Με τις προωθούμενες ανατροπές επιδιώκεται το δικαίωμα στην απεργία να γίνει μια μακρινή ανάμνηση για τους εργαζόμενου
|
Στην παραπέρα συρρίκνωση ή και κατάργηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στοχεύει η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου που ετοιμάζει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε αγαστή συνεργασία με τους «κοινωνικούς εταίρους» και την τρόικα. Αλλαγές προς το χειρότερο έχουν ήδη συμβεί ή πρόκειται να συμβούν και σε άλλες χώρες. Τα μονοπώλια και τα πολιτικά τους όργανα με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να αποδυναμώσουν παραπέρα το συνδικαλιστικό κίνημα ώστε πιο εύκολα να περνούν τα μέτρα που κάθε φορά έχουν ανάγκη προκειμένου να διασφαλίσουν την κερδοφορία των κεφαλαίων.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα η αποκαλούμενη Επιτροπή Ειδικών συζητά ταυτόχρονα με το χτύπημα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και τα ζητήματα των ομαδικών απολύσεων, των Συλλογικών Συμβάσεων, το ύψος του κατώτατου μισθού, την ευελιξία των αμοιβών. Πρόσφατα, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, Θ. Φέσσας, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ημερησία» ανέφερε ότι «πρέπει ακόμη να επανεξετάσουμε τα προνόμια που έχουν δοθεί στους συνδικαλιστές (άδειες, μισθοδοσία, εύρος προστασίας) και τις διαδικασίες κήρυξης απεργίας», ενώ λίγες μέρες πριν σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επισήμανε πως «οι ρυθμίσεις σχετικά με τις απεργίες και ο συνδικαλιστικός νόμος πάσχουν σε άλλα σημεία, που πρέπει να προταχτούν ως προτεραιότητες (…) όπως είναι η υπερβολική προστασία των συνδικαλιστών, οι συνδικαλιστικές άδειες και η καταβολή της αμοιβής τους από τον εργοδότη, καθώς και θέματα σχετιζόμενα με την αντιπροσωπευτικότητα. Αυτά είναι τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν κατά προτεραιότητα». Το ίδιο διάστημα, η Μαρία Τίσεν, επίτροπος Απασχόλησης της ΕΕ, επίσης σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σημείωσε μεταξύ άλλων πως «χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στο νόμο για τις απεργίες».
Επίσης, στο πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ επισημαίνεται: «Και σήμερα, αν και η Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά όσον αφορά στην ευελιξία της αγοράς εργασίας μετά το 2012, η χώρα μας συνεχίζει να διατηρεί κάποιες πρωτοτυπίες σε σχέση με την Ευρώπη, σε θέματα όπως η μονομερής προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία, τα προνόμια των συνδικαλιστών ή η διοικητική έγκριση για ομαδικές απολύσεις». Ακόμα, ο ΣΕΒ θεωρεί ότι η ανταπεργία (λοκ άουτ) «είναι ένας τρόπος άμυνας απέναντι σε καταχρηστικές απεργίες».
Είναι προφανές ότι η επίθεση έχει ξεκινήσει. Σε αυτήν τη φάση καλλιεργείται συστηματικά η αντίληψη, η συκοφαντία ότι τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι δήθεν προνόμια.
Ενας από τους βασικούς στόχους είναι το δικαίωμα στην απεργία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα και του αστικού Τύπου, οι προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι είναι να αλλάξει ο τρόπος που ένα συνδικάτο λαμβάνει απόφαση για απεργία, να αυξηθεί ο χρόνος προειδοποίησης για την απεργία, να μειωθούν οι μέρες συνδικαλιστικής άδειας, να μπορούν οι εργοδότες να απολύουν συνδικαλιστές χωρίς καμιά διαδικασία κ.ά.
Το Μάη του 2016 έγινε νόμος στη Βρετανία το νομοσχέδιο που είχε φέρει η βρετανική κυβέρνηση στη Βουλή το καλοκαίρι του 2015. Η περίπτωσή της είναι ένας καθρέφτης για το τι συμβαίνει, έχει συμβεί ή θα συμβεί και σε άλλες χώρες, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα.
