Η διαρκής οικονομική στήριξη με προσωπικό και κάθε απαιτούμενο μέσο των Μουσείων είναι αποκλειστική υποχρέωση της πολιτείας και η δημιουργία «οργανισμών» και πλαισίων λειτουργίας που εν δυνάμει φέρνουν «αρωγό» την ιδιωτική πρωτοβουλία μάς γεμίζει ανησυχία και μας υποχρεώνει μαζί με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να είμαστε σε διαρκή επιφυλακή, τονίζει σε ανακοίνωσή του το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ), με αφορμή τις εξελίξεις σχετικά με το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλόπουλου.
Αναφέρει συγκεκριμένα:
«Η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της λειτουργίας διαφόρων δομών του Πολιτισμού δεν είναι καινούρια υπόθεση.
Ένα πρώτο «πείραμα» -μέσα στον ενθουσιασμό που δημιουργούσε η πιθανότητα επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα- έγινε με το Μουσείο της Ακρόπολης. Πέρασε σχεδόν «απαρατήρητη» μια ιδιότυπη ιδιωτικοποίηση και παράλληλη απογύμνωση της Ακρόπολης με τη μεταφορά γλυπτών «προίκα» στο νέο Μουσείο.
Οι μνημονιακές πολιτικές, που συνεχώς αφαιρούν χρήματα ΚΑΙ από τον Πολιτισμό, πιέζουν για μια «άλλου τύπου» οργάνωση και λειτουργία στα Μουσεία, με στόχο -τουλάχιστον- την ανταποδοτικότητα και την ποικιλία στην εξεύρεση πόρων.
Έφτασε λοιπόν η ώρα για το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου να ολοκληρωθεί η προσπάθεια που ξεκίνησε το 2007 με τον ιδρυτικό νόμο του Μουσείου, με τη δημιουργία του σχετικού “Οργανισμού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου” με δομή όμως και κριτήρια ιδιωτικής εταιρείας, με διοικητικό συμβούλιο και διευθυντή.
Συμμεριζόμαστε απόλυτα την ανησυχία του ΣΕΑ (Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων) ότι με το νέο ΠΔ 28/2019 (ΦΕΚ 47/Α 13-3-2019) με το οποίο γίνεται η αλλαγή του πλαισίου λειτουργίας του Μουσείου, επιχειρείται η «ανεξαρτητοποίησή» του από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, της οποίας αποτελούσε δημιούργημα και τμήμα από την εποχή της ίδρυσής του.
Το εν λόγω Μουσείο στεγάζει την εξαιρετική -άλλοτε- ιδιωτική συλλογή του ζεύγους Κανελλοπούλου, που δωρήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο το 1972. Το 1976 το υπουργείο Πολιτισμού ίδρυσε το Μουσείο, το οποίο στεγάστηκε σε ακίνητο της Πλάκας (Αθήνα) ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου. Το 2004 το Μουσείο επεκτάθηκε με χορηγία της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Σε όλο αυτό το διάστημα το εν λόγω Μουσείο λειτουργούσε με προσωπικό της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων.
Η διαρκής οικονομική στήριξη με προσωπικό και κάθε απαιτούμενο μέσο των Μουσείων είναι αποκλειστική υποχρέωση της πολιτείας.
Η δημιουργία “Οργανισμών” και πλαισίων λειτουργίας που εν δυνάμει φέρνουν “αρωγό” την ιδιωτική πρωτοβουλία μάς γεμίζει ανησυχία και μας υποχρεώνει μαζί με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να είμαστε σε διαρκή επιφυλακή».