Άρθρα στην κατηγορία Σαν Σήμερα

Η υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι



«Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας – ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά – είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει – η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας…».

 Μπαρτολομέο Βαντσέτι

 Στις 15 του Απρίλη του 1920, δύο ταμίες του εργοστασίου υποδημάτων ΣΛΕΪΤΕΡ & ΜΟΡΙΛ, ο Φρέντερικ Πάρμεντερ και ο Αλεξάντερ Μπεραρντέλι, περπατούσαν στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών, στον κεντρικό δρόμο του Σάουθ Μπρέιντρι. Μαζί τους κουβαλούσαν δύο μικρά χρηματοκιβώτια με 15.000 δολάρια. Λίγο πριν φτάσουν στην πόρτα του εργοστασίου – περί τις 3 μ.μ. – δέχτηκαν επίθεση από ένοπλους ληστές, που άρχισαν να τους πυροβολούν. Οι ληστές αφού εκτέλεσαν τα θύματά τους πήραν τα χρηματοκιβώτια και το έσκασαν με αυτοκίνητο που τους περίμενε γι’ αυτή τη δουλιά μαζί με άλλα μέλη της συμμορίας. Παρά το γεγονός ότι η ληστεία ήταν αιματηρή, δεν ήταν καθόλου ένα ασυνήθιστο γεγονός εκείνη την εποχή τόσο στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης όσο και γενικότερα στις ΗΠΑ. Οι αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τους ληστές ως ξένους, πιθανότατα Ιταλούς. Για το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στη ληστεία είπαν πως ήταν τύπου «Οβερλαντ».

 

Εχοντας αυτά τα στοιχεία η αστυνομία βρήκε πως κάποιος Ιταλός, ονόματι Μπόντα, είχε αφήσει για επισκευή στο «Γκαράζ Τζόνσον», ενός προαστίου της πόλης, ένα παλιό «Οβερλαντ». Οπως ήταν φυσικό, το γκαράζ τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και ο ιδιοκτήτης του κλήθηκε να ενημερώσει αμέσως τις αρχές στην περίπτωση που ο Μπόντα ή κάποιος άλλος ζητούσε να πάρει το αυτοκίνητο.

Είκοσι μέρες μετά τη ληστεία, τη νύχτα, στις 5 του Μάη του 1920, ο Μπόντα με τρεις γνωστούς του πήγε στο γκαράζ για να πάρει το αυτοκίνητο. Ο Τζόνσον αμέσως έστειλε τη γυναίκα του να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και οι τέσσερις ύποπτοι που αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε προτίμησαν να φύγουν. Λίγο αργότερα η αστυνομία συνέλαβε τους τρεις ενώ ο Μπόντα κατάφερε να διαφύγει. Τον έναν απ’ αυτούς, τον Ορτσιάνι, τον συνέλαβαν και την άλλη μέρα τον φυλάκισαν. Οι άλλοι δύο πήραν το τραμ του Μπρόκτον, συνελήφθησαν μέσα σ’ αυτό και οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί έδωσαν τα ονόματά τους: Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Στην ανάκριση έπεσαν σε αντιφάσεις κι ήταν φανερό πως ήθελαν να κρύψουν πράγματα. Για τον Μπόντα και τον Ορτσιάνι δήλωσαν πως δεν τους ήξεραν αλλά δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο πήγαν μαζί με αυτούς τους δύο στο «Γκαράζ Τζόνσον» να πάρουν το «Οβερλαντ». Στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο περίστροφα. Ο Σάκο μάλιστα κουβαλούσε μαζί του και σφαίρες1. Η θέση τους – χωρίς φυσικά οι ίδιοι να γνωρίζουν τι ακριβώς τους περίμενε – ήταν αρκετά δύσκολη. Πριν όμως παρουσιάσουμε τη συνέχεια ας δούμε ποιοι ήταν οι δύο αυτοί άνθρωποι.

Δυο Ιταλοί μετανάστες στη γη της …επαγγελίας

 

Διαδηλώσεις στη Νέα Υόρκη (πάνω) και στο Ιστ Κόουτ (δεξιά) για την απελευθέρωσή τους
Διαδηλώσεις στη Νέα Υόρκη (πάνω) και στο Ιστ Κόουτ (δεξιά) για την απελευθέρωσή τους

Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι ήταν Ιταλοί που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για μια καλύτερη ζωή. Ο Μπαρτολομέο έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Ιούνη του 1908 σε ηλικία 20 χρόνων. Την ίδια χρονιά έφτασε στη Βοστόνη και ο Νικόλα μαζί με τον αδελφό του Σαμπίνο, ωθούμενος από την εμπειρία ενός φίλου του πατέρα του που ζούσε στη Μασαχουσέτη. Ηταν μόλις 17 ετών. Γρήγορα ο Σαμπίνο πήρε το δρόμο της επιστροφής κι έτσι ο Νικόλα συνέχισε μόνος σε μια χώρα δύσκολη, αχανή, που υποσχόταν όμως πολλά και σίγουρα ένα καλύτερο μέλλον απ’ αυτό που επιφύλασσε η πατρίδα. Η πρώτη επαφή με τις ΗΠΑ ήταν μάλλον ψυχρολουσία για τους δύο νεαρούς που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους γεμάτοι όνειρα. Στα απομνημονεύματά του, που έγραψε στη φυλακή, με τίτλο «Η ιστορία της ζωής ενός προλετάριου», ο Βαντσέτι γράφει: «Μέσα στη μαύρη απελπισία πήρα την απόφαση να φύγω από την Ιταλία και να πάω στην Αμερική. Στις 9 του Ιούνη του 1908 αποχαιρέτησα τα αγαπημένα μου πρόσωπα… Ταξιδεύοντας 2 μέρες με τρένο μέσω Γαλλίας και μετά διασχίζοντας επί 7 μέρες τον ωκεανό, έφτασα στη γη της επαγγελίας. Η Νέα Υόρκη ξεπρόβαλλε απειλητικά στον ορίζοντα με όλο το μεγαλείο και την αυταπάτη της ευτυχίας που υποσχόταν. Απ’ τη γέφυρα του πλοίου προσπαθούσα να δω μέσα απ’ αυτό το πλήθος των κτιρίων που ξεπρόβαλλε ελκυστικό και συνάμα απειλητικό στα μάτια των στριμωγμένων αντρών και γυναικών της γ΄ θέσης. Στο σταθμό υποδοχής μεταναστών δοκίμασα την πρώτη μου μεγάλη έκπληξη. Είδα τους υπεύθυνους υπαλλήλους να μεταχειρίζονται τους επιβάτες της γ΄ θέσης σαν ζώα. Δεν είχαν ούτε έναν καλό ή παρηγορητικό λόγο για να ελαφρύνουν το βαρύ φορτίο του φόβου που ένιωθαν οι νιόφερτοι στις αμερικανικές ακτές. Η ελπίδα που παρέσυρε τους μετανάστες στη νέα γη, εξανεμίστηκε μετά την πρώτη τους επαφή με τους σκληρούς αυτούς υπαλλήλους. Τα παιδάκια, που θα ‘πρεπε να ‘ναι ενθουσιασμένα απ’ την προσμονή, είχαν γαντζωθεί στα φουστάνια των μανάδων τους, κλαίγοντας τρομοκρατημένα. Τέτοιο ήταν το εχθρικό πνεύμα που πλανιόταν στους χώρους υποδοχής των μεταναστών. Θυμάμαι σαν τώρα που στεκόμουν μόνος σαν έφτασα στο Μπάτερι της Νέας Υόρκης, με τα φτωχικά μου υπάρχοντα, λίγα ρούχα δηλαδή και κάτι ψιλά στην τσέπη. Μέχρι χτες βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που με καταλάβαιναν. Το επόμενο πρωί μου φάνηκε πως ξύπνησα σε μια γη, στην οποία, για όποιον ήδη ζούσε εκεί, η γλώσσα μου δε σήμαινε τίποτα περισσότερο (στο βαθμό που είναι ζήτημα νοήματος) από τους γεμάτους παράπονο ήχους ενός άλαλου ζώου. Πού να πάω; Τι να κάνω; Αυτή ήταν η γη της επαγγελίας»2.

 

 

Ο Βαντσέτι ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη γνώση και που φρόντιζε πάντοτε να διευρύνει τις γνώσεις του. «Αν και περιγράφεται – γράφει ο Εγκον Αϊς3 – συνήθως ως ονειροπόλος, ήταν ο τυπικός «φιλόσοφος του καφενείου»». Στην πραγματικότητα, ήταν ένας εργάτης δοσμένος στο ιδανικό της διεκδίκησης μιας δικαιότερης κοινωνίας. Μέσα από την ίδια του την πείρα είχε κατανοήσει βαθιά την απελευθερωτική δύναμη της γνώσης και για το λόγο αυτό διάβαζε συνεχώς προσπαθώντας να εμβαθύνει διαρκώς πάνω στα προβλήματα της εποχής των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Ως εργάτης στα λατομεία στο Κονέκτικατ, ως ανειδίκευτος στο Γιάνγκσταουν, ως χαλυβουργός στο Πίτσμπουργκ, ως σιδηροδρομικός στη Μασαχουσέτη, ως πωλητής ψαριών στο Πλίμουθ είχε πάντοτε μαζί του ένα βιβλίο διψώντας για μάθηση και ελευθερία. «Πόσες νύχτες – έγραφε αργότερα στο κελί της φυλακής – πέρασα σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο στο φως του γκαζιού μέχρι το πρωί… Μόλις ακουμπούσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ακουγόταν η σφυρίχτρα κι έτρεχα πάλι στο εργοστάσιο ή στο λατομείο».