Βασικά χαρακτηριστικά του νόμου είναι η θέσπιση επιπλέον προαπαιτούμενων για να θεωρείται νόμιμη η λήψη των αποφάσεων για απεργία (και άλλες μορφές συνδικαλιστικής δράσης) αλλά και η διεξαγωγή της. Τα προαπαιτούμενα αυτά – αν δεν απαγορεύουν – αχρηστεύουν την απεργιακή κινητοποίηση καθώς βρίσκεται υπό το διαρκή έλεγχο και επιτήρηση των αστυνομικών δυνάμεων και της εργοδοσίας.
Συγκεκριμένα, ο βρετανικός νόμος για την απεργία προβλέπει:
- Για να ληφθεί απόφαση για οποιαδήποτε κινητοποίηση (απεργία ή άλλη κινητοποίηση μικρότερης διάρκειας από μια απεργία) απαιτείται από το συνδικάτο που θέλει να κάνει την κινητοποίηση να διεξαγάγει ψηφοφορία. Η ψηφοφορία θεωρείται έγκυρη εάν σε αυτή συμμετέχει το 50% των μελών. Για παράδειγμα, σε ένα συνδικάτο με 1.000 μέλη πρέπει να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία τουλάχιστον τα 500.
- Για τις «σημαντικές» δημόσιες υπηρεσίες προστίθεται ένας ακόμα όρος προκειμένου να θεωρηθεί νόμιμη η απόφαση για κινητοποίηση. Ο όρος αυτός είναι ότι πρέπει να ψηφίσουν υπέρ της κινητοποίησης το 40% των μελών. Για παράδειγμα, σε ένα σύλλογο εκπαιδευτικών με 100 εγγεγραμμένα μέλη πρέπει να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία τουλάχιστον τα 50 μέλη και να ψηφίσουν υπέρ της κινητοποίησης το λιγότερο τα 40 μέλη. «Σημαντικές» δημόσιες υπηρεσίες θεωρούνται η Υγεία, η Εκπαίδευση, η Πυροσβεστική, οι Μεταφορές, η συνοριακή φύλαξη, ο παροπλισμός πυρηνικών εγκαταστάσεων, η διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων και αναλωμένου πυρηνικού καυσίμου.
Για να γίνει κατανοητή η περαιτέρω αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου σημειώνουμε ότι σήμερα απαιτείται μόνο η απλή πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην ψηφοφορία.
- Οι εργοδότες στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να ενημερώνονται τουλάχιστον 14 μέρες πριν από την κήρυξη της απεργίας (από 7 που ήταν πριν) και, όπως ήδη αναφέραμε, σύμφωνα με τη διαβούλευση, θα μπορούν να προσλαμβάνουν απεργοσπάστες για να καλύψουν τα «κενά» που θα δημιουργηθούν από τους απεργούς.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τις προθέσεις του κεφαλαίου είναι οι διατάξεις για τον τρόπο διεξαγωγής της απεργίας και κυρίως τον τρόπο δράσης της απεργιακής φρουράς. Συγκεκριμένα, για να γίνει η απεργία πρέπει το συνδικάτο να υποδείξει ένα πρόσωπο ως επικεφαλής της απεργιακής φρουράς και το όνομά του να γνωστοποιείται στην αστυνομία. Ο επικεφαλής πρέπει να φέρει γραπτή εξουσιοδότηση από το συνδικάτο. Το πλαίσιο γίνεται ακόμα πιο ασφυκτικό καθώς τα στοιχεία για την κινητοποίηση επίσης κοινοποιούνται στην αρμόδια κρατική υπηρεσία. Η αρμόδια κρατική υπηρεσία αποκτά επιπλέον εξουσίες, μεταξύ άλλων τη δύναμη να επιβάλλει πρόστιμα μέχρι και 20.000 λιρών εάν διαπιστωθεί ότι δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
Συμπερασματικά, η κήρυξη και η πραγματοποίηση της κινητοποίησης θα βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο του αστικού κράτους, αποδυναμώνοντας ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά, που είναι η αντίσταση στην επιβολή αντεργατικών σχεδιασμών του εργοδότη αλλά και συνολικά στην εφαρμογή αντεργατικών πολιτικών του κράτους.
