Ο Νίκος Μπελογιάννης , Γεννημένος το 1915 στην Αμαλιάδα, από μαθητής ακόμα του Γυμνασίου, οργανώνεται στην ΟΚΝΕ, παίρνει μέρος πρωτοστατώντας σε δύο μαθητικές απεργίες και διώκεται για τη συμμετοχή του σε αγροτική κινητοποίηση. Το 1932, σε ηλικία 17 ετών, εντάσσεται οργανωτικά στο ΚΚΕ ως φοιτητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Για την πολιτική του δράση και ιδεολογία, θα διωχθεί το 1934 από το Πανεπιστήμιο. Το 1936, χρονιά της στρατιωτικής του θητείας, καταδικάζεται σε τρίμηνη φυλάκιση, λόγω της αντιδικτατορικής του δράσης και το 1938 καταδικάζεται σε 5 χρόνια φυλακή και 2 χρόνια εξορία στην Ιο, για τη δράση του ενάντια στη μοναρχοφασιστική μεταξική δικτατορία. Τα επόμενα χρόνια βρίσκουν τον Ν. Μπελογιάννη στα κάτεργα της Αίγινας και της Ακροναυπλίας.
Στο διάστημα από το 1941 έως το 1943 θα μεταφερθεί δεσμώτης των Γερμανοϊταλών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Κατούνας, Βόνιτσας και Κέρκυρας. Με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, καταφέρνει και φεύγει για την Πάτρα από όπου για το διάστημα 1943 – 1945 είναι καπετάνιος του 8ου Συντάγματος της 3ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και αργότερα πολιτικός επίτροπος του ΔΣΕ μέχρι το τέλος του Εμφυλίου. Ακολουθεί η προσφυγιά.
Η σύλληψη του Μπελογιάννη έγινε στις 20 Δεκεμβρίου του 1950, αλλά η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός μισό μήνα αργότερα, στις 5 Ιανουαρίου 1951. Μια μέρα πριν, με απόφαση του Συμβουλίου Εφετών, κλείστηκε ο «Δημοκρατικός», η πρώτη νόμιμη αριστερή εφημερίδα, που βγήκε μετά τον Εμφύλιο με την αμέριστη στήριξη του ΚΚΕ, για να καλύψει το κενό της έλλειψης νόμιμου κομματικού Τύπου. Τις επόμενες μέρες ανακοινώθηκαν οι συλλήψεις και άλλων κομμουνιστών και λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του.
Μια ξεχωριστή στιγμή, η ώρα της απολογίας του Ν. Μπελογιάννη. «Πολλοί απ’ τους συγκατηγορούμενούς μου – είπε – εξέφρασαν την απορία γιατί βρίσκονται εδώ. Εγώ τέτοια απορία δεν εκφράζω. Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ.Θα έλεγα – είπε – ότι «δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου», γιατί ο κόσμος το ‘χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας. Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα. Ξεκίνησε μια φούχτα τον καιρό του Μαρξ, έφτασε σήμερα τα 800 εκατομμύρια και αύριο θα απλωθεί σε όλον τον κόσμο. Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ’ έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;»
Το σχόλιο του προέδρου του δικαστηρίου με το τέλος της απολογίας ήταν μη αναμενόμενο, μα πάνω απ’ όλα αποκαλυπτικό. «Το δικαστήριο τούτο – είπε απευθυνόμενος στον κομμουνιστή ηγέτη – θα προχωρήση και θα εκδώση απόφασιν τέτοια, που θα αποτελέση μάθημα δι’ εκείνους, οι οποίοι εδοκίμασαν να σε προστατεύσουν, οσονδήποτε ψηλά και αν ευρίσκωνται ούτοι». Ετσι και έγινε.
Στις 16 Νοεμβρίου 1951, στις 3 το πρωί, το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του. Δώδεκα από τους κατηγορουμένους καταδικάζονταν σε θάνατο. Ηταν ο Ν. Μπελογιάννης, η Ε. Ιωαννίδου, ο Στ. Γραμμένος, ο Δ. Καλοφωλιάς, η Θ. Γεωργιάδου, η Αφρ. Μανιάτη, ο Αθ. Κανελλόπουλος, ο Δ. Κανελλόπουλος, ο Π. Παπανικολάου, ο Στ. Δρομάζος, η Καλ. Παπαδοπούλου και η Λ. Κόττου. Ακόμη, άλλοι 15 κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές, που κυμαίνονταν από ισόβια δεσμά έως και τριετή φυλάκιση με αναστολή.
Οι θανατικές, βέβαια, καταδίκες δεν εκτελέστηκαν. Ηταν καταδίκες που στηρίζονταν στον Α.Ν. 509 και αφορούσαν αποκλειστικά στις πολιτικές πεποιθήσεις των καταδικασμένων. Το καθεστώς ήθελε να αποφύγει μια διεθνή καταδίκη για διάπραξη πολιτικών εγκλημάτων. Ηθελε, όμως, να σπείρει και την τρομοκρατία με τις κάννες των όπλων του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ετσι, κατασκευάστηκε μια δεύτερη δίκη, όπου ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του σύρθηκαν να δικαστούν με την αισχρή κατηγορία του κατασκόπου.
Η ώρα είναι 3 μετά τα μεσάνυχτα, το ημερολόγιο γράφει 30 Μάρτη 1952. Στις φυλακές της Καλλιθέας επικρατεί νεκρική σιγή. Ακούγονται τα βαριά βήματα του δεσμοφύλακα. Φτάνει στο κελί του Νίκου Μπελογιάννη . Το ξεκλειδώνει, τον ξυπνάει. Δίπλα του στέκει, όπως ένα μακάβριο φάντασμα, ο βασιλικός επίτροπος της ξενόφερτης δυναστείας των Γλύξμπουργκ, συνταγματάρχης Αθανασούλης. Διαβάζει στον Μπελογιάννη την απόφαση των ανακτόρων να τον οδηγήσουν μαζί με τους συγκρατούμενούς του Καλούμενο, Αργυριάδη και Μπάτση, στην εκτέλεση . Εξω περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν μπόρεσαν να το συγκροτήσουν με στρατιώτες, κανείς δε δέχτηκε. Κατέφυγαν σε στιγματισμένους εγκληματίες της Ασφάλειας. Στις 3 και 20 η φάλαγγα βγήκε από τις πόρτες των φυλακών κατευθυνόμενη με δαιμονισμένη ταχύτητα προς το «συνήθη τόπο των εκτελέσεων », το Γουδί.
Το απόσπασμα παρατάσσεται με τα όπλα «επί σκοπόν». Είναι σκοτάδι ακόμα. Οι αρχιδήμιοι στρέφουν τους προβολείς των αυτοκινήτων στα πρόσωπα των μελλοθανάτων. Ωρα 4 και 12 λεπτά. Ακούγονται οι δολοφονικές ομοβροντίες. Το έγκλημα ολοκληρώθηκε. Οι εφημερίδες θα γράψουν, ότι ο Μπελογιάννης είχε ακούσει ήρεμος μ’ ένα πικρό χαμόγελο, την καταδίκη του σε θάνατο, αποχαιρέτησε τους συγκρατουμένους του στις φυλακές και μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια. Ζητωκραύγασε για το ΚΚΕ και έπεσε από τις σφαίρες του αποσπάσματος. Ηταν 37 χρόνων.