Με τη διοίκηση στα χέρια των S.S., μια νέα, σαφώς σκληρότερη φάση ξεκινούσε για τους κρατουμένους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που ο νέος στρατοπεδάρχης απηύθυνε στους κρατουμένους στο πρώτο του προσκλητήριο με τη βοήθεια του διερμηνέα Δημήτρη Τουλούπα:
«Είμαι ο ταγματάρχης Radomski. Από σήμερα αναλαμβάνω τη διοίκηση του στρατόπεδου. Θέλω απόλυτη τάξη, πειθαρχία και ησυχία. Κάθε παράβαση, κάθε αταξία θα τιμωρείται αμείλικτα, ακόμα και με τα όπλα. Κάθε διαταγή μου θα εκτελείται αμέσως και με ακρίβεια και χωρίς καμία αντιλογία. Από τώρα και πέρα το στρατόπεδο θα είναι τόπος εργασίας. Εργάσιμες ώρες ορίζω από τις 8 ως τις 12 το πρωί και από τη 1 ως τις 5 το απόγευμα κάθε μέρα. Τις Κυριακές θα γίνεται καθαριότητα στους θαλάμους και ψυχαγωγία στο προαύλιο».
Οι κρατούμενοι χωρίστηκαν σε ομάδες των εκατό ατόμων, τις εκατονταρχίες με επικεφαλής τον εκατόνταρχο. Οι εκατονταρχίες μοιράστηκαν, με τη σειρά τους, σε ομάδες των δεκαπέντε ατόμων με επικεφαλής τον δεκαπένταρχο. Οι εκατόνταρχοι και οι δεκαπένταρχοι, κρατούμενοι και αυτοί, έπρεπε να καταγράψουν τους άνδρες τους και να είναι υπεύθυνοι γι’ αυτούς.
Οι αγγαρείες, τις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν σε καθημερινή πλέον βάση οι κρατούμενοι στο Χαϊδάρι, σταδιακά αυξάνονταν και γίνονταν πιο σκληρές. Ταυτόχρονα, αυξανόταν και η αγριότητα του διοικητή και των φαντάρων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη των εργασιών. Οι εργασίες σχετίζονταν με επισκευές, καθαρισμούς και καλλωπισμό των κτηρίων του στρατοπέδου. Βέβαια, λίγες φορές οι αγγαρείες είχαν λογικοφανή σκοπό. Ο Radomski και οι άνδρες του υποχρέωναν τους κρατουμένους να σκάβουν λάκκους με τα χέρια και έπειτα να τους ξαναγεμίζουν η να σχηματίζουν σωρούς από μπάζα και έπειτα να τα ξανασκορπίζουν. Ο κρατούμενος δημοσιογράφος Νίκος Ρανταμάνης αναφέρει:
«Ο σκοπός του Radomski δεν ήταν να εξωραΐσουμε το εσωτερικό του Χαϊδαρίου, αλλά να παιδευόμαστε άσκοπα για να ικανοποιούμε τον σαδισμό του. «Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου Αείπει». Π.χ. τον πελώριο λάκκο που γεμίσαμε με τα νυχια μας, τον ξαναδειάσαμε και ξαναγεμίσαμε τρεις φορές. Ένα άλλο βουνό από πέτρες, που έφταναν να χτίσεις δύο πολυκατοικίες, τις μεταφέραμε κάπου δέκα φορές από σημείο σε σημείο. Στίβες από άμμο τις κουβαλούσαμε με τις χούφτες πότε εδώ και πότε εκεί. Κάτι πεζούλια, που χτίσαμε από την κεντρική είσοδο ως το 15, τη μία μέρα τα φτιάχναμε, την άλλη τα γκρεμίζαμε με διαταγή του Radomski. Ο υποκόπανος των φρουρών και η νηστεία ξεθύμαιναν στις πλάτες και τα στομάχια μας».
Εκσκαφή ομαδικού τάφου θυμάτων της Κατοχής.
To παρακάτω περιστατικό, που διηγείται ο Κώστας Βατικιώτης, παρουσιάζει με ανάγλυφο τρόπο τον σαδισμό και την περιφρόνηση, με τα οποία αντιμετώπιζαν οι S.S. τους κρατουμένους:
«Κατά τας ώρας της εργασίας οι φρουροίδεν περιορίζοντο μόνον εις δαρμούς και ύβρεις, αλλά επέβαλλον εις τους κρατούμενους ενίοτε και τους χειρότερους εξευτελισμούς. Αρκεί να αναφέρω, ως παράδειγμα, ότι εγώ αυτός ηναγκάσθην μίαν ημέραν να εγκαταλείψω την εργασίαν μου εις τα συρματοπλέγματα και V ακολουθήσω τον φρουρόν, όστις, αφού με οδήγησε εις υπαίθριον αποχωρητήριον, με εξηνάγκασε να μαζεύω ακαθαρσίας με τα χέρια και να τας μεταφέρω εις παρακείμενον λάκκον».