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που θέλουν να παρουσιάσουν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου για την κατάσταση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Τα συνδικαλιστικά δικαιώματα είναι το ελάχιστο μέσο προστασίας απέναντι στην αυθαιρεσία και ασυδοσία των εργοδοτών, και όχι προνόμια. Από την άλλη, ακόμα και σήμερα και ενώ τα όποια συνδικαλιστικά δικαιώματα βρίσκονται σε ισχύ οι κεφαλαιοκράτες δε διστάζουν να προχωρήσουν σε απολύσεις εργατών εκλεγμένων σε διοικήσεις συνδικάτων και κάθε εργάτη που πρωτοστατεί στην οργάνωση των αγώνων. Να διαλύουν διοικήσεις σωματείων αλλάζοντας τόπο εργασίας στα μέλη τους, να εκφοβίζουν τους εργάτες προκειμένου να μη συνδικαλιστούν, να στήνουν εργοδοτικά σωματεία, να επιβάλλουν μονομερώς ενέργειες που χτυπάνε τα δικαιώματα των εργαζομένων γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τα όσα ελάχιστα προβλέπει το σχετικό νομικό πλαίσιο υπέρ των εργατών.
Ακόμα, πάει πολύ οι κεφαλαιοκράτες που ξεζουμίζουν κάθε στιγμή την εργατική τάξη, που απολαμβάνουν γενναίες φοροαπαλλαγές από το κράτος, που επιχορηγούνται από αυτό παίρνοντας δωρεάν «ζεστό» χρήμα, το οποίο προέρχεται από τη φορολεηλασία του λαού, να μιλάνε για συνδικαλιστικά προνόμια!
Αλλωστε, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα βρίσκονται στην κλίνη του Προκρούστη καθημερινά. Το δικαίωμα της απεργίας ακυρώνεται στην πράξη από τους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά και αμείλικτα: Στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» είναι καταχωρημένες 121 δικαστικές αποφάσεις για απεργιακές διαφορές, για την περίοδο 1985 – 2001. Από αυτές, οι 104 έκριναν παράνομη την απεργία, ενώ μόλις 17 την έκριναν νόμιμη! Μάλιστα, από τις 17 αποφάσεις, τουλάχιστον τρεις πρωτόδικες ανατράπηκαν στο Εφετείο! Συνολικά, στο συγκεκριμένο διάστημα, που ξεκινάει τρία μόλις χρόνια μετά την ψήφιση του Ν. 1264/82 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 88% των απεργιών κρίθηκαν παράνομες!
Σύμφωνα με μια άλλη επεξεργασία, την οποία είχε κάνει και δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» το 2008, από το 1999 μέχρι και τον Ιούνη του 2008 εκδικάστηκαν 248 προσφυγές της εργοδοσίας σε βάρος απεργιακών κινητοποιήσεων (εξαιρείται ο Δεκέμβρης του 2003 και ολόκληρο το 2005, επειδή το Πρωτοδικείο δε διέθετε τα στοιχεία). Από αυτές τις προσφυγές, οι 215, δηλαδή το 86,7%, κρίθηκαν πρωτόδικα παράνομες ή/και καταχρηστικές! Νόμιμες κρίθηκαν 30, ενώ 3 ακόμα προσφυγές παραπέμφθηκαν να δικαστούν σε άλλο δικαστήριο ή συνέτρεξε άλλος λόγος, ώστε να μη βγει τελεσίδικη απόφαση.
Αποδεικνύεται ότι στο έδαφος του καπιταλισμού καμία εργατική και λαϊκή κατάκτηση δεν είναι δεδομένη και εξασφαλισμένη.
Η αντιμετώπιση της προσπάθειας χτυπήματος των συνδικαλιστικών ελευθεριών, πρώτα απ’ όλα του δικαιώματος στην απεργία, της καταστολής και ποινικοποίησης των εργατικών και λαϊκών αγώνων είναι υπόθεση του ίδιου του κινήματος, πλευρά της γενικότερης πάλης του για τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα.
Είναι μια μάχη που συνδέεται άρρηκτα με την πάλη για τις ΣΣΕ, συνολικά για τη διεκδίκηση αιτημάτων που απαντούν στις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων. Είναι μια μάχη που περνά μέσα από την ανασύνταξη και αναζωογόνηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, ώστε ιδιαίτερα η νέα βάρδια της εργατικής τάξης να παραμερίσει τις δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, να αγκαλιάσει τα συνδικάτα και να υπερασπιστεί το δικαίωμά της να αγωνίζεται και να δρα συλλογικά με καθαρό ταξικό προσανατολισμό.
http://www.rizospastis.gr