ΟΟΣΑ λαγός για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης



Την αύξηση των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ώστε οι εργαζόμενοι να εξαναγκάζονται να δουλεύουν περισσότερα χρόνια (περίοδος εργασίας) και να παίρνουν λιγότερα χρόνια σύνταξη (περίοδος συνταξιοδότησης), προκρίνει μελέτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), με πρόσχημα τη «βιωσιμότητα» των συνταξιοδοτικών συστημάτων και… την απόδοση επαρκών συντάξεων.

Για την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση αυτού του πάγιου στόχου των καπιταλιστών, ο ΟΟΣΑ προβάλλει στην ίδια μελέτη και την αυτόματη σύνδεση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, ως έναν «έξυπνο» μηχανισμό, καθώς με μια τέτοια αυτόματη σύνδεση οι αστικές κυβερνήσεις θα αποφεύγουν την επαναλαμβανόμενη νομοθετική αλλαγή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, ελπίζοντας έτσι ότι θα αμβλύνουν τις κοινωνικές αντιστάσεις και αντιδράσεις…
class=»subtitle»>«Τεκμηρίωση» της ανάγκης του κεφαλαίου να ξεζουμίζει τους εργαζόμενους για περισσότερα χρόνια<
Η μελέτη του ΟΟΣΑ «διαπιστώνει» ότι οι ήδη νομοθετημένες αυξήσεις στα γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης «δεν επαρκούν», λόγω της επικείμενης αύξησης του προσδόκιμου ζωής. Γι’ αυτό ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός ισχυρίζεται ότι χρειάζεται νέα αύξηση των ορίων.

Συγκεκριμένα αναφέρει ότι τα γενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης με βάση τις μεταρρυθμίσεις που νομοθετήθηκαν μέχρι το 2017 «θα αυξηθούν σταδιακά περίπου κατά 3 έτη, από τα 62,9 έτη για τους άνδρες που γεννήθηκαν το 1940 σε 65,8 έτη για όσους γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, στις χώρες του ΟΟΣΑ, κατά μέσο όρο». Στη συνέχεια επισημαίνει ότι το προσδόκιμο ζωής όσων βρίσκονται στην ηλικία των 65 ετών «προβλέπεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο 6 χρόνια» μεταξύ των δύο ομάδων (των γεννηθέντων του 1940 και των γεννηθέντων του 1996) και κατά συνέπεια «το μερίδιο της περιόδου συνταξιοδότησης αναμένεται να αυξηθεί κατά σχεδόν 10%, μεταξύ των γεννηθέντων του 1940 και του 1996».

Αντιμετωπίζοντας ως… «κατάρα» την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και άρα την αύξηση των ετών που ένας εργαζόμενος θα παίρνει σύνταξη, ο ΟΟΣΑ μιλά για ανάγκη πολιτικής παρέμβασης ώστε να μειωθεί η περίοδος συνταξιοδότησης. Με τον εκβιασμό ότι σε διαφορετική περίπτωση θα μειωθούν τα ποσοστά αναπλήρωσης, ο ιμπεριαλιστικός οργανισμός επιχειρεί να «τεκμηριώσει» την ανάγκη του κεφαλαίου να ξεζουμίζει για περισσότερα χρόνια κάθε εργαζόμενο.

Συγκεκριμένα, σημειώνει: «Η αναλογία μεταξύ των περιόδων εργάσιμου βίου και συνταξιοδότησης είναι στην ουσία πολιτική επιλογή. Είναι σημαντικό να συμβάλλουμε στη διατήρηση των ποσοστών αναπλήρωσης παρά στην αύξηση της μακροζωίας. Η νομοθετημένη αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης(σ.σ. από τα 62,9 στα 65,8) είναι μικρότερη από αυτή που χρειάζεται για τη σταθεροποίηση της ισορροπίας μεταξύ των περιόδων συνταξιοδότησης και εργασίας. (…) Αυτό σημαίνει ότι για να σταθεροποιηθεί το μερίδιο της περιόδου συνταξιοδότησης στο τρέχον επίπεδο, το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα πρέπει να διαμορφωθεί στα 67,2 έτη κατά μέσο όρο για τους γεννηθέντες το 1996, έναντι των 65,8 ετών που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία». Δηλαδή προτείνει η αύξηση των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης να είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Για να γίνει πιο «πειστικός», ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης«κατά μέσο όρο θα μειωθούν κατά 6%», παρουσιάζοντας ως αιτία… τους συνταξιούχους που ζουν περισσότερο και όχι τις διαρκείς αντιασφαλιστικές επιτροπές που επιβάλλουν όλες οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου, σε όλο τον κόσμο.

