Το πόρισμα για τα Εργασιακά, που επισήμως δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα από τον υπουργό Εργασίας, πρέπει να τοποθετηθεί από τους εργαζόμενους εκεί που είναι η πραγματική του θέση: Στα σκουπίδια!
Οσο κι αν προσπαθεί η κυβέρνηση να πείσει ότι η Επιτροπή που το συνέταξε συστήνει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αποκαθιστά μέρος των δικαιωμάτων που χάθηκαν στα χρόνια της κρίσης, η αλήθεια βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: Το πόρισμα δίνει άλλοθι στην προσπάθεια της κυβέρνησης να κατοχυρώσει τη σημερινή ζούγκλα στην αγορά εργασίας και να την διευρύνει, υπηρετώντας το στόχο του κεφαλαίου για ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του.
Ολα τα παραπάνω μεθοδεύονται με την κατ’ επίφαση αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις κλαδικές Συμβάσεις, έννοιες που παραμένουν «αδειανό πουκάμισο» για τους εργαζόμενους, αφού όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται στη διαπραγμάτευση ενισχύουν τη θέση της εργοδοσίας και προδιαγράφουν την καθήλωση ή και την παραπέρα μείωση των μισθών, παράλληλα με τη γενίκευση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας.
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα: Το πόρισμα συστήνει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την ΕΓΣΣΕ, αλλά προτείνει ταυτόχρονα η διαπραγμάτευση να γίνεται στο πλαίσιο που ορίζει μια συμβουλευτική επιτροπή, η οποία θα δίνει το εύρος των επιτρεπόμενων αυξήσεων (άρα και μειώσεων), παίρνοντας υπόψη βασικούς δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι φανερό ότι περιορίζονται ασφυκτικά τα περιθώρια των εργαζομένων να διεκδικήσουν ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και, αντίστροφα, ενισχύεται η θέση της εργοδοσίας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το πόρισμα αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα της νομοθεσίας που διαμόρφωσε η προηγούμενη κυβέρνηση, όπου και εκεί προβλεπόταν να παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μισθού η γνωμοδότηση μιας επιτροπής εμπειρογνωμόνων, με τα ίδια ακριβώς κριτήρια.
Επομένως, «άνθρακες ο θησαυρός» της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την ΕΓΣΣΕ, αφού η τράπουλα είναι από την αρχή σημαδεμένη σε βάρος των εργαζομένων.
Το ίδιο ισχύει και για τις κλαδικές Συμβάσεις, όπου ναι μεν προτείνεται από το πόρισμα να υπερισχύουν των επιχειρησιακών, αλλά, με τις προϋποθέσεις και τις εξαιρέσεις που τίθενται, η ρύθμιση αυτή είναι κενό γράμμα για τους εργαζόμενους. Εκεί οδηγεί, για παράδειγμα, η «σύσταση» της Επιτροπής ότι θα πρέπει να υπάρχουν εξαιρέσεις από τις κλαδικές Συμβάσεις για επιχειρήσεις που έχουν …οικονομικά προβλήματα, ή να υπερισχύουν οι επιχειρησιακές, όταν αυτές αντανακλούν καλύτερα την κατάσταση σε μια εταιρεία ή μια ομάδα επιχειρήσεων.
Αλλά και σε εκείνους τους τομείς, όπου το πόρισμα υποτίθεται ότι δεν προτείνει κάποια ουσιαστική αλλαγή, βάζει από την πίσω πόρτα νέες αντιδραστικές και επικίνδυνες ανατροπές.
Για παράδειγμα, ως «αντίδοτο» στις ομαδικές απολύσεις προτείνει την παραπέρα ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, με εργασία μειωμένου ή και μηδενικού (!) ωραρίου, όπως τα συμβόλαια που κάνουν θραύση στη Μεγάλη Βρετανία. Αλλη μια ένδειξη για το πώς θα «μεταναστεύσουν» στην Ελλάδα οι «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ που δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμα στην εθνική νομοθεσία.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ένα: Η προσπάθεια της κυβέρνησης να υλοποιήσει τα μέτρα που προτείνει το πόρισμα, ή οποιαδήποτε παραλλαγή τους προκύψει από τη διαπραγμάτευση, πρέπει να χτυπήσει κυριολεκτικά πάνω στον τοίχο που θα στήσουν οι εργαζόμενοι, παλεύοντας οργανωμένα και μαζικά για ανάκτηση των απωλειών, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων, ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους.
Αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας», Ριζοσπάστης, Παρασκευή 30 Σεπτέμβρη 2016.