 Ο Σάκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης. Ηταν κοντός και μυώδης, με μεγάλη όρεξη για ζωή. Αγαπούσε τη φύση, τα λουλούδια, τα δέντρα και ήταν σπουδαίος κηπουρός. Αντίθετα από τον Βαντσέτι, αυτός είχε δημιουργήσει οικογένεια. Το πρώτο του παιδί ήταν ο Ντάντε κι αργότερα προστέθηκε κι ένα κοριτσάκι, η Ινέζ. Με την οικογένειά του ζούσε αρμονικά και με τη γυναίκα του είχε μια πολύ όμορφη σχέση. Οι γείτονες συχνά έβλεπαν και τους δύο να επιστρέφουν πιασμένοι χέρι χέρι από τον κυριακάτικο περίπατό τους στο δάσος4. Φαίνεται πως αυτοί οι περίπατοι ήταν από τις πιο όμορφες και πιο σημαντικές στιγμές του ζευγαριού. Στο τελευταίο του γράμμα προς το γιο του, ανάμεσα σε άλλα, ο Σάκο γράφει5: «Γιε μου, αντί να κλαις, γίνε δυνατός για να μπορέσεις να παρηγορήσεις τη μητέρα σου. Κι όταν θα θέλεις να την κάνεις να ξεχνά την παγερή μοναξιά, θα σου πω τι θα κάνεις. Πήγαινέ την έναν μεγάλο περίπατο στην εξοχή, μαζέψτε αγριολούλουδα, ξεκουραστείτε κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, δίπλα στο ρυάκι που τραγουδά σιγανά, και κοντά στη γλυκιά ηρεμία της μάνας φύσης. Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά θα της δώσουν χαρά κι εσύ θα είσαι ευτυχισμένος».

 

Η επιτροπή Φούλερ μπροστά στους νεκρούς Σάκο και Βαντσέτι (πίνακας του Αμερικανού Μπεν Σαν)
Η επιτροπή Φούλερ μπροστά στους νεκρούς Σάκο και Βαντσέτι (πίνακας του Αμερικανού Μπεν Σαν)

Ο Σάκο και ο Βαντσέτι ιδεολογικά και πολιτικά ήταν αναρχικοί. Για την εποχή εκείνη, ανήκαν σ’ ένα υπαρκτό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα που σε γενικές γραμμές επαγγελλόταν τον κομμουνισμό χωρίς όμως να αναγνωρίζει τη μεταβατική περίοδο όπου το κράτος της εργατικής τάξης είναι ιστορικά αναγκαίο. Η δογματική αυτή θέση των αναρχικών, να τοποθετούνται από θέση αρχής ενάντια σε κάθε εξουσία, τους οδηγούσε στην τραγική αντίφαση να συμμετέχουν μεν – όπως έγινε και στη Ρωσία – στην επαναστατική δράση κατά της αστικής εξουσίας, αλλά μόλις αυτή υποχωρούσε, μόλις συντελούνταν το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη, στρέφονταν κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου, βοηθώντας έτσι αντικειμενικά την αντεπανάσταση. Σε ένα γράμμα του, γραμμένο στη φυλακή, στις 24 του Γενάρη του 1924, τρεις μέρες μετά το θάνατο του Λένιν, ο Βαντσέτι γράφει6: «Ο Λένιν πέθανε. Εχω πειστεί πως, χωρίς να το θέλει, κατάστρεψε τη ρωσική επανάσταση. Σκότωσε και φυλάκισε πολλούς από τους συντρόφους μου. Κι όμως υπέφερε πολύ, δούλεψε ηρωικά για κείνο που νόμιζε πως είναι η αλήθεια, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα σαν διάβασα τις λεπτομέρειες του θανάτου του και της κηδείας του. Οσο για τους πουλημένους κοντυλοφόρους του καπιταλισμού, που παραποιούν τα γεγονότα και την αλήθεια, που ρίχνουν τη λάσπη της άθλιας ψυχής τους πάνω στον αγνό μου αντίπαλο, δε μου μένει παρά να ουρλιάξω, όλη μου τη σιχαμάρα και την περιφρόνησή μου για δαύτους».

 Αγωνιστές στις τάξεις του εργατικού κινήματος

Στις αρχές του 20ού αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ζούσαν στον πυρετό μιας αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης και ξεπερνούσαν όλα τα άλλα κράτη στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής. Η μεταλλουργία των μαύρων μετάλλων και η εξόρυξη γαιάνθρακα αναπτύσσονταν τόσο πολύ γρήγορα που στα 1913 οι ΗΠΑ παρήγαγαν στους κλάδους αυτούς πιο πολλά προϊόντα από την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία μαζί. Οι εργάτες που δούλευαν στην εργοστασιακή βιομηχανία αυξήθηκαν από 4,7 εκατομμύρια που ήταν το 1889 σε 7 εκατομμύρια το 1914. Η συνολική αξία των βιομηχανικών προϊόντων στην περίοδο αυτή υπερδιπλασιάστηκε για να φτάσει τα 24,2 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας κατά πολύ την αξία των προϊόντων από την αγροτική οικονομία. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ αυτή την περίοδο ήταν η ανάπτυξη των μονοπωλίων. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, για παράδειγμα, από το 1899 έως το 1902, συγκροτήθηκαν 82 τραστ με κεφάλαια 4.318 εκατ. δολαρίων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2% των επιχειρήσεων που το κεφάλαιο της καθεμιάς ξεπερνούσε τα 100 εκατ. δολάρια, είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους το 29% των κεφαλαίων όλων των μονοπωλιακών συγκροτημάτων7. Η ανάπτυξη αυτή συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

 

Ο Βαντσέτι (με το μουστάκι) και ο Σάκο
Ο Βαντσέτι (με το μουστάκι) και ο Σάκο

Οι ανάγκες των αμερικανικών μονοπωλίων σε εργατικά χέρια είχαν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες σε ξένους εργάτες που κυρίως έρχονταν από την Ευρώπη. Γενικά οι ΗΠΑ ήταν μια χώρα μεταναστών, αλλά η οικονομική έκρηξη που δημιούργησε το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό έδωσε μία νέα ώθηση στο φαινόμενο. Ετσι, από το 1901 μέχρι το 1920 συνέρρευσαν στη χώρα 14.531.000 μετανάστες. Από την Αυστροουγγαρία έφτασαν 3.042.000, από την Ιταλία 3.155.000 και από την τσαρική Ρωσία 2.519.000. Περιττό φυσικά να πούμε πως ανάμεσα στους ξένους εργάτες που περνούσαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού βρίσκονταν και πολλοί Ελληνες.

 

Μετά βέβαια το 1920 τα πράγματα δυσκόλεψαν. Το 1921 ψηφίστηκε ο νόμος του 3%, βάσει του οποίου στις ΗΠΑ γίνονταν δεκτοί μετανάστες ίσοι με ποσοστό 3% των ομοεθνών τους που ήδη βρίσκονταν στη χώρα, σύμφωνα με την απογραφή του 1910. Το 1924 το ποσοστό έγινε 2% βάσει της απογραφής του 1890 και πάει λέγοντας8.

Δίπλα στην ανάπτυξη των μονοπωλίων ξεδιπλώθηκε και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Το 1901 διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες ενώθηκαν και δημιούργησαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής, στις τάξεις του οποίου, από την πρώτη στιγμή, εμφανίστηκαν δύο τάσεις: Η δεξιά οπορτουνιστική και η αριστερή επαναστατική. Επίσης, υπήρχε και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, με ηγέτη τον Ντε Λεόν, που υποστήριζε τη «θεωρία του βιομηχανισμού», μια θεωρία που πρέσβευε ότι ο ηγέτης της εργατικής τάξης στον αγώνα της για κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι η πολιτική αλλά η βιομηχανική οργάνωση9.

 

...Στο δρόμο από τη φυλακή στο δικαστήριο
…Στο δρόμο από τη φυλακή στο δικαστήριο

Στις 27 του Ιούνη του 1905 η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα ίδρυσαν την Οργάνωση «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου». Γράφει ο Ουίλιαμ Φόστερ: «Η οργάνωση αυτή ξεκίνησε σαν διαμαρτυρία εναντίον της αντιδραστικής και διεφθαρμένης γραφειοκρατικής κλίκας του Γκρόμπερς (σ.σ. ηγέτης των δεξιών σοσιαλιστών). Οι γκρομπερσιστές ηγέτες ήταν προσκολλημένοι στις απαρχαιωμένες ιδέες τους για το στενό επαγγελματικό συνδικαλισμό και τη σαθρή αντίληψη της συνεργασίας των τάξεων… Από το πρώτο κιόλας συνέδριο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου υιοθετήθηκαν στο πρόγραμμα αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις». Μάλιστα, στην πορεία αυτές οι θέσεις πήραν ευρύτερες διαστάσεις και στο 4ο Συνέδριο της Οργάνωσης, το 1908, έγινε δεκτή η αναρχοσυνδικαλιστική θέση ότι «χάρη στην οργάνωσή μας κατά βιομηχανίες συγκροτούμε τη νέα κοινωνία μέσα από το κέλυφος της παλιάς»10.

 

Παρ’ όλα αυτά οι «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» οργάνωσαν πολλές από τις μαχητικότερες απεργίες στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, όπως, για παράδειγμα, η απεργία των 23.000 υφαντουργών στο Λόρενς της Μασαχουσέτης, μια απεργία που συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή.

Σ’ αυτό το εργατικό κίνημα μπήκαν, ανδρώθηκαν κι έδωσαν όλο τους το είναι ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι. Ταυτόχρονα, ξεχωριστή δράση ανέπτυξαν και για την υπεράσπιση των αλλοδαπών. Η τεράστια είσοδος μεταναστών στις ΗΠΑ είχε φέρει στην επιφάνεια το ρατσισμό και οι αιτίες γι’ αυτό ήταν πολλές. «Γύρω από τον πυρήνα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων – γράφει ο Εγκον Αϊς11 – σχηματίστηκαν ζώνες από κατοικίες ξένων μεταναστών. Οι εθνικές ομάδες έμεναν στενά ενωμένες γιατί έτσι δεν ένιωθαν χαμένες στην απέραντη χώρα. Επαιρναν μαζί τους ένα μέρος της πατρίδας, διατηρώντας τους τρόπους ζωής, τα έθιμα, τη θρησκεία και προπαντός τη γλύκα της παλιάς τους χώρας. Ετσι, σχηματίστηκε τελικά μια αόρατη, αλλά ισχυρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις συνοικίες του αγγλόφωνου πληθυσμού και στα «σλαμς» των ξένων μεταναστών. Τυπικά ήταν κι εκείνοι Αμερικανοί, μα Αμερικανοί δευτέρας τάξεως. Ακόμα κι ο πιο φτωχός αγγλόφωνος γιάνκης μπορούσε να κοιτάζει με συγκατάβαση ή και περιφρόνηση τους συνωστισμένους μετανάστες με τις παράξενες συνήθειες και τη γελοία προφορά. Γρήγορα δημιουργήθηκαν ειρωνικά παρατσούκλια για ολόκληρες ομάδες πληθυσμού: «Κίκε» για τους Εβραίους, «Ολσεν» για τους Σκανδιναβούς και «Τζίνεϊ» ή «Ντάγκος» για τους Ιταλούς».