Ανάμεσα στις χώρες που αντιμετωπίζουν «πρόβλημα» ονομάζει και την Ελλάδα: «Μεγάλες μειώσεις αναμένονται επίσης στη Χιλή, στην Ελλάδα, στην Πολωνία και στην Ελβετία. Αντιστρόφως, σε χώρες όπως η Εσθονία, το Ισραήλ και η Κορέα, όπου τα ποσοστά αναπλήρωσης ήταν χαμηλά, θα σημειωθούν μεγάλες αυξήσεις. Ορισμένες άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Τσεχίας, της Δανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Τουρκίας, θα αποφύγουν τις απότομες περικοπές, με την προϋπόθεση ότι οι εργαζόμενοι θα εργαστούν για παραπάνω χρόνια, σύμφωνα με το αυξημένο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης».
Αποκαλυπτικές διαπιστώσεις
Εξετάζοντας το είδος των «μεταρρυθμίσεων» που έχουν γίνει μέχρι τώρα, επισημαίνει ότι μια συνήθης τακτική «είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, είτε απευθείας είτε μέσω ενός μηχανισμού αυτόματης σύνδεσης των ορίων με το προσδόκιμο ζωής. Ταυτόχρονα, οι ηλικίες συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών συγκλίνουν».

Ειδικότερα η σύγκλιση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών – γυναικών, όπως παραδέχεται και η μελέτη, πρακτικά σημαίνει αύξηση των ορίων ηλικίας, αφού αυτή επιτυγχάνεται μέσω της εξίσωσης προς τα πάνω, με το πρόσχημα μάλιστα της ισότητας ανδρών – γυναικών!

Η μελέτη του ΟΟΣΑ αναφέρεται ακόμα στις «μεταρρυθμίσεις» δημοσίων συστημάτων Ασφάλισης από καθορισμένων παροχών σε καθορισμένων εισφορών, δηλαδή από συστήματα στα οποία ο ασφαλισμένος γνωρίζει ποια θα είναι η σύνταξή του, μετά το τέλος του εργάσιμου βίου, στα συστήματα «καθορισμένων εισφορών», στα οποία ο ασφαλισμένος γνωρίζει μόνο τι δίνει ως εισφορά, χωρίς να υπάρχει καμία εγγύηση για το ύψος της σύνταξης μετά το τέλος του εργάσιμου βίου.

Μια τέτοια ανατροπή έγινε ήδη στην επικουρική σύνταξη στη χώρα μας, που δίνει πλέον το ΕΤΕΑΕΠ. Με την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου (4387/2016), ο οποίος ενσωμάτωσε τον σχετικό νόμο της ΝΔ του 2014 για την επικουρική, οι σημερινοί ασφαλισμένοι στο ΕΤΕΑΕΠ γνωρίζουν μόνο τι εισφορά πληρώνουν (ποσοστό επί του μισθού τους), δεν υπάρχει όμως καμία εγγύηση για το ύψος της επικουρικής σύνταξης που θα λάβουν, καθώς αυτό εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση του Ταμείου!

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως η μελέτη, ως προς το σύστημα καθορισμένων εισφορών, παρατηρεί ότι υπάρχει ακόμα… ισχυρή σύνδεση εισφορών – παροχών και πως η μετάβαση σε αυτό «αποτελεί μέρος μιας τάσης για πιο εξατομικευμένες συνταξιοδοτικές παροχές».Παράλληλα, αναφέρει ότι όπου εφαρμόζονται τα συστήματα καθορισμένων εισφορών έχουν οδηγήσει «σε σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για μελλοντικές ομάδες συνταξιούχων», ενώ ιδιαίτερα για την Ιταλία αναφέρει ότι η μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης «αποφεύγεται μόνο από την απότομη αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης».