Ο σκληρός Paul Radomski μετέτρεψε το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου σε ένα τεράστιο εργοτάξιο, όπου κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει να δουλεύει, ούτε καν για να πάρει ανάσα. Επιπλέον, κάποιοι από τους κρατουμένους χρησιμοποιούνταν σε εξωτερικές εργασίες, π.χ. σε αγγαρείες στα γραφεία των S.S. στην οδό Μέρλιν, στις βομβόπληκτες περιοχές του Πειραιά, στο Φάληρο και τον Σκαραμαγκά. Αυτοί, βέβαια, θεωρούνταν σχετικά τυχεροί, καθώς είχαν την ευκαιρία να βγουν για λίγο από το στρατόπεδο, να δουν άλλους ανθρώπους έστω και από μακριά, να μάθουν κάποια νέα. Η έντονη σωματική καταπόνηση σε συνδυασμό με τα πενιχρά γεύματα που προσφέρονταν, οδηγούσαν σταδιακά τους κρατουμένους στην πλήρη αποδυνάμωση και την ασθένεια. Ο Radomski ήταν γύρω στα πενήντα. Καταγόταν από την Πρωσία και είχε έρθει στην Αθήνα κατευθείαν από το μέτωπο του Κιέβου.
«Είχε γερή κορμοστασιά, μα το πρόσωπό του έδειχνε άνθρωπο σκληρό. Τα μάτια του είχαν ένα μουντό γκρίζο χρώμα, σαν τον κλαψιάρικο ουρανό, που είναι έτοιμος να ξεσπάσει σε μπόρα. Είχε μυωπία σε μεγάλο βαθμό και γι’ αυτό φορούσε χοντρά γυαλιά σαν τους φακούς. Με το βούρδουλα στο χέρι γύριζε όλο το στρατόπεδο και ούρλιαζε σαν το σκυλίκλωτσώντας και δέρνοντας. Άμα τον βλέπουμε νάρχεται φωνάζει η μία ομάδα στην άλλη συνθηματικά «Σύρμα». Έτσι του κόλλησε το παρατσούκλι, ο Σύρμας, και ως το τέλος μ’ αυτό τον λέγανε».
Μόλις οι S.S. ανέλαβαν τη διοίκηση του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, ο αριθμός των ανδρών που αποτελούσαν την εσωτερική φρουρά διπλασιάστηκε. Ο πλέον σκληρός ήταν ο διαβόητος Κόβατς, ένας δεκαοκτάχρονος στρατιώτης που επιδείκνυε πρωτοφανή αγριότητα στην επιβολή των τιμωριών και την επίβλεψη των αγγαρειών3. Μεταξύ των κρατουμένων ήταν γνωστός και ως «Κουλός», διότι του έλειπαν τρία δάχτυλα από το αριστερό χέρι. Λέγεται πως ακόμα και οι Γερμανοί τον φοβούνταν. Ο Δημήτρης Παυλάκης θυμάται το «φιδάκι», ένα από τα πιο αγαπημένα βασανιστήρια, στα οποία υπέβαλλε τους κρατουμένους ο σαδιστής Κόβατς:
«Σωστή οχιά Όταν δέρνει γελά και τα μάτια γίνονται ακόμα πιο μικρά και τα δόντια του γυαλίζουν σαν του πεθαμένου. Ξέρει πολλά γυμνάσια ακόμα, όπως το φιδάκι. Ένα βροχερό απόγευμα, που η γη ήταν λασπωμένη, πήρε δύο εκατονταρχίες απ’ αυτές που δεν είχαν δουλειά και, αφού έβγαλαν τα παλτά και τα σακκάκια τους, τους αραίωσε, όπως κάνουν στη σουηδική, κ’ ύστερα τους υποχρέωσε να πέσουν μπρούμητα στη γη και να σέρνονται με την κοιλιά όπως σέρνονται τα φίδια. Κυλιώνται οι άνθρωποι χάμω στη λασπωμένη γη σαν τα γουρούνια κι’ ο Κουλός με το καλώδιο δέρνει αλύπητα, όποιον πάρει το μάτι του να ακουμπά τα χέρια του χάμω. Αυτή η τιμωρία κράτησε ίσαμε μία ώρα. To βάσανο τούτο ήταν το φιδάκι».
Θύμα βασανιστηρίων, που έλαβαν χώρα στο κτήριο της οδού Μέρλιν (Από το λεύκωμα του Υπουργείου Εσωτερικών – Διεύθυνση Εγκληματολογικής Υπηρεσίας Φωτογραφίαι από τα δεινοπαθήματα του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής το 1941-1944). ΠΗΓΗ: ΔΗΜΟΣ ΧΑΙΔΑΡΙΟΥ