 

Σάκο και Βαντσέτι
Σάκο και Βαντσέτι

Αν και όλα αυτά περιγράφουν μια αντικειμενική πραγματικότητα, η αιτία του ρατσισμού δε βρίσκεται εδώ. Οι μετανάστες αποτελούσαν τη φτηνή εργατική δύναμη, το σκλαβοπάζαρο του αναπτυσσόμενου μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ που με αυτό τον τρόπο από τη μια μεριά τους ξεζούμιζε κι από την άλλη τους διαχώριζε τεχνητά από το αγγλόφωνο εργατικό δυναμικό. Ο μέσος ετήσιος μισθός των ξένων εργατών το 1911 ήταν 385 δολάρια για τους άνδρες και 219 για τις γυναίκες, σε αντίθεση με τους ντόπιους που κέρδιζαν 533 δολάρια οι άνδρες και 275 οι γυναίκες12. Μ’ αυτό τον τρόπο οι μονοπωλητές των Ηνωμένων Πολιτειών επιχειρούσαν να αποφύγουν την ενωμένη δράση των ξένων με τους αγγλόφωνους εργάτες δηλώνοντας στους τελευταίους ότι ήταν κοινωνικά ανώτεροι από τους πρώτους. Ο ρατσισμός είχε κοινωνικά αίτια, αναπαραγόταν συνεχώς από το κοινωνικό σύστημα. Στην πορεία, όταν πια οι ιθύνοντες των ΗΠΑ δεν ήθελαν τόσους πολλούς ξένους εργάτες στη χώρα κι όταν τα προβλήματα για το σύνολο της εργατικής τάξης διογκώνονταν, το δάχτυλο του καπιταλιστή ως αιτία έδειχνε τους ξένους: Αυτοί ήταν που έπαιρναν τις δουλιές και εμφανιζόταν η ανεργία, αυτοί ήταν που καρπώνονταν μέρος του παραγόμενου πλούτου και δυσκόλευε η ζωή των υπολοίπων, κ.ο.κ. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1915 επανασυστάθηκε η ρατσιστική οργάνωση Κου Κλουξ Κλαν που αρχικά είχε ιδρυθεί το 1866. Η αναδημιουργημένη Κου Κλουξ Κλαν είχε ως σκοπό της – όπως και η παλιά οργάνωση – να περιφρουρήσει την υπεροχή των λευκών αλλά απέκλειε από τις τάξεις της τους αλλοδαπούς, τους Εβραίους και τους καθολικούς13. Επίσης, ήταν ενάντια στα συνδικάτα γιατί τα θεωρούσε εκδήλωση του κομμουνισμού14.

 

Ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης Αλβιν Φούλερ
Ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης Αλβιν Φούλερ

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η κατάσταση των ξένων εργατών στις ΗΠΑ γινόταν ακόμη πιο δύσκολη και οι επιθέσεις εναντίον τους έπαιρναν το χαρακτήρα της σταυροφορίας. «Το να είσαι ξένος – γράφει ο Τζόρτζιο Μάντζα15 – σήμαινε ότι κινδυνεύεις, καθώς η υστερία έφτασε σταδιακά σε σημείο να θεωρούνται οι συλλήψεις και οι απελάσεις ως η σωτηρία (ολόκληρης) της Αμερικής. Οπως κάποτε διώκονταν οι υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας, έτσι τώρα καταδίωκαν τους μετανάστες σαν τις πέρδικες στα βουνά».

 

Για τη δράση τους, λοιπόν, στο συνδικαλιστικό κίνημα και την υπεράσπιση των μεταναστών ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι μπήκαν στο μάτι και στους φακέλους των αρχών. Αλλά και για έναν άλλο λόγο: Εναντιώθηκαν και οι δύο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για να αποφύγουν τη στράτευση, μαζί με μια ομάδα Ιταλών, κατέφυγαν στο Μεξικό όπου έμειναν έως το τέλος του πολέμου. Εκεί φαίνεται πως ισχυροποιήθηκε και η φιλία τους.

Ας επιστρέψουμε όμως από εκεί που αρχίσαμε, στη σύλληψη των δύο συντρόφων.

Ολα ήταν στημένα: Οι κατηγορίες, η δίκη και η καταδίκη

Την περίοδο που συνελήφθησαν ο Σάκο και ο Βαντσέτι ο αντικομμουνισμός στην Αμερική ήταν πλατιά εξαπλωμένος. Για τους συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους και την άρχουσα τάξη είχε καταντήσει σχεδόν εμμονή. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αδικαιολόγητο, αφού τρία χρόνια πριν, η νικηφόρα Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία είχε δώσει άλλη τροπή στην παγκόσμια ταξική πάλη. Πολλές χώρες της Ευρώπης βρίσκονταν σε επαναστατική κατάσταση και η εντύπωση πως η ανθρωπότητα είχε μπει στην εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων ήταν διάχυτη. Ετσι η αμερικανική ιθύνουσα τάξη δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό της καταπνίγοντας το επαναστατικό κίνημα πριν εκείνο την απειλήσει. Για την ακρίβεια καταδίωκε οτιδήποτε θεωρούσε επαναστατικό χωρίς να εξετάζει ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, τάσεις και χρώματα στις τάξεις των εργατών. «Οι Αμερικανοί κεφαλαιοκράτες – γράφει ο Εγκον Αϊς16 – δεν ενδιαφέρονταν πολύ γι’ αυτές τις λεπτές διαφορές. Γι’ αυτούς κάθε οργανωμένος εργάτης, ήταν απλούστατα «Κόκκινος», που πίστευε σε ριζοσπαστικές ξένες ιδέες. Κάθε μέσο ήταν δικαιολογημένο – κατά την άποψή τους – για την προστασία των ιερών και των οσίων του έθνους από αυτό το ξενοφερμένο σκυλολόι».

 

Ριζοσπάστης, 24-08-1927
Ριζοσπάστης, 24-08-1927

Λίγες ημέρες πριν τη σύλληψη, οι αρχές στη Νέα Υόρκη είχαν συλλάβει ένα φίλο των Σάκο και Βαντσέτι, τον Ιταλό τυπογράφο Αντρέα Σαλσέντο, τον οποίο κράτησαν παρανόμως για οκτώ εβδομάδες. Η συνέχεια ήταν τραγική. Είτε από απόγνωση – είτε γιατί τον έσπρωξαν, ο Σαλσέντο από τον 14ο όροφο βρέθηκε στο πεζοδρόμιο του υπουργείου Δικαιοσύνης και όπως ήταν φυσικό η αγανάκτηση των ξένων πολιτικοποιημένων εργατών – ιδιαίτερα των Ιταλών – έφτασε στο αποκορύφωμα. Οι Σάκο και Βαντσέτι άρχισαν να οργανώνουν συγκέντρωση διαμαρτυρίας γι’ αυτό το ζήτημα, η οποία μάλιστα είχε οριστεί να γίνει στο Μπρόκτον στις 9 Μάη του 1920. Για τους σκοπούς της συγκέντρωσης (μετακινήσεις, προπαγάνδα κλπ) επιχείρησαν να πάρουν από το «Γκαράζ Τζόνσον» το αυτοκίνητο του Μπόντα και ακριβώς για τον ίδιο λόγο – για την περιφρούρηση της οργάνωσης της συγκέντρωσης – έπεσαν σε αντιφάσεις στην αστυνομία όταν τους συνέλαβε. Δεν ήθελαν να προδώσουν τους συντρόφους τους, ούτε και τις προετοιμασίες που γίνονταν. Στο πλαίσιο αυτής της συνωμοτικότητας πιθανόν δε χρησιμοποίησαν και άλλοθι που στην πορεία τούς ήταν απαραίτητα για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Οσο για το γεγονός ότι οπλοφορούσαν κατά τη σύλληψή τους, αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο για έναν μετανάστη εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ρατσισμός ήταν πλατιά εξαπλωμένος, η ζωή του κινδύνευε και, φυσικά είχε δικαίωμα να αμυνθεί.

 

Αρχικά η αστυνομία κατηγόρησε τους δύο φίλους για «επικίνδυνες ριζοσπαστικές δραστηριότητες» δεδομένου ότι βρήκε πάνω τους προκηρύξεις. Πολύ γρήγορα όμως τους συνέδεσε με τη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή. Μάλιστα επιχειρήθηκε η σύνδεσή τους και με μια άλλη παρόμοια ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Γι’ αυτή την τελευταία ο Σάκο μπόρεσε εύκολα να αποδείξει πως είχε άλλοθι, αλλά ο Βαντσέτι, που ήταν πλανόδιος ιχθυοπώλης, δεν μπορούσε να αποδείξει κάθε στιγμή και ώρα πού βρισκόταν. Εν πάση περιπτώσει και για τις δύο ληστείες ο Ορτσιάνι, που είχε συλληφθεί μαζί τους, απέδειξε ότι δεν είχε σχέση και πως βρισκόταν στη δουλιά του. Ετσι αφέθηκε ελεύθερος. Ο Σάκο απαλλάχτηκε στην προανάκριση για τη ληστεία στο Μπριτζγουότερ αλλά δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι βρισκόταν στο παπουτσάδικο που δούλευε, την ημέρα της ληστείας του Σάουθ Μπρέιντρι, γιατί στις καταστάσεις της επιχείρησης φαινόταν πως είχε πάρει άδεια την 15η Απρίλη του 1920. Τέλος, ο Βαντσέτι που λόγω της δουλιάς του δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα με απόλυτη βεβαιότητα, παραπέμφθηκε με την κατηγορία ότι συμμετείχε και στις δύο ληστείες. Για τη ληστεία μάλιστα του Μπριτζγουότερ οδηγήθηκε σε δίκη 49 ημέρες μετά τη σύλληψή του, χρόνος που ήταν πολύ σύντομος για μια τέτοια υπόθεση και μαρτυράει την πρόθεση των αρχών να τον καταδικάσουν πάση θυσία. Εξετάστηκαν 41 μάρτυρες και μόνο δύο ισχυρίστηκαν πως τον αναγνώρισαν ανάμεσα στους ληστές, αλλά όχι και με πολύ πειστικό τρόπο. Ο ένας δήλωνε σχεδόν βέβαιος, αλλά όχι απόλυτα βέβαιος, ο άλλος έλεγε ότι από τον τρόπο που έτρεχαν οι ληστές κατάλαβε πως ήταν ξένοι κ.ο.κ. Τελικά, από αυτή την υπόθεση ο Μπαρτολομέο έφυγε με 15 χρόνια φυλακής στην πλάτη. Η υπόθεση πάντως που έμεινε στην ιστορία, γιατί σ’ αυτή έριχνε το μεγάλο βάρος το καθεστώς – αλλά και γιατί σφράγιζε τη ζωή του Σάκο και του Βαντσέτι – ήταν αυτή της ληστείας Σάουθ Μπρέιντρι.

 

Ο Σάκο και ο Βαντσέτι βλέπουν την ηλεκτρική καρέκλα σαν λύτρωση από τη Δικαιοσύνη των ΗΠΑ (σχέδιο της εποχής)
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι βλέπουν την ηλεκτρική καρέκλα σαν λύτρωση από τη Δικαιοσύνη των ΗΠΑ (σχέδιο της εποχής)

Η αστυνομία από την αρχή έκανε ό,τι μπορούσε για να χρεώσει τη ληστεία στους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Κατ’ αρχήν παραβίασε όλη τη διαδικασία αναφορικά με την αναγνώρισή τους από αυτόπτες μάρτυρες. Η διαδικασία αυτή προέβλεπε ότι ο ύποπτος έπρεπε να εκτίθεται στους μάρτυρες ανάμεσα σε μια σειρά από άτομα, ούτως ώστε, αν αναγνωριστεί, η αναγνώριση να έχει τη μεγαλύτερη αξιοπιστία. Ο Σάκο και ο Βαντσέτι οδηγήθηκαν μπροστά στους μάρτυρες μόνο οι δύο τους κι ήταν σαν να έκανε την αναγνώριση η ίδια αστυνομία λέγοντας: «Αυτοί είναι – δεν υπάρχουν άλλοι»… Ετσι δεν ήταν καθόλου δύσκολο να υπάρξουν αναγνωρίσεις από τους μάρτυρες.

 Οι αναγνωρίσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δύο κατηγορούμενοι οπλοφορούσαν χωρίς άδεια όταν συνελήφθησαν, η αδυναμία των τελευταίων να έχουν ένα ατράνταχτο άλλοθι για τη μέρα της ληστείας στο Σάουθ Μπρέιντρι και τέλος ο ισχυρισμός της αστυνομίας πως ένα από τα θύματα της ληστείας είχε χτυπηθεί από σφαίρα που πιθανόν είχε φύγει από το όπλο του Σάκο (τότε δεν υπήρχαν ακριβείς βαλλιστικές έρευνες), ήταν αρκετά «στοιχεία» για να στηθεί μια δίκη που έμελλε ως γεγονός να γραφεί ανεξίτηλα στις σελίδες της Ιστορίας.

Δικαστής των Σάκο και Βαντσέτι ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ένας ακραιφνής συντηρητικός που, όπως γράφει ο Εγκον Αϊς17, «δεν έβλεπε τους «κόκκινους» σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ’ ένα μίσος που ήταν σχεδόν θρησκευτικό». Ηταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, αν υποθέσουμε πως το καθεστώς ήθελε μια καταδίκη για να τρομοκρατήσει τους πολιτικοποιημένους ξένους εργάτες.

Πριν όμως πάμε στη δίκη, οφείλουμε να σταθούμε λίγο στη λειτουργία του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, για να κατανοήσουμε καλύτερα όσα επακολούθησαν.

 

Ο δικαστής Θάγιερ
Ο δικαστής Θάγιερ

Φορέας της ανώτατης δικαστικής εξουσίας στις ΗΠΑ είναι ο λαός. Στο όνομα του λαού αποδίδονται οι κατηγορίες, ο λαός φέρεται ότι είναι εναντίον του κατηγορούμενου και οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο τελευταίος πρώτα και κύρια θεωρούνται πράξεις που στέφονται κατά του λαού και μετά οτιδήποτε άλλο. Ο λαός στο δικαστήριο αντιπροσωπεύεται από 12 ενόρκους που συνήθως επιλέγονται σύμφωνα με την κοινωνική τους συμπεριφορά, δηλαδή από το πώς είναι διακείμενοι απέναντι στην κοινωνική κατάσταση. Αλλωστε στο όνομα αυτής της κατάστασης δικάζουν, κι όταν ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι πρωτίστως στρέφεται, με τις πράξεις του, κατά της κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι απειλεί την κοινωνική συνοχή μιας κατεστημένης πραγματικότητας. Ο Αμερικανός δικαστής προεδρεύει και κατευθύνει την ακροαματική διαδικασία και εγγυάται – κατά το νόμο τουλάχιστον – την αμεροληψία των μεθόδων που χρησιμοποιούνται τόσο από την κατηγορούσα αρχή, όσο και από την υπεράσπιση. Εγγυάται ακόμη το σεβασμό της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στο δικαστήριο και προσανατολίζει προς αυτή την κατεύθυνση τη συζήτηση. Τόσο ο δικαστής, όσο και ο εισαγγελέας των αμερικανικών δικαστηρίων είναι πρωτίστως πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι επαγγελματίες δικαστικοί, διορίζονται από την πολιτική εξουσία και συχνά η σταδιοδρομία τους στα δικαστήρια είναι εφαλτήριο για να κάνουν καριέρα στην πολιτική.

 Την απόφαση περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου την παίρνουν οι ένορκοι και πρέπει να είναι ομόφωνη. Γι’ αυτό συχνά οι ένορκοι μένουν για μέρες κλεισμένοι στις αίθουσες των συνεδριάσεων, ώσπου να αποφασίσουν με ομοφωνία για την τύχη ενός κατηγορουμένου. Στην απόφασή τους μεγάλο ρόλο παίζει ο πρόεδρος των ενόρκων, ένας δηλαδή απ’ αυτούς, τον οποίο διορίζει πρόεδρο ο δικαστής. Αυτός λοιπόν «οδηγεί» τους ενόρκους ώστε να καταλήξουν σε ομόφωνη απόφαση.

Στην περίπτωση που οι ένορκοι καταλήγουν σε απόφαση ενοχής, ο δικαστής ανακοινώνει το μέγεθος της ποινής που ορίζει με σαφήνεια ο νόμος. Ομως δεν είναι υποχρεωμένος να ορίσει την ποινή αμέσως. Οσο η υπεράσπιση ασκεί ένδικα μέσα κατά της καταδίκης ο δικαστής μπορεί να μην ορίσει το μέγεθος της ποινής. Τα ένδικα αυτά μέσα, συνήθως κρατούν πολύ κι όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή χωρίς να γνωρίζει για πόσο χρονικό διάστημα καταδικάστηκε. Χρόνια μπορεί να βρίσκεται κάποιος στη φυλακή χωρίς να ξέρει την ποινή του.

Θα ‘λεγε κανείς, έχοντας μια γενική εικόνα του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ότι αυτό φτιάχτηκε για να υπάρχουν εξασφαλισμένες καταδίκες των αντιπάλων του καθεστώτος στις πολιτικές δικές. Είναι αδύνατο ένας επαναστάτης που θα συρθεί στα δικαστήρια να γλιτώσει.

Στη δίκη των Σάκο και Βαντσέτι το δικαστικό σύστημα αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό. Ο δικαστής Θάγιερ, ακραιφνής συντηρητικός, αντικομμουνιστής και γενικά εχθρός ακόμη και των πιο ακίνδυνων ριζοσπαστικών αντιλήψεων ήταν – όπως είπαμε – ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Ο εισαγγελέας Φρεντ Κάτσμαν ήταν του ιδίου φυράματος. Οι δύο αυτοί ευυπόληπτοι Αμερικανοί δικαστικοί λειτουργοί είχαν καταδικάσει τον Βαντσέτι στην πρώτη δίκη για τη ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγουότερ. Οι ένορκοι, τώρα, όπως ήταν φυσικό, επιλέχτηκαν από ανθρώπους της… κοινωνικής τάξεως και ηθικής. «Εκείνα τα πυρετώδη μεταπολεμικά χρόνια – γράφει ο Εγκον Αϊς18 – δεν υπήρχε, για τους περισσότερους δικαστικούς και αστυνομικούς της Πολιτείας της Μασαχουσέτης καμία αμφιβολία για το ζήτημα ποιοι αντιπροσώπευαν τον πραγματικό «λαό». Ηταν οι λευκοί, αγγλόφωνοι, θρήσκοι και αξιοσέβαστοι αστοί, οι λεγόμενοι 100% Αμερικανοί. Οι νέγροι που ήταν γεννημένοι στις Πολιτείες, οι μετανάστες, που είχαν αποκτήσει αμερικανική υπηκοότητα, και οι ριζοσπάστες, ακόμα κι αν προέρχονταν από αριστοκρατικές οικογένειες, δεν ανήκαν απλούστατα στον αμερικανικό λαό, που αποφαίνεται κυρίαρχα και αλάνθαστα στα ζητήματα της Δικαιοσύνης!».

Στη δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής γιατί οι δύο κατηγορούμενοι δε μιλούσαν καλά την αγγλική γλώσσα. Ομως κι εδώ οι αρχές δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμεροληψίας. Μεταφραστής ήταν κουμπάρος του εισαγγελέα, αφού ο τελευταίος του είχε βαφτίσει το γιο. Επρόκειτο για έναν πρώην Ιταλό που παλιά ονομαζόταν Τζουζέπε Ρόσι και τώρα που είχε γίνει Αμερικανός τον φώναζαν Τζόζεφ Ρος. Ο Ρος ήταν τόσο μεροληπτικός στη διερμηνεία του σε βάρος των κατηγορουμένων που συχνά – πυκνά στη δίκη ο Σάκο γινόταν έξαλλος μαζί του αν και ήξερε λιγότερα αγγλικά από τον Βαντσέτι. Οταν αργότερα επιχειρήθηκε να εξεταστεί σε βάθος η αμεροληψία του Ρος ο… εντιμότατος αυτός κύριος βρισκόταν στη φυλακή γιατί είχε πάρει χρήματα από Ιταλούς για να δωροδοκήσει Αμερικανούς υπαλλήλους.

