί στη ταξική δράση στους χώρους δουλειάς και στην αλληλεγγύη που θα προέλθει από άλλα τμήματα του «συλλογικού εργάτη», αλλά και από την πολιτική οργάνωση της τάξης (κόμμα, πολιτικό υποκείμενο κ.λπ.), πόσο μάλλον όταν το κεφάλαιο, διαθέτει, όπως φάνηκε από τα παραπάνω, τις δικές του ομάδες που εποπτεύουν και ελέγχουν την εργασία των εργαζομένων. Μέσω της «εργατικής αριστοκρατίας» οι εργοδοτικές ενώσεις εκπροσωπούνται κατά κάποιο τρόπο ακόμη και μέσα στην ίδια την εργατική τάξη επηρεάζοντας προς όφελός του το ταξικό αγώνα.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΚΑΤΙΟΥΣΑ