Με αρκετές ταινίες, ενδιαφέρουσες οι περισσότερες, και αριστουργηματικό «Το λευκό πραξικόπημα» (1975) που προβάλλεται στην «Αλκυονίδα», η σημαντικότερη ταινία των σπουδαίων κινηματογραφιστών Χαϊνόφσκι και Σόιμαν, από τη Λαοκρατική Δημοκρατία Γερμανίας, αυτή η βδομάδα.
Πρεμιέρα απόψε για την ενδιαφέρουσα κολομβιανή ταινία «Στην αγκαλιά του φιδιού» (El abrazo de la serpiente – 2015), σε σκηνοθεσία του νεαρού Κολομβιανού Σίρο Γκέρα. Πρόκειται για περιπετειώδη περιπλάνηση στον Αμαζόνιο, η οποία εστιάζει στις ανεπούλωτες πληγές της αποικιοκρατίας. Δυο επιστήμονες, με μεγάλη απόσταση χρόνου, αναζητούν ένα ιερό φυτό με θαυματουργές θεραπευτικές ιδιότητες. Η σχέση τους με τον ιθαγενή Σαμάνο – τελευταίο επιζώντα της φυλής του – αποτυπώνει, μέσα από την ποιητική ορμή της ασπρόμαυρης, μη τουριστικής φωτογραφίας του τοπίου, μια εθνογραφικού χαρακτήρα σπουδή πάνω στο εκρηκτικό αντάμωμα δύο κόσμων. (Δείτε εδώ το Trailer).
Πρεμιέρα και για το ιστορικό ποιητικό δοκίμιο του Αλεξάντρ Σοκούροφ «Η Κιβωτός των ανθρώπων» (Francofonia – 2015). Πυκνή και πλούσια συλλογιστική για το Μουσείο του Λούβρου, το ρόλο της τέχνης, του πνεύματος και του πολιτισμού. Ο Σοκούροφ σχεδίασε μια πλούσια και ποικίλη παλέτα, με κείμενα και τόνους που συνεχώς ανανεώνουν τις οπτικές απολαύσεις. Κάποιες εικόνες μάλιστα έχουν μια πατίνα κεχριμπαριού σαν τους παλιούς πίνακες και η δραματοποίηση των αρχών του ’40 διαθέτει μια τρεμοπαίζουσα λάμψη. Βλέποντας την ταινία, προκύπτει μια πολύ ευρύτερη εικόνα όπου ο μέγας γαλλόφιλος Σοκούροφ, μέσω της υπερβολικά παρούσας φωνής του σε voice over, ασχολείται με το Παρίσι και τη φιλοσοφική ιδέα ενός μεγάλου μουσείου, ενσωματώνοντας παράλληλα πολλά περισσότερα θέματα που συναντήσαμε σε προγενέστερα ντοκιμαντέρ του δημιουργού για κλασικούς καλλιτέχνες, κυρίως όμως στην ταινία «Ρωσική κιβωτός». Αυτή η ταινία, πάντως, δεν συνιστά άθροισμα προγενεστέρων. Βρισκόμαστε στο 1940. Οι ναζί έχουν καταλάβει το Παρίσι και το Λούβρο… τα σημαντικότερα έργα του οποίου έχουν ήδη μεταφερθεί σε ασφαλείς πύργους. Αφορμή της ίντριγκας η συνεργασία του επικεφαλής του Λούβρου και του Γερμανού αξιωματικού, γαλλόφωνου κόμη Μέτερνιχ, για την προστασία των θησαυρών του Μουσείου, για τη διάσωση αυτής της ζωντανής κιβωτού του ανθρώπινου πολιτισμού. Τα ενδιάμεσα διαστήματα συνιστούν μαθήματα πάνω στην, ανά τους αιώνες, κατασκευή του Λούβρου και την καθημερινότητα των Παριζιάνων – με χρήση αρχειακού υλικού εποχής – και μετά τη χιτλερική εισβολή… Ιδιαίτερα προσωπική και σαγηνευτική ταινία, που κάπου αναρωτιέται γιατί τάχα οι ναζί να διασφαλίζουν την ακεραιότητα του Παρισιού ενώ καταστρέφουν επίτηδες άλλες μεγαλουπόλεις, όπως το Λένινγκραντ με το Μουσείο Ερμιτάζ που υπέφερε τόσα δεινά… Το Παρίσι, βέβαια, αντιπροσωπεύει κάτι πολύ μεγαλύτερο από τη Γαλλία. Και το Λούβρο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα κτίριο γεμάτο τεράστια έργα τέχνης. Πρωταγωνιστούν οι Λουί Ντο ντε Λενκεσένγκ και Μπέντζαμιν Ούτζερατ. (Δείτε εδώ το Trailer).
Πρεμιέρα, τέλος, έχει και το σίκουελ του «Cloverfield», «10 Cloverfield Lane» (2016), ένα μετα-αποκαλυπτικό, κλειστοφοβικό αμερικάνικο θρίλερ παραγωγής Τζέι Τζέι Εϊμπραμς, σε σκηνοθεσία του Νταν Τράχτενμπεργκ και με πρωταγωνιστές τους Τζον Γκούντμαν, Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ και Τζον Γκάλαχερ Τζούνιορ. (Δείτε εδώ το Trailer).
Κριτική: Τζία Γιοβάνη
«Το λευκό πραξικόπημα» είναι ταινία – μοντέλο και δείχνει έναν τρόπο που μπορεί κανείς να φτιάξει ταινίες ολοκάθαρα μπρεχτικές, χρησιμοποιώντας τα ντοκουμέντα ως δομικό υλικό του «μύθου». Οι κομμουνιστές κινηματογραφιστές Χαϊνόφσκι και Σόιμαν αποτελούν αδιαίρετο ντουέτο, που έφερε νέα αντίληψη στο πολιτικό ντοκιμαντέρ. Οι ταινίες τους, κατά κανόνα, είναι υποδείγματα του είδους με ιδιαίτερα επεξεργασμένο μοντάζ, όπως η τετραλογία για τη Χιλή που τους έκανε γνωστούς σ’ όλον τον κόσμο. Συνολικά, οι δύο δημιουργοί έκαναν για τη Χιλή 10 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Τα τρία σπουδαιότερα φιλμ εξ αυτών, που βγήκαν από το Στούντιο H&S μεταξύ 1974 και 1983, είναι «Ο πόλεμος με τις μούμιες», «Ημουν, είμαι και θα είμαι» και «Το λευκό πραξικόπημα», όπου οι κινηματογραφιστές επεμβαίνουν δείχνοντας το στρατιωτικό πραξικόπημα από τις τρεις κύριές του προοπτικές. Την προπαρασκευαστική, την εκτέλεση και τις συνέπειές του.
Οι Βάλτερ Χαϊνόφσκι και Γκέρχαρντ Σόιμαν γύριζαν επί πολλά χρόνια ρεπορτάζ και συνεντεύξεις μέσα από τα σπλάχνα του ταξικού εχθρού στη Χιλή, εφαρμόζοντας ιδιαίτερες μεθόδους έρευνας. Οι μέθοδοί τους στηρίχτηκαν στην κατάχρηση της εμπιστοσύνης των πολιτικών τους αντιπάλων και στα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ γύρω από τις κτηνωδίες του ιμπεριαλισμού. Κινηματογραφούσαν κρυφά, ή ξεγελώντας τους χουντικούς για την ιδιότητα ή τα ιδεολογικά τους πιστεύω… Οι Χαϊνόφσκι – Σόιμαν δεν ακολουθούν στείρο διδακτισμό αλλά προσπαθούν να αναπτύξουν όσο γίνεται πιο διαλεκτικά τα επιχειρήματά τους. «Στις 4 Μαρτίου έγιναν οι τελευταίες εκλογές στη Χιλή – λένε οι δημιουργοί. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ενδιαφέρονταν για τον νικητή Αλιέντε, έτσι οι εκπρόσωποι των αντιδραστικών κομμάτων, οι μούμιες, ήταν αληθινά κατευχαριστημένοι που έπεσαν πάνω σ’ Ευρωπαίους που έδειχναν ενδιαφέρον για ό,τι έλεγαν. Δεν χρειαζόταν καν να τους πείσουμε να τα ξεράσουν όλα, μιλούσαν καμιά φορά πιο πολύ ακόμη κι απ’ όσο θέλαμε».
Μέσα από την ταινία αποκαλύπτονται ο ρόλος της CIA και των αμερικανικών και πολυεθνικών εταιρειών και τα εκατομμύρια δολάρια με τα οποία χρηματοδοτούσαν τις δυνάμεις που οδήγησαν τη Χιλή στη δικτατορία. «Το λευκό πραξικόπημα» ερευνά τις ενορχηστρωμένες μεθόδους της CIA και της αστικής τάξης ώστε να επιτευχθεί ένα «λευκό πραξικόπημα», κινητοποιώντας και δυσαρεστημένα τμήματα του λαού. Το λευκό αυτό ειρηνικό πραξικόπημα έπρεπε να δημιουργήσει, με τεχνητό τρόπο, ουρές ατέλειωτες, ιδίως σε καταστήματα τροφίμων κ.α. Κι επειδή η ειρηνική ανατροπή απέτυχε, η CIA πέρασε στο αιματηρά βίαιο πλάνο, το στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του Αλιέντε με εκτελεστή τον Πινοσέτ, στις 11 Σεπτέμβρη 1973.
Παραγωγή: Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (1975)
Πρώτο μέρος μιας τριλογίας πάνω στη «δικτατορία του κέρδους» και πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία της Κριστίνα Γκρόζεβα και του συν – σεναριογράφου της, Πέταρ Βαλχάνοφ. Πολυφορτωμένη με βραβεία και διακρίσεις από διεθνή φεστιβάλ, η μικρή τολμηρή βουλγαρική ταινία, με τη μορφή ηθικής παραβολής, είναι φορτισμένη με την ένταση και την ασφυξία της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στη σύγχρονη Βουλγαρία. Η ταινία αναμειγνύει έναν ανθρωπιστικό κοινωνικό ρεαλισμό, τύπου Νταρντέν, με καταστάσεις οριακές, παράλογες και κάπως αναξιόπιστες, σε μια μαύρη κωμωδία της απελπισίας. Η ηθοποιός Μαργκίτα Γκόσεβα, που υποδύεται τη Νάντια, είναι εξαιρετική στο ρόλο της αυστηρής δασκάλας αγγλικών και μητέρας μιας μικρής κόρης, που, μετά από μια κλοπή που έγινε στην τάξη της, προσπαθεί να διδάξει το σεβασμό, το δίκιο και την ανηθικότητα της κλοπής στους μαθητές της. Με το που επιστρέφει όμως στο σπίτι της μπαίνει ξαφνικά σε ένα σπιράλ όπου καλό και κακό γίνονται ένα και μπλέκει με τραμπούκους και τοκογλύφους. Αιτία, ο άνεργος και πότης άνδρας της που σπατάλησε τα λεφτά για κάποιες δόσεις του σπιτιού και τώρα πρέπει άμεσα να βρεθούν μετρητά που θα αποτρέψουν τον επικείμενο πλειστηριασμό. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά και η μεταφραστική εταιρεία, η δεύτερη δουλειά της Νάντια, κήρυξε αναπάντεχα πτώχευση. Το αφεντικό εξαφανίστηκε και οι υπάλληλοι έμειναν, εννοείται, απλήρωτοι.
Η ένταση ανάμεσα στο χαρακτήρα της Νάντια, που έχει ανάγκη να ελέγχει τα πάντα γύρω της, και το ιλιγγιωδώς αυξανόμενο χάος στην προσωπική της ζωή, αποδίδεται εξαίρετα. Η Νάντια κυριαρχεί στη σκηνή, το εκφραστικό της πρόσωπο μας οδηγεί σε ένα ναρκοπέδιο αντικρουόμενων συναισθημάτων, πάντα κλιμακούμενα, σαν να βαδίζουν προς τη μεγάλη μάχη με αποφασιστικότητα. Η σκηνή όπου δίνεται η ευκαιρία στη Νάντια, με μια συγγνώμη προς τη μισητή μητριά της, να σώσει το σπίτι της με τα λεφτά που θα της δώσει ο πλούσιος και αποξενωμένος πατέρας της, διαθέτει εκλεκτικότατες συγγένειες με αντίστοιχες σκηνές του Μάικ Λι.
Σύγχρονη κοινωνική παραβολή με πολύ επιδεικτικό σενάριο και έντιμη και πετυχημένη σκηνοθεσία. Η κάμερα είναι κινητική, χωρίς να γίνεται συγκινητική. Η συσσώρευση τόσων τυχαίων κακών γεγονότων κάπου είναι υπερβολική, συμβάλλει βέβαια στο αναποδογύρισμα των αρχών της Νάντια, που ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν ανήλεο κόσμο. Η ταινία μπορεί στο σύνολό της να ασθμαίνει συχνά, παράγει όμως άγχος και είναι συναρπαστική όσο ένα θρίλερ. Από τα πλέον πετυχημένα κομμάτια της παράλογης και ρυθμικής αυτής ταινίας, οι υπεράνθρωπες προσπάθειες της ηρωίδας όταν «παλεύει» με τους υπαλλήλους του ταχυδρομείου για να προλάβει να στείλει στην τράπεζά της το ευτελές ποσό που θα μπλοκάρει τον πλειστηριασμό του σπιτιού της.
Με τους: Μαργκίτα Γκόσεβα, Ιβάν Μπάρνεφ, Ιβάν Σάβοφ.
Παραγωγή: Βουλγαρία (2014).