Ο δικαστής Θάγιερ, την πέμπτη ημέρα της δίκης διόρισε πρόεδρο των ενόρκων, κάποιον, ανάμεσά τους, δήθεν τυχαία. Επρόκειτο για τον Ουόλτερ Ρίπλεϊ, που τότε ήταν αρχηγός της αστυνομίας στο Κουίνσι και γνωστός εχθρός των Ιταλών, που τους ανέφερε πάντοτε με το υβριστικό προσωνύμιο «Ντάγκο». Αυτός λοιπόν έμπαινε στο δικαστήριο, χαιρετούσε τη σημαία, πράγμα που έδειχνε τον ακραίο εθνικισμό του και τη βαθιά του προκατάληψη εναντίον των ριζοσπαστών και όλων αυτών που το καθεστώς τους ονόμαζε γενικά «κόκκινους». Μάλιστα δεν έκρυβε την αντιπάθειά του προς τους κατηγορούμενους και την πίστη του στην ενοχή τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες έγινε η δίκη του Σάκο και του Βαντσέτι κι ασφαλώς δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται πως οι δύο κατηγορούμενοι ήταν τελειωμένοι πριν ακόμη ξεκινήσει τις εργασίες του το δικαστήριο.

Η δίκη άρχισε στις 31 Μάη του 1921. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν εκεί αλυσοδεμένοι. Κατέθεσαν 107 μάρτυρες υπεράσπισης και 67 μάρτυρες κατηγορίας19. Οι περισσότεροι δασκαλεμένοι από την αστυνομία για το τι θα καταθέσουν. Ο δικαστής Θάγιερ παρότρυνε τους ενόρκους να κρίνουν με βάση το κυρίαρχο πατριωτικό πνεύμα «Σας καλώ – έλεγε – να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εδώ με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού που έδειξαν οι στρατιώτες μας πέρα από τον ωκεανό»20.

Στις 14 Ιούλη του 1921 βγήκε η απόφαση. Οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι!!!

Η διεθνής αλληλεγγύη δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ηλεκτρική καρέκλα

Στις 29 Οκτώβρη του 1921 ξεκίνησε μια τεράστια εκστρατεία, η οποία – πλαισιωμένη από ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης σ’ ολόκληρο τον κόσμο – στόχευε στην ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης.

Οι πρώτες εκδηλώσεις υποστήριξης στους Σάκο και Βαντσέτι ήρθαν από τη χώρα τους, την Ιταλία, όπως φανερώνει το γράμμα, που τον Αύγουστο του 1921 έστειλε η Εκτελεστική Επιτροπή της Ενωσης Συνδικάτων της Ρώμης στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρτιγκ. Από τον Οκτώβρη, όμως, του 1921, η διεθνής εκστρατεία για τη σωτηρία των δύο αγωνιστών θα πάρει τεράστιες διαστάσεις, όταν, όπως γράφει ο Patric Kessel, «η Κομμουνιστική Διεθνής θα ρίξει στη ζυγαριά το βάρος της»21.

Στο 4ο Συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1922, η Κομμουνιστική Διεθνής πήρε μια απόφαση «Για βοήθεια στα θύματα της καπιταλιστικής καταπίεσης», που συμπεριελάμβανε και την υπόθεση Σάκο και Βαντσέτι. Η απόφαση αυτή ήταν η εξής22: «Η επίθεση του καπιταλισμού σε όλες τις αστικές χώρες οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των κομμουνιστών και των ακομμάτιστων εργατών που αγωνίζονται εναντίον του καπιταλισμού και στενάζουν στα μπουντρούμια. Το 4ο Συνέδριο ζητάει από όλα τα κομμουνιστικά Κόμματα να δημιουργήσουν μια οργάνωση, που σκοπό θα έχει να βοηθήσει υλικά και ηθικά τους φυλακισμένους του καπιταλισμού και χαιρετίζει την πρωτοβουλία των οργανώσεων των παλιών Ρώσων μπολσεβίκων που άρχισαν να δημιουργούν μια διεθνή ένωση τέτοιου είδους οργανώσεων». Ετσι, χάρη στη «Διεθνή Εργατική Βοήθεια», θα οργανωθεί ένα τεράστιο κίνημα συμπαράστασης στους Σάκο και Βαντσέτι. Στη Γαλλία από το Σεπτέμβρη του 1921 δημιουργείται μια «Κεντρική Επιτροπή συμπαράστασης» και στις 24 Οκτώβρη του ιδίου έτους οργανώθηκε μια τεράστια διαδήλωση που ανάγκασε τη γαλλική αστική τάξη να περιφρουρήσει την αμερικανική πρεσβεία με 10.000 αστυνομικούς και 18.000 στρατιώτες23. Το κίνημα αλληλεγγύης απλώθηκε παντού και διατηρήθηκε ακμαίο και ισχυρό σ’ όλη τη διάρκεια που ο Σάκο και ο Βαντσέτι ήταν ζωντανοί στη φυλακή. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Σοβιετική Ενωση, στη Γερμανία, στην Ινδία, στην Απω Ανατολή, στην Κεντρική και Νότιο Αμερική κ.ο.κ., εκατομμύρια εργάτες ζητούσαν την απελευθέρωση των δύο Ιταλών αγωνιστών. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτοί. «Ενας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων – γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς24 -, ανάμεσα στους οποίους η Ντόροθι Πάρκερ, ο Μπέρναρντ Σο και ο Τζον Γκλασγουόρθι, υποστήριξαν την αθωότητα των δύο Ιταλών και ζήτησαν την απόλυσή τους». Σ’ αυτούς μπορούν να προστεθούν ο Ανατόλ Φρανς, ο Ρομέν Ρολάν, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και πολλοί άλλοι.

Από δικαστικής απόψεως, η υπεράσπιση κατάφερε επί της ουσίας να τινάξει όλη τη σκευωρία στον αέρα. Απέδειξε ότι για να μπορέσει να στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση δεν είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία. Αποκάλυψε τους στημένους μάρτυρες. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς αναίρεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις που ενοχοποιούσαν τους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Η χαριστική βολή, όμως, ήρθε το φθινόπωρο του 1925, όταν ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι κι ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτήν. Εντούτοις το καθεστώς δεν έλαβε τίποτα απ’ όλα αυτά υπόψη. Από τον Οκτώβρη του 1921 έως τον Αύγουστο του 1927, έγιναν 7 αιτήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης και απορρίφθηκαν και οι επτά.

Η τελευταία αίτηση απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και εξετάστηκε – για να απορριφθεί – σε συνεδριάσεις και συσκέψεις του από τις 27 Γενάρη έως τις 5 Απρίλη του 1927. Τα ένδικα μέσα είχαν τελειώσει. Τώρα είχε έρθει η ώρα να ανακοινωθεί η ποινή: Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι θα οδηγούνταν στην Ηλεκτρική Καρέκλα. «Τότε – γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς25 – έγινε στον κυβερνήτη Ταφτς Φούλερ της Μασαχουσέτης μια τελευταία έκκληση για να επιδείξει επιείκεια. Στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από μια δύσκολη κατάσταση, διόρισε μια επιτροπή από δύο πανεπιστημιακούς κι από έναν τέως δικαστικό για να μελετήσει την υπόθεση. Η επιτροπή αποφάνθηκε πως η ετυμηγορία του 1921 ήταν δίκαιη».

Εντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22 Αυγούστου του 1927, όταν το ημερολόγιο είχε περάσει στην 23η μέρα του μήνα, Ο Σάκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και ο Βαντσέτι. Μαζί τους πέθανε και ο Μαντέιρος. Η αμερικανική αστική τάξη προχωρούσε σε έναν ακόμη συμβολισμό. Εβαλε να πεθάνουν μαζί δύο κοινωνικοί αγωνιστές κι ένας ποινικός, για να δείξει ότι γι’ αυτήν διαχωρισμός δεν υπήρχε… Εχει, άραγε, τέλος η ταξική της βαρβαρότητα;

Την επόμενη μέρα, ο «Ριζοσπάστης» φιλοξένησε την είδηση ως βασικό θέμα στην πρώτη του σελίδα, όπου, στον τίτλο, έγραφε: «ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΘΗ – Ο ΣΑΚΚΟ ΚΑΙ Ο ΒΑΝΖΕΤΤΙ ΕΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΣΑΝ ΧΘΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ – ΑΝΤΙΚΡΥΣΑΝ ΜΕ ΚΑΤΑΠΛΗΣΣΟΥΣΑΝ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ – ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΕΙΣ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ – ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ».

Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Σάκο και Βαντσέτι, την οποία αφήσαμε τελευταία. Τον Ιούλη του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αγωνιστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκο και Βαντσέτι κατεδικάσθησαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκη, να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους – «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι»26. Η αμερικανική αστική τάξη μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη. Πότε, όμως; Τότε που δεν την έχει κανείς ανάγκη, παρά μόνον η ίδια.

Πηγές:

1 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 167-168.

2 Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – Η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 97-98.

3 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 169.

4 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 371-373.

5 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 29.

6 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 47-48.

7 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 631-632.

8 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 369-370.

9 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 635-636.

10 Ουίλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μόρφωση», τόμος Α`, 1956, σελ. 204-205.

11 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της Ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 164.

12 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 366.

13 ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σελ. 1.154-1.155.

14 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 367.

15 Τζόρτζιο Μάντζα: «Ιστορικο-κριτικές σημειώσεις σχετικά με τον συνδικαλισμό που γνώρισαν στην Αμερική ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι και ο Νικόλα Σάκο την περίοδο 1908-1923». Βλέπε στο: Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 21.

16 Εγκον Αϊς: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις «ΑΡΣΕΝΙΔΗ», τόμος 1ος, σελ. 166.

