Στις αρχές της βδομάδας, η εργοδοσία της «Softex» («Σόφτεξ») ανακοίνωσε και επίσημα στους 130 εργαζόμενους ότι κλείνει οριστικά το εργοστάσιο στο Βοτανικό, ύστερα από σχεδόν 80 χρόνια λειτουργίας. Είχε προηγηθεί τον περασμένο Ιούλη η καταστροφή τμήματος του εργοστασίου από πυρκαγιά, η οποία αξιοποιήθηκε τελικά από την εργοδοσία ως αφορμή για να επισπεύσει τα σχέδια για λουκέτο.
Οι εργαζόμενοι, με αποφάσεις της Γενικής τους Συνέλευσης, αγωνίζονται για να μη χάσουν τη δουλειά τους, για να μη μείνουν δεκάδες οικογένειες χωρίς μεροκάματο. Οργανωτής αυτού του αγώνα είναι το επιχειρησιακό σωματείο και η Ομοσπονδία Τύπου και Χάρτου.
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της υπόθεσης, η ιστορία της «Σόφτεξ» είναι αποκαλυπτική για τον τρόπο που το κράτος παρεμβαίνει διαχρονικά προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων.
Επιβεβαιώνει ταυτόχρονα ότι η οργάνωση της οικονομίας με κριτήριο το κέρδος του καπιταλιστή και όχι βέβαια τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, πέρα από τη διαρκή συμπίεση των εργατικών δικαιωμάτων, έχει στο DNA της το άνοιγμα και το κλείσιμο εργοστασίων, ανάλογα με το κατά πόσο αυτά αποδίδουν ή όχι το προσδοκώμενο κέρδος.
Σε κάθε περίπτωση, ούτε σε φάση ανάπτυξης και πολύ περισσότερο στη φάση της κρίσης, ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης εγγυάται κανένα δικαίωμα για τους εργαζόμενους και το λαό. Αντίθετα, επιτίθεται με λύσσα για να αφαιρέσει ακόμα και αυτά που κατακτήθηκαν σε προηγούμενες εποχές.
Η «Σόφτεξ» ξεκίνησε να λειτουργεί στο Βοτανικό το 1937, με την επωνυμία «Αθηναϊκή Χαρτοποιία – Γ. Γιαννουλάτος, Κ. Κεφάλας και Σία ΟΕ», ως μία μικρή μονάδα παραγωγής χαρτιού περιτύλιξης. Το 1957 μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, είχε εννέα κύριες μηχανές και παρήγε κάθε είδους χαρτί (και χαρτί εκτύπωσης).
Το 1973 άρχισε η δημιουργία του εργοστασιακού συγκροτήματος στη Δράμα, όπου παράγονταν μηχανικός πολτός, χαρτιά γραφής και εκτύπωσης, μοριοσανίδες, πριστή ξυλεία και θειικό αργίλιο. Το 1993, μετά από μεγάλη πυρκαγιά στις εγκαταστάσεις της στην Αθήνα, η εταιρεία ίδρυσε νέα υπερσύγχρονη μονάδα επεξεργασίας χαρτιού «tissue» (χαρτοπετσέτες, χαρτιά υγείας κ.λπ.) στη Ν. Πέραμο Αττικής, όπου παράγονταν όλα της τα προϊόντα.
Από τους 88 εργάτες που απασχολούσε το 1945, έφτασε τους 1.030 το 1969 και τους 2.450 εργάτες το 1996. Το 1950 παρήγαγε 1.250 τόνους χαρτιού, 59.000 το 1972, για να φτάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’90 να παράγει 150.000 τόνους χαρτιού και 45.000 τόνους θερμομηχανικού πολτού.
Μέχρι τη δεκαετία του ’80, η εταιρεία εμφανίζεται να κατέχει μονοπωλιακή θέση στην ελληνική αγορά, την οποία κατέκτησε με την αφειδώλευτη συνδρομή του κράτους, μέσω ενός γενναίου προγράμματος δανειοδότησης και αναχρηματοδότησης των οφειλών της.
Τελικά, το Μάρτη του 1984, με συσσωρευμένα χρέη ύψους 17 δισ. δραχμών, η επιχείρηση πέρασε στον έλεγχο του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ), που έστησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για να «κοινωνικοποιήσει» τα χρέη των λεγόμενων «προβληματικών» και αφού τις «εξυγιάνει» με λεφτά του λαού, να τις επιστρέψει κερδοφόρες στο κεφάλαιο.
