Μήπως σήμερα είναι αναγκαία η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, αφού πλέον τα Ταμεία «δεν έχουν μία» και κινδυνεύουν να μη δίνουν συντάξεις όχι μόνο στους μελλοντικούς δικαιούχους, αλλά και στους σημερινούς; Μήπως τελικά το επιχείρημα της βιωσιμότητας του συστήματος που επικαλείται η κυβέρνηση έχει βάση, τώρα που τα Ταμεία χτυπήθηκαν κι αυτά από την κρίση;
Καταρχήν, η επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα από την εργοδοσία και το κράτος της δεν ξεκίνησε σήμερα, αλλά από την ίδια ώρα που αυτά παραχωρήθηκαν στους εργαζόμενους, ανεξάρτητα από τη μορφή που έπαιρνε κάθε φορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «κλοπή» των αποθεματικών τη δεκαετία του ’50, ο χρηματιστηριακός τζόγος τις επόμενες δεκαετίες, η εισφοροδιαφυγή και η εισφοροκλοπή, με την ανοχή και την κάλυψη του κράτους, που είναι διαχρονικό φαινόμενο και όχι «σημείο των καιρών» της κρίσης.
Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι η επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα δεν κλιμακώθηκε το 2009 με την κρίση, αλλά γνώρισε «μεγάλες δόξες» ακόμα και σε περιόδους υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση που επιχείρησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με υπουργό Εργασίας τον Τ. Γιαννίτση το 2000, έγινε σε περίοδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, περιείχε ορισμένα από τα πιο άγρια μέτρα που είχαν προταθεί έως τότε και τα οποία επανέρχονται σταδιακά, δείχνοντας το στρατηγικό χαρακτήρα της επίθεσης στο Ασφαλιστικό και τη σημασία που έχει για το κεφάλαιο να απαλλαγεί από τη συμμετοχή του στην Κοινωνική Ασφάλιση.
Εξίσου αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι πολλές από τις ανατροπές που νομοθετήθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ισχύουν σε άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ εδώ και δεκαετίες. Πολλά από αυτά, μάλιστα, δε γνώρισαν καν κρίση τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον όχι σαν αυτή που γνώρισε η ελληνική καπιταλιστική οικονομία μετά το 2009.
Επίσης, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι κατευθύνσεις της ΕΕ για τις ανατροπές στα συστήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης διαμορφώθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ενσωματώθηκαν στα κείμενα στρατηγικής ως αναγκαία προϋπόθεση για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών στα κράτη – μέλη της.
Ωστόσο, η κατάσταση των Ταμείων πράγματι επιδεινώθηκε στα χρόνια της κρίσης. Αυτό, όμως, προέκυψε σαν αποτέλεσμα μιας ταξικής πολιτικής, που στόχο είχε να φορτώσει την κρίση στις πλάτες του λαού για να σωθεί το κεφαλαίο. Κατά τον ίδιο τρόπο, τώρα επιχειρεί να φορτώσει στο λαό την ανάκαμψη της οικονομίας.
Ετσι εξηγείται για παράδειγμα το κούρεμα των αποθεματικών των Ταμείων με το PSI, η απουσία κάθε πρόνοιας από την πλευρά του κράτους για όσους εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους έχασαν τη δουλειά τους την περασμένη πενταετία, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, την περίοδο μάλιστα που καταγράφονταν μεγάλες απώλειες στα έσοδα των Ταμείων από τη συρρίκνωση της απασχόλησης και τη μείωση των μισθών, που επίσης έγινε με παρέμβαση του κράτους.
Συνέβαλαν, επίσης, η διεύρυνση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και τα διάφορα κρατικά προγράμματα για την παροχή φτηνής εργατικής δύναμης στους εργοδότες, όπου ο απασχολούμενους ασφαλίζεται μόνο για τον κλάδο Υγείας και όχι για τον κλάδο σύνταξης, το χάρισμα μεγάλων οφειλών προς τα Ταμεία μέσα από τις διάφορες ρυθμίσεις.
Επομένως, η συζήτηση περί «βιωσιμότητας» δεν είναι ταξικά ουδέτερη. Τα Ταμεία δεν έχουν λεφτά όχι επειδή οι εργαζόμενοι υπήρξαν ασυνεπείς στις υποχρεώσεις τους προς το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, αλλά επειδή το κράτος και η εργοδοσία αντιμετωπίζουν διαχρονικά την Ασφάλιση σαν κόστος, από το οποίο παλεύουν να απαλλαγούν.
Η προσπάθειά τους αυτή εντείνεται σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης. Από τη μια, η αναδίπλωση του κινήματος διευκολύνει να περάσουν μέτρα που σχεδιάστηκαν χρόνια πριν. Κι από την άλλη, κράτος και εργοδοσία «καίγονται» να διαμορφώσουν όρους για την προσέλκυση επενδύσεων, που θα βοηθήσουν στο ξεπέρασμα της κρίσης και στην ανάκαμψη της οικονομίας.