17 Εγκον Αϊς, στο ίδιο, σελ. 170.

18 Εγκον Αϊς, στο ίδιο, σελ. 178.

19 ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος», τόμος 3ος, σελ. 1.159.

20 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ – Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 375.

21 «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 11.

22 «Η Κομμουνιστική Διεθνής: Θέσεις και αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου», εκδόσεις «Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη», σελ. 106.

23 Patric Kessel, στο «Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι», εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη», σελ. 12.

24 Τζ. Μ. Ρόμπερτς «Η νέα εποχή: Η Αμερική στη δεκαετία 1920-1930». Βλέπε στο: ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ού αιώνα», εκδόσεις «Χρυσός Τύπος, τόμος 3ος, σελ. 1.159-1.160.

25 Τζ. Μ. Ρόμπερτς, στο ίδιο, σελ. 1.160.

26 Ολόκληρη η δήλωση Δουκάκη και τα σχετικά με αυτήν, στο: Τζον Ντος Πάσος: «Μπροστά στην ηλεκτρική καρέκλα – η ιστορία των Σάκο και Βαντσέτι», εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος», σελ. 200-203.

ΠΗΓΗ; ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

 

Η εκτέλεση των διακοσίων κομμουνιστών – Πρωτομαγιά του 1944



Αποτέλεσμα εικόνας για 200 καισαριανηςΤην Πρωτομαγιά του ’44, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές, που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Απ’ αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Ο εχθρός είχε κάνει γνωστές τις προθέσεις του λίγες ημέρες πριν, όταν δημοσιοποίησε μέσω του κατοχικού Τύπου και ανάρτησε στους τοίχους των σπιτιών της πρωτεύουσας την εξής ανατριχιαστική ανακοίνωση: Διαβάστε το άρθρο »

1937: Η καταστροφή της Γκουέρνικα



Αποτέλεσμα εικόνας για γκουερνικα

Στίς 26 Απρίλη 1937, όταν μαινόταν στην Ισπανία ο Εμφύλιος Πόλεμος, η γερμανική πολεμική αεροπορία ισοπεδώνει, ύστερα από ένα βομβαρδισμό τριών ολόκληρων ωρών την Γκουέρνικα , μια μικρή πόλη στη χώρα των Βάσκων, σκοτώνοντας χίλιους ανυπεράσπιστους άμαχους. Η βάρβαρη καταστροφή της Γκουέρνικα , ιερής πόλης των Βάσκων, προκάλεσε την αγανάκτηση των προοδευτικών ανθρώπων όλου του κόσμου. Δεν ήταν μόνο η επέμβαση της Γερμανίας στο πλευρό του Φράνκο κατά των δημοκρατικών, ήταν και ένα σήμα κινδύνου για την ανθρωπότητα από τη φονική ναζιστική πολεμική μηχανή, που απειλούσε πλέον ολόκληρη την Ευρώπη. Διαβάστε το άρθρο »

Αλμπερτ Αϊνστάιν: Γιατί σοσιαλισμός;



 Αποτέλεσμα εικόνας για αινσταιν ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Την «παράλυση της κοινωνικής συνείδησης των ατόμων», μέσω «του απεριόριστου ανταγωνισμού», ο Αλμπερτ Αϊνστάιν στις παραδόσεις του στους φοιτητές την ονόμαζε το «μέγιστο κακό του καπιταλισμού». Ο σοφός έλεγε στους ακροατές του ότι «τους εμφυσάται μια υπερβολική σκέψη ανταγωνισμού» και τους εκπαιδεύουν προς το σκοπό να θεωρούν την «αχόρταγη αρπακτικότητα επιτυχίας σαν προετοιμασία για τη μελλοντική τους καριέρα». Διαβάστε το άρθρο »

Σαν σήμερα, στις 14 Μάρτη 1883, στο Λονδίνο, «φεύγει» από τη ζωή ο Καρλ Μαρξ.



  Σαν σήμερα, στις 14 Μάρτη 1883, στο Λονδίνο, «φεύγει» από τη ζωή ο Καρλ Μαρξ. Ο Κ. Μαρξ γεννήθηκε στις 5 Μάη 1818 στην πόλη Τριρ της Πρωσίας. Σπούδασε νομικά, προπαντός όμως ιστορία και φιλοσοφία. Τέλειωσε το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 1841, με μια διδακτορική διατριβή για τη φιλοσοφία του Επίκουρου. Διαβάστε το άρθρο »

Η μεγάλη σφαγή στη Μακρόνησο



Tου Γ.Πετροπουλου στον Ριζοσπάστη

 

«Σήμερα χύσανε μου το φως μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Χτες κόψανε τα νύχια μου./ Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά!/ Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Αύριο θα με σταυρώσουν./ Είμαι καλά! Είμαι καλά! Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ./ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω μιλιά να το φωνάξω./ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω./ Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο,/ σ’ αυτό το τρελό Νεκροταφείο,/ πως όλοι οι νεκροί του: «ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!..»».

 Μενέλαος Λουντέμης1

 

Το απόγευμα της 29ης Φεβρουαρίου 1948, οι διαπιστευμένοι συντάκτες στο υπουργείο Στρατιωτικών πληροφορούνταν ότι στο στρατόπεδο της Μακρονήσου είχαν ξεσπάσει αιματηρά επεισόδια με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επόμενη, Δευτέρα 1η Μαρτίου του 1948, στα γραφεία των εφημερίδων έφτασε μία ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών, που με εντελώς κυνικό τρόπο επιβεβαίωνε το γεγονός, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η φρικιαστικότερη και τραγικότερη, ίσως, σελίδα του εμφυλίου πολέμου. «Την 29η Φεβρουαρίου – έλεγε η ανακοίνωση2 – άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί, κατά τη διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής, επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της. Η τελευταία, αμυνομένη, έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίες. Εκ των ημετέρων, 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον».

 

Την ίδια ημέρα, η εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Εξόρμηση» δημοσίευε στην τελευταία της σελίδα, υπό τον τίτλο «Μοναρχοφασιστική δολοφονική προβοκάτσια στο Μακρονήσι», την εξής είδηση3: «Διψασμένος από αίμα ο μοναρχοφασιστικός λύκος έπεσε πάνω στους δημοκρατικούς φαντάρους που κρατάει στο στρατόπεδο του Μακρονησιού. Ετσι διέταξε ο καινούριος Αμερικάνος στρατηγός Φον Φλιτ. Την ώρα που πήγαιναν στην εκκλησία, την Κυριακή στις 29 Φλεβάρη, τους βάρεσαν στο ψαχνό ακόμα και με πυροβολικό. Σκότωσαν 17 και τραυμάτισαν 61. Το καινούριο αυτό μοναρχοφασιστικό έγκλημα ξεπερνάει σε αγριότητα και τα χιτλερικά εγκλήματα. Η καρδιά του λαού μας γεμίζει από μίσος ενάντια στους Αμερικάνους και στους μοναρχοσοφούληδες οργανωτές του και ζητάει εκδίκηση». Η «Εξόρμηση» φαίνεται πως αντλούσε τις πληροφορίες της από τα επίσημα ανακοινωθέντα κι από κάποιες πιο ανεξάρτητες πηγές. Κι ενώ πολιτικά αντιλαμβανόταν την ουσία των πραγμάτων, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα γεγονότα με την ακρίβεια που είχαν γίνει. Πώς, όμως, είχαν γίνει; Πριν απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, οφείλουμε να σημειώσουμε πως εκείνη ακριβώς τη μέρα που η εφημερίδα του ΔΣΕ έδινε την παραπάνω είδηση, δηλαδή την 1η Μαρτίου 1948, ένα νέο δολοφονικό πογκρόμ εναντίον των δημοκρατικών φαντάρων, πιο φρικιαστικό, πιο εξοντωτικό και πιο ανελέητο από το προηγούμενο, είχε ως αποτέλεσμα να κοκκινίσει με αθώο αίμα ο άνυδρος βράχος της Μακρονήσου.

 

Η μεγάλη σφαγή

Ηταν πρωί Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948. Το προσκλητήριο στο Α` Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου έγινε κανονικά και οι 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Στους λόχους είχαν μείνει, όπως συνηθιζόταν, οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειροι. Μετά την έπαρση της σημαίας, οι στρατιώτες διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία», πράγμα που έκαμαν.

Τη στιγμή που είχαν φτάσει στο Θέατρο ο 7ος, ο 6ος, ο 4ος, και ο 3ος λόχος κατά σειρά, ενώ ο 2ος ήταν καθ’ οδόν και ο 1ος έτοιμος προς εκκίνηση (ο 5ος θα έμενε πίσω ως λόχος αγγαρείας), οι αλφαμήτες έφεραν προς τη συγκέντρωση σπρώχνοντας και δέρνοντας φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθενείας. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων φαντάρων που άρχισαν να διαμαρτύρονται.

Ο διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος εκείνη τη μέρα έλειπε για δουλιά στη ΣΦΑ και χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Μπέσκος Κωνσταντίνος, αν και υπερδιοικητής ήταν ο υπασπιστής Καρδάρας, ο οποίος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα, που, απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος, άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό, αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους4.

Εν πάση περιπτώσει, μετά το μακελειό και με την επέμβαση στρατιωτικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος), τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο Βασιλόπουλος, που εν των μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα, επιχείρησε να κερδίσει χρόνο παραπλανώντας τους φαντάρους: Εγγυήθηκε προσωπικά την ασφάλειά τους και δέχτηκε τα αιτήματά τους, που, ανάμεσα σε άλλα, ήταν να εξεταστεί η υπόθεση από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι.

Ετσι κύλησε το υπόλοιπο της τελευταίας ημέρας και νύχτας εκείνου του μαύρου Φλεβάρη: Με την οσμή του θανάτου απλωμένη παντού, μέσα στο πένθος και στη λύπη, με την ανησυχία της αβεβαιότητας, αλλά και με την ελπίδα πως τα χειρότερα είχαν τελειώσει.

Οταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Τα νεύρα των στρατιωτών τεντωμένα κι οι καρδιές τους στο αποκορύφωμα της αγωνίας. Τι έμελλε να επακολουθήσει; Σε λίγο, δε θα υπήρχαν ερωτηματικά.