Την περίοδο εκείνη, το 64% των μετοχών της εταιρείας πέρασε στον ΟΑΕ και το 34% στην Εθνική Τράπεζα. Παρά τα χρέη, οι παραγωγικές δυνατότητες της επιχείρησης παρέμεναν μεγάλες, όπως και η θέση της στην αγορά. Από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα ήταν ότι αποτελούσε μια πλήρως καθετοποιημένη μονάδα και διέθετε δεκάδες χιλιάδες στρέμματα δάση στη Δράμα, απ’ τα οποία κάλυπτε το 30% των αναγκών της σε χαρτόμαζα.
Ετσι, η «Σόφτεξ» μέχρι το 1990 κατείχε το 70% της εγχώριας αγοράς και το 90% των εξαγωγών. Υπήρξε η μοναδική εταιρεία στην Ελλάδα που παρήγε χαρτί για την έκδοση βιβλίων και ο μοναδικός προμηθευτής του Οργανισμού Εκδοσης Διδακτικών Βιβλίων.
Το Σεπτέμβρη του 1996, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ανακοίνωσε την απόφαση να ιδιωτικοποιήσει ξανά τη «Σόφτεξ». Είχε προηγηθεί μια κατακόρυφη μείωση του προσωπικού, για να γίνει η εταιρεία πιο ανταγωνιστική και άρα πιο θελκτική στους υποψήφιους αγοραστές και επενδυτές.
Ενδεικτικά, την άνοιξη του 1999, πριν την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης, το προσωπικό έφτανε τα 1.275 άτομα, από 2.450 το Δεκέμβρη του 1996! Δηλαδή, ακόμα και την περίοδο που η «Σόφτεξ» βρισκόταν υπό τον έλεγχο του κράτους, η επίθεση στους εργαζόμενους και στα δικαιώματά τους συνεχιζόταν αμείωτη. Τελικά, η επιχείρηση πωλήθηκε σε μια κοινοπραξία εταιρειών, αποτελούμενη από τις «Lochridge», «Goldman Sachs» και «Bolton Group», με την ιταλική πολυεθνική «Bolton» να αποκτά το 2002 τον πλήρη έλεγχο της εταιρείας, μέχρι και σήμερα.
Εχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς περιγράφει η «Lochridge» την εμπλοκή της στην εξαγορά της «Σόφτεξ»: «Ηταν η πιο ελκυστική από τις υποψήφιες προς ιδιωτικοποίηση εταιρείες (…) Ηταν η πιο επιτυχημένη βιομηχανία παραγωγής χαρτιού όταν εθνικοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (…) Η αξιολόγησή της έδειξε ότι είχε τεράστια ποσότητα λανθάνουσας αξίας (…) Οι μάρκες των προϊόντων της είχαν εξαιρετικά ισχυρή αξία. Επιπλέον, η εταιρεία κατείχε πολύτιμη ακίνητη περιουσία, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός για τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της».
Γι’ αυτή καθαυτή την ιδιωτικοποίηση, σημείωνε: «Η συμφωνία – ορόσημο, που αποτιμάται σε 150 εκατομμύρια δολάρια, ήταν η πρώτη μεγάλη ιδιωτικοποίηση στην Ελλάδα». Για το κλείσιμο της συμφωνίας, αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση «υπέβαλε την επιχείρηση σε μια αξιοσημείωτη μείωση του αριθμού των εργαζομένων» και ότι παρείχε εγγυήσεις κάλυψης για προϋπάρχοντα χρέη.
Η ιδιωτικοποίηση της «Σόφτεξ» σηματοδότησε νέα ένταση της επιθετικότητας σε βάρος των εργαζομένων. Συνολικά, την πενταετία 1997-2003 απολύθηκαν περίπου 2.000 εργάτες. Τρεις παραγωγικές μονάδες και 22 παραρτήματα σε αντίστοιχες επαρχιακές πόλεις έκλεισαν, στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της επιχείρησης για να ενισχύσει τη θέση της στον ανταγωνισμό.
Τελικά, το εργοστάσιο έφτασε να έχει μόλις 197 εργαζόμενους το 2005 και μόλις 130 λίγο πριν η εργοδοσία ανακοινώσει το κλείσιμό της, ενώ κυκλοφορεί έντονα η φήμη ότι η εταιρεία σχεδιάζει τη μεταφορά της στη Βουλγαρία…