Σε άλλο σημείο της μελέτης αναφέρεται ότι «από τη δεκαετία του 1990, οι προϋποθέσεις πρόωρης συνταξιοδότησης έχουν επίσης καταστεί αυστηρότερες, ενώ εισήχθησαν προγράμματα πριμοδότησης/ποινών, παρέχοντας κίνητρα για επέκταση του εργάσιμου βίου και επιτρέποντας ορισμένη ευελιξία στην απόφαση συνταξιοδότησης, χωρίς να επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά».

Με στόχο και την «άμβλυνση» της εργατικής – λαϊκής αντίστασης στις ανατροπές

Περιγράφοντα την εξέλιξη των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, η μελέτη επισημαίνει ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα όρια αυξάνονται «στην πλειονότητα των χωρών του ΟΟΣΑ».

Αναφερόμενος στη σύνδεση των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, ο ΟΟΣΑ τη χαρακτηρίζει «μια ουσιαστική πολιτική καινοτομία» που επιτρέπει την «άμβλυνση της πολιτικής πίεσης που προκαλεί η επαναλαμβανόμενη ανάγκη προσαρμογής (σ.σ. δηλαδή αύξησης) των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης».

Εδώ αξίζει να προσθέσουμε την παρατήρηση που γίνεται σε άλλο σημείο της μελέτης και δείχνει το ρόλο αυτής της σύνδεσης: «Οι μεγαλύτερες αυξήσεις» των γενικών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, σημειώνει ο ΟΟΣΑ, «καταγράφονται σε χώρες που έχουν συνδέσει την ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής».

Στη μελέτη φαίνεται επίσης καθαρά ότι τα ασφαλιστικά συστήματα, αντί να υπηρετούν τα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζομένων και συνταξιούχων, λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως πεδία επιχειρηματικής δράσης.

Σημειώνεται συγκεκριμένα: «Οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής αγοράς εκτιμάται ότι έχουν μεγάλο αντίκτυπο σε πολλές χώρες. Αυτό συμβαίνει ιδίως στη Χιλή, στη Δανία και στην Ελβετία. Στις Κάτω Χώρες ο αντίκτυπος είναι έμμεσος, αλλά μεγάλος επίσης. Εκεί, το περιβάλλον χαμηλού επιτοκίου έχει αποδυναμώσει τη φερεγγυότητα των χρηματοδοτούμενων επαγγελματικών προγραμμάτων καθορισμένων παροχών, με αποτέλεσμα να αλλάξει ο υπολογισμός των παροχών».

Συμπερασματικά η μελέτη, χαράσσοντας τις αντιασφαλιστικές κατευθύνσεις, συνοψίζει:

«Οι ηλικίες συνταξιοδότησης αυξάνονται, ώστε οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να εργάζονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, ένα κρίσιμο ζήτημα για τη χρηματοδότηση των ποσοστών αναπλήρωσης των συντάξεων σχετίζεται με την αναλογία ανάμεσα στη διάρκεια των περιόδων εργασίας και συνταξιοδότησης. Το μερίδιο της ενήλικης ζωής που διανύεται μετά την ηλικία συνταξιοδότησης αυξήθηκε ελαφρά από τους γεννηθέντες το 1940 και μετά. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, θα αυξηθεί περαιτέρω και σχεδόν κατά 10% μεταξύ των ατόμων που γεννήθηκαν το 1940 και το 1996. Αυτό σημαίνει ότι για να σταθεροποιηθεί το μερίδιο της περιόδου συνταξιοδότησης για τη γενιά του 1996, η ηλικία συνταξιοδότησης πρέπει να είναι 67,2 έτη κατά μέσο όρο, έναντι 65,8 ετών βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας».

                          
  Π.Ε.Ι. Λεωφορείου              Π.Ε.Ι. Φορτηγού                                    Kαταστατικό                          ΚΟΚ     Συνδικάτου ΟΑΣΑ
      
        Συνοπτικός
   Εργασιακός Οδηγός