Θα ‘ταν δε θα ‘ταν 9 η ώρα το πρωί, όταν στις ακτές του Α` Τάγματος εμφανίστηκε να περιπλέει ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Το περιπολικό πλησίασε σχεδόν ξυστά στην ακτή. Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι. Λίγα λεπτά αργότερα, μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα5:

«Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό: «Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν’ αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά»6.

Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ` Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό7 ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας. Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α` Τάγματος.

Σε λίγο άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμήτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς, που είχαν ξαπλώσει κάτω, παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται, απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Υστερα γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα, πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτοριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Οταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα, αρκετοί έπεσαν στο νερό8 με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία. Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό. «Εκεί – γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας9 – γίναμε όλοι ένα κουβάρι. Κάποιος φώναξε να ψάλουμε τον Εθνικό Υμνο. Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας. Εκοβαν τις λέξεις μια – μια με μια φωνή σα μαχαίρι. Στεκόμαστε όλοι προσοχή, αλληλοβασταζόμενοι με τους τραυματίες. Δυστυχώς ούτε και με τον Εθνικό Υμνο έπαψαν οι πυροβολισμοί».

Οταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α` Τάγματος: Βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών». Ολα αυτά και άλλα πολλά ενταγμένα σ’ ένα σκοπό: Στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων που ξεκινούσε από την απλή δήλωση μετανοίας. Η Μακρόνησος ήταν ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων, που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε.

Στο μεταξύ, άρχισε και η «συγκομιδή» των νεκρών, ενώ 12 σκαπανείς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές ως αρχηγοί της δήθεν εξέγερσης που προκάλεσε τα γεγονότα και 142 συνάδελφοί τους συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι. Τέλος, 700 μετατέθηκαν στο Γ` Τάγμα.

Η διάσταση του εγκλήματος

Η είδηση για τη σφαγή των δημοκρατικών, αριστερών και κομμουνιστών φαντάρων στη Μακρόνησο, όπως ήταν φυσικό, στον Αθηναϊκό Τύπο πέρασε με την εκδοχή του επίσημου καθεστώτος. Ορισμένα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων είναι ενδεικτικά: «Οι κομμουνισταί προκάλεσαν τάραχος εις τη Μακρόνησον» έγραψαν τα «ΝΕΑ»10. Και η «ΒΡΑΔΥΝΗ» συμπλήρωσε: «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσα απεκατέστησε την τάξιν εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των»11. Η «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» ισχυριζόταν πως «μη «αποτοξινωθέντες» ακόμη κομμουνισταί στρατιώται έκαμαν στάσιν»12, ενώ η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» δε δίσταζε να ισχυριστεί με φασίζουσα ρητορική πως «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν»13.

Για τη σφαγή στη Μακρόνησο, όπως ήδη έχουμε αναφέρει στην αρχή, έγραψε και ο Τύπος του Δημοκρατικού Στρατού. Το «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ», μια μέρα μετά το μακελειό στο κύριο θέμα του με τίτλο «Μοναρχοφασιστικό έγκλημα στο Μακρονήσι» γράφει, μεταξύ άλλων, ότι «καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να σκεπάσει τη θηριωδία των μοναρχοφασιστών δολοφόνων, που με την καθοδήγηση των Αμερικανών γκάνγκστερς που βρίσκονται στην Ελλάδα ξεπέρασαν και τους χιτλερικούς εγκληματίες»14. Τις επόμενες ημέρες, το «Δελτίο Ειδήσεων» σημειώνει: «Τέτοια εγκλήματα σαν το Μακρονήσι δεν τα έκαναν ούτε οι Γερμανοί»15. Κι ακόμη ότι: «Οι Αμερικανοί κατακτητές, εμπνευστές του εγκλήματος στο Μακρονήσι»16.

Η σύγκριση της σφαγής στο Μακρονήσι με τα εγκλήματα των χιτλερικών δεν ήταν τυχαία. Ηταν μια πραγματικότητα, που δεν μπορούσε κανείς να την αγνοήσει. Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ), στη Διακήρυξή της με ημερομηνία 10/3/1948, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Οι Γερμανοί αντικαταστάθηκαν απ’ τους Αμερικανοάγγλους ιμπεριαλιστές. Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και τα άντρα της οδού Μέρλιν απ’ το Μακρονήσι και τη Γιούρα»17.

Ενα μήνα μετά τη σφαγή, η εφημερίδα «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» του ΔΣΕ δημοσίευσε στην τελευταία της σελίδα, κάτω από τον τίτλο «Στο Μακρονήσι» μια συγκλονιστική είδηση. «Νεώτερες ειδήσεις – έγραφε18 – αναφέρουν πως 250 φαντάρους δολοφόνησαν την 1η του Μάρτη οι άτιμοι, ύστερα από εντολή που πήραν από τον Φον Φλιτ. Οι εγκληματίες της Αθήνας έκρυψαν τον αληθινό αριθμό και είχαν πει πως είναι 17 οι νεκροί. Αλλοι 250 αθώοι πατριώτες δέσμιοι του αμερικανομοναρχισμού δίνουν το αίμα τους για να χορτάσουν οι μοναρχικοί λύκοι. Για τους άνανδρους που κάνουν τους παλικαράδες με άοπλους φαντάρους, για τους κοινούς δολοφόνους της ψευτοκυβέρνησης της Αθήνας ένα μόνο χρειάζεται: Εκδίκηση! Εκδίκηση!».

Το δημοσίευμα της «ΕΞΟΡΜΗΣΗΣ», σχετικά με τον αριθμό των νεκρών στο μακελειό της Μακρονήσου, πλησιάζει πολύ την αλήθεια. Ο γιατρός του Α` τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού19. Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο. Εκεί περίμενε πολεμικό καράβι. «Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας»20.

Στο θέμα των νεκρών της Μακρονήσου κατά τις ημέρες της μεγάλης σφαγής η επίσημη πολιτεία κρατάει σιγήν ιχθύος. Τα επίσημα αρχεία του στρατού μιλούν μόνο για 17 νεκρούς, ενώ έχουν εξαφανιστεί τα αρχεία της ΒΧΙ Διεύθυνσης του ΓΕΣ, που ήταν και η διοικούσα αρχή του στρατοπέδου. Μάλιστα, η διεύθυνση ΒΧΙ θεωρείται ανύπαρκτη από το ΓΕΣ που δε δίνει κανένα στοιχείο γι’ αυτήν. Κάποτε το αίσχος αυτό πρέπει να πάρει τέλος.

1 Μ. Λουντέμη: «Είμαι καλά…», στη συλλογή «Τραγούδια της Αντίστασης», Εκδοτικό «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», Οκτώβρης 1951, σελ. 60

2 «ΒΗΜΑ», 2/3/1948

3 «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 1/3/1948

4 Ορισμένες πηγές κάνουν λόγο για 5 νεκρούς και 14 τραυματίες (Β. Βαρδινογιάννη – Π. Αρώνη: «Οι μισοί στα σίδερα», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 157). Η εφημερίδα «Μάχη» στις 13/7/1950 δημοσίευσε τα ονόματα 5 νεκρών και 10 τραυματιών (Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 288). Ο γιατρός του τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, σε μαρτυρία του, κάνει λόγο για μεγάλο αριθμό τραυματισμένων, εκ των οποίων οι 10 ήσαν βαριά (Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 91) κ.ο.κ.

5 Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 290-291

6 Ν. Μάργαρη: «Ιστορία της Μακρονήσου», εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Β`, σελ. 34

7 Β. Βαρδινογιάννη – Π. Αρώνη: «Οι μισοί στα σίδερα», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 157 και Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 291

8 Λέγεται ότι από τους 4.500 σκαπανείς του Α` Τάγματος οι 2.000 έπεσαν στο νερό (Βλέπε: Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 292

9 Γιώργος Δ. Γιαννόπουλος: «Μακρόνησος: Μαρτυρίες ενός φοιτητή 1947-1950», εκδόσεις «Βιβλιόραμα», σελ. 77

10 «ΤΑ ΝΕΑ», 1/3/1948

11 «ΒΡΑΔΥΝΗ» 1/3/1948

12 «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» 2/3/1948

13 «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 4/3/1948

14 ΔΣΕ «Δελτίο Ειδήσεων», 2/3/1948

15 στο ίδιο, 3/3/1948

16 στο ίδιο, 4/3/1948

17 «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 15/3/1948

18 «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 1/4/1948

19 Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 182

20 στο ίδιο, σελ. 190-191

 

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Σαν σήμερα γεννιέται ο μεγάλος λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης.



 

Ο Ν. ΚαζαντζάκηςΑπό πολύ νωρίς ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Το 1925 έως το 1929 ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, τη δεύτερη φορά με πρόσκληση της κυβέρνησης για τα δεκάχρονα της Επανάστασης. Εκεί θα γνωρίσει τον Μπαρμπίς, τον Ιστράτι και τον Γκόρκι. Με τον Ιστράτι θα ταξιδέψουν στη χώρα των Σοβιέτ. Ο Καζαντζάκης θα φέρει τον Ιστράτι στην Αθήνα για να τον γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Διαβάστε το άρθρο »

Σαν σήμερα στις 15/2/1952 αρχίζει η 2η δίκη του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του



Ο Ν. Μπελογιάννης στη δίκηΜε το «στοιχείο» των ασυρμάτων που στις 14/11/1951 ανακαλύφθηκαν από την Ασφάλεια στη βίλα «Αύρα», αρχίζει στις 15 Φλεβάρη 1952 η δεύτερη δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και ακόμα 28 κομμουνιστών, με την κατηγορία της «διενέργειας κατασκοπείας κατά των συμφερόντων του κράτους» (πρόκειται για το Μεταξικό νόμο 375/1936). Διαβάστε το άρθρο »

ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ: Συντροφεύει το λαό μας, στις αναζητήσεις και τους αγώνες του



jyloyrhsΤης Σοφίας Αδαμίδου στον Ριζοσπάστη
Η ανάμνηση του παλικαριού, που «έβαλε ο θεός σημάδι» μόλις στα 44 χρόνια του (πέθανε στις 8 Φλεβάρη του 1980), είναι πάντα ζωντανή. Ο μύθος του παλικαριού με τη στεντόρεια και την αισθαντική φωνή, την καθαρή ματιά, δεν έπαψε ούτε στιγμή να φουντώνει και να θεριεύει στην καρδιά και στη συνείδηση του κόσμου, κι ας έχουν περάσει 37 χρόνια από τότε που «έφυγε». Ο Νίκος Ξυλούρης , ο Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής, ο καλλιτέχνης και αγωνιστής, σφράγισε με τη φωνή του κάποιες από τις πιο δυνατές στιγμές του ελληνικού τραγουδιού. Με τα τραγούδια του, συντρόφεψε το λαό μας στις αναζητήσεις και τους αγώνες του.

«Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού, σβήνω κυλώντας στα νερά / Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς σαλτάροντας με τις τριχιές του λιβανιού, πήρα το δρόμο της σποράς / Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι του σπαθιού, είχα τον ύπνο του λαγού / Αγνάντευα την πυρκαγιά της θεμωνιάς αμίλητος την ώρα της συγκομιδής, πήρα ταγάρι ζητιανιάς / Αντάμωσα τον χάρο της ξερολιθιάς, το άλογο στ’ αλώνι να ψυχομαχεί, πήρα ταγάρι ζητιανιάς». «Γεννήθηκα» (από την «Ιθαγένεια», 1972, σε στίχους Κ. Χ. Μύρη και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου) – Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης .

Ανθρωπος περήφανος, με σπάνιο ήθος

 

Ο Νίκος Ξυλούρης είναι μια φιγούρα ανθρωπιάς, μεγαλοσύνης και ψυχής αληθινής, που πάλλεται ανέπαφη, δεκαετίες μετά το τελευταίο «αντίο». Ανθρωπος ανιδιοτελής, περήφανος και με σπάνιο ήθος, στάθηκε πάντοτε πάνω από μικρότητες και συμβιβασμούς.

 «Τον Νίκο δεν πρέπει να τον κλάψουμε, πρέπει να τον τραγουδήσουμε», έλεγε πριν χρόνια ο Χρήστος Λεοντής, αποχαιρετώντας τον Νίκο Ξυλούρη , τον καλλιτέχνη «προσωποποίηση της ευγένειας, της καλοσύνης, πεμπτουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας». Τα τραγούδια του ζουν και βασιλεύουν, συνεχίζουν να τραγουδιούνται με απίστευτο ενθουσιασμό, πάθος, αγάπη. Αποκτούν καινούριους φίλους, τα μοιράζονται και τα ξαναμοιράζονται γενιές, μας προσκαλούν και μας ξαναπροσκαλούν να αφουγκραστούμε τους χτύπους της «καρδιάς» τους, που είναι οι χτύποι της δικής μας καρδιάς.

Η πορεία του καλλιτέχνη, που γεννήθηκε στα Ανώγεια του Ρεθύμνου (7/7/1936) σε οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες και κατέκτησε όλη την Ελλάδα, υπήρξε ξεχωριστή και ασυμβίβαστη. Σε νεαρή ακόμα ηλικία, με τη βοήθεια του δασκάλου του, πείθει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα αρχίζει να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του, μετακομίζει στο Ηράκλειο και δουλεύει στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο», όμως τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μόδα της ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο γι’ αυτόν. Τα έσοδά του μόλις και μετά βίας φτάνουν να τον συντηρήσουν και περνά δύσκολες εποχές. Σιγά σιγά, κι ενώ ήδη έχει παντρευτεί, την εκλεκτή της καρδιάς του την Ουρανία, οι Κρητικοί αρχίζουν να οργανώνουν γλέντια για να τον ακούν να παίζει. Το 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο «Μια μαυροφόρα που περνά» και στη συνέχεια άλλα τραγούδια σε δίσκους 45 στροφών. Το 1966 κερδίζει το πρώτο βραβείο σε φεστιβάλ φολκλορικής μουσικής στο Σαν Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι και την επόμενη χρονιά ανοίγει στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος».

Δεκάχρονη πορεία δημιουργίας και αντίστασης

 

1 Ιούλη 1976. Ο Νίκος Ξυλούρης με την Τάνια Τσανακλίδου και τον Χριστόδουλο Χάλαρη
1 Ιούλη 1976. Ο Νίκος Ξυλούρης με την Τάνια Τσανακλίδου και τον Χριστόδουλο Χάλαρη

Το 1969 τραγουδά την περίφημη «Ανυφαντού», που η απήχησή της σπάει τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο «Κονάκι», και το Σεπτέμβρη εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Το καλοκαίρι του 1970, η γνωριμία του με τον Τάκη B. Λαμπρόπουλο θα αποφέρει συμβόλαιο συνεργασίας με την «Columbia». Θέλει να τραγουδήσει τα τραγούδια της πατρίδας του, τα Ριζίτικα, τον «Ερωτόκριτο». O πρώτος μεγάλος του δίσκος έχει τίτλο: «Ψαρρονίκος – Κρητικά Τραγούδια» και περιλαμβάνει προσωπικές του επιτυχίες από 45άρια και ηχογραφήσεις του σε παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης.

 

Στη συνέχεια, έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τραγουδά – μαζί με την Μαρία Δημητριάδη – στο μεγάλο του δίσκο «Χρονικό». H εκπληκτική άρθρωσή του και το ιδιαίτερο χάρισμα που διαθέτει στην εκφορά του λόγου περνούν στις ψυχές και στα χείλη του κόσμου την ελλειπτική και σουρεαλιστική γραφή του K. X. Μύρη, που υπογράφει τους στίχους. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ορισμένα από τα τραγούδια που ξεχώρισαν: «Καφενείον η Ελλάς», «1944», «O γερο – δάσκαλος» κ.ά.

Την επόμενη χρονιά, εκδίδονται τα «Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου, με την εκφραστική και βροντερή φωνή του Ξυλούρη να δεσπόζει: «Αγρίμια κι αγριμάκια μου», «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου», «Κόσμε χρυσέ» κ.ά. Το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» γίνεται αντιδικτατορικό σύνθημα. O δίσκος θα βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος.

 

Από την παρουσίαση του έργου του Ηλία Ανδριόπουλου
Από την παρουσίαση του έργου του Ηλία Ανδριόπουλου » Κύκλος Σεφέρη». Νίκος Ξυλούρης, Αλκηστις Πρωτοψάλτη, Ανδριόπουλος

H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης. Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια» σε στίχους K. X. Μύρη («Γεννήθηκα», «Χίλια μύρια κύματα μακριά απ’ τ’ Αϊβαλί»), στο ίδιο πνεύμα με το «Χρονικό». Παράλληλα, συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μάνου Ελευθερίου, Γιώργου Σκούρτη, Ερρίκου Θαλασσινού και του ίδιου του συνθέτη. Την ίδια χρονιά, συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας». Θα συνεχίσουν μαζί στο θέατρο «Αθήναιον», όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», με θέμα την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας τα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια, εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα, το οποίο θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και εκεί ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Τραγουδά κι εμψυχώνει τους φοιτητές, μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται.

 

Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου. Εδώ περιλαμβάνονται τα υπέροχα: «Πώς να σωπάσω» (στίχοι K. Κινδύνη), «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» (στίχοι B. Ανδρεόπουλου), «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Παλικάρι στα Σφακιά» (στίχοι N. Γκάτσου) και «Ητανε μια φορά» (στίχοι K. Φέρρη).

«…τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους»

 

Μαρίζα Κωχ και Νίκος Ξυλούρης
                                    Μαρίζα Κωχ και Νίκος Ξυλούρης

Και στη μεταπολιτευτική περίοδο, ο Ξυλούρης θα εκδηλώσει έντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα. Στο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να ‘ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα».

 Το 1975, μετά το έντονο πέρασμά του στη λόγια δισκογραφία, επιστρέφει και πάλι στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα Που Θυμάμαι Τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με τον οποίο έχουν ήδη συνυπάρξει στα χαρακτηριστικά lp «Τροπικός Της Παρθένου» και «Ακολουθία», κυκλοφορεί σε πολυτελή έκδοση – με καλαίσθητο πολυσέλιδο ένθετο και εικαστική εικονογράφηση – ο «Ερωτόκριτος», μια περιήγηση σε όλες τις μελωδικές καταγραφές του έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου. Στο δίσκο συμμετέχει η Τάνια Τσανακλίδου. Παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου.

Την επόμενη χρονιά, εκδίδει τα «Ερωτικά», ερμηνεύοντας τραγούδια της ζωής, της χαράς, του κεφιού, του έρωτα, με σύγχρονο ήχο, μαζί με παραδοσιακά κρητικά τραγουδά και λαϊκές στιγμές του Στέλιου Βαμβακάρη. Τον Οκτώβρη του 1977, συμμετέχει στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μαρκόπουλου. To 1978 τραγουδά τα «Αντιπολεμικά», σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους του ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. Το 1979 κυκλοφορούν τα «Ξυλουρέικα», ένα καθαρά προσωπικό έργο, με δικούς του στίχους, μουσική – διασκευές του σε παραδοσιακά πρότυπα. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, το «Σάλπισμα» σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.

 

 

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ Ποιητής – «οδηγητής» του λαού



βαρναληςΑπο τον Ριζοσπάστη…

«Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884. Πήρε το όνομα Βάρναλης επειδή ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα. Στα 18 του χρόνια αποφοιτά από τα «Ζαρείφια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης με άριστα. Γι’ αυτό η Ελληνική Κοινότητα της Βάρνας τον στέλνει με υποτροφία στην Αθήνα να σπουδάσει Φιλολογία ή Θεολογία. Το φθινόπωρο του 1902 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Παίρνει το δίπλωμά του το 1908 και διορίζεται καθηγητής στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Υστερα από δεκάχρονη λαμπρή θητεία στην εκπαίδευση, στέλνεται με υποτροφία στο Παρίσι για ανώτερες φιλολογικές σπουδές. Διαβάστε το άρθρο »

                          
  Π.Ε.Ι. Λεωφορείου              Π.Ε.Ι. Φορτηγού                                    Kαταστατικό                          ΚΟΚ     Συνδικάτου ΟΑΣΑ
      
        Συνοπτικός
   Εργασιακός Οδηγός