Πενήντα τρία χρόνια από το θάνατο του Ναζίμ Χικμέτ



Πενήντα τρία χρόνια συμπληρώθηκαν (3/6/1963) από το θάνατο του μεγάλου Τούρκου, κομμουνιστή επαναστάτη ποιητή, Ναζίμ Χικμέτ . Το έργο του, πάντα σύγχρονο ακόμη και στη μορφή του, εξακολουθεί να εμπνέει τους αγώνες όχι μόνο του δικού του λαού, αλλά και όλων των λαών του κόσμου. Οι «κληρονόμοι» του αγώνα του, το σημερινό λαϊκό κίνημα της χώρας του, με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές, με την αντίστασή τους στη βία που ασκεί καθημερινά πάνω τους το καθεστώς της Τουρκίας με τις «ευλογίες» του αμερικανικού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, συνεχίζουν τον αγώνα.

«Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς ν’ ανάψει πυρκαγιά, πώς θέλεις να γενεί να φύγει η σκοτεινιά. Για να λάμψει η νύχτα πώς θέλεις να γενεί, αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ»…

Ο Ναζίμ Χικμέτ επηρεάστηκε από τη ρωσική επανάσταση, πήγε στη Μόσχα και σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας (1922 – 1924). Εκτός, όμως, από την ακαδημαϊκή μόρφωση, ο Χικμέτ είχε την ευκαιρία να εμβαθύνει στη μαρξιστική φιλοσοφία και ιδεολογία, αλλά και να γνωρίσει προσωπικά τον, κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό του, μεγάλο ποιητή του Οχτώβρη, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Λογική συνέχεια της μέχρι τότε πορείας του νεαρού ποιητή και επαναστάτη ήταν η στράτευσή του, το 1923, στο παράνομο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας. Ενα χρόνο αργότερα, επιστρέφει στην Τουρκία και αρχίζει να γίνεται γνωστός. Στη γνωριμία του έργου του ποιητή με το ευρύ κοινό βοηθά και η ιδιόμορφη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Τουρκίας εκείνη την εποχή, η οποία, αν και έχει το ΚΚ Τουρκίας στην παρανομία, ωστόσο, η αστική κεμαλική δημοκρατία δεν έχει περάσει ακόμη στην πλήρη αντιδραστική της φάση. Ετσι, ο Χικμέτ γράφει ελεύθερος τα έργα του, τα απαγγέλλει στο ραδιόφωνο της Κωνσταντινούπολης, ηχογραφούνται και κυκλοφορούν παντού. Συγχρόνως, ο ποιητής γνωρίζει από κοντά την ανυπόφορη ζωή και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης της χώρας του, για την οποία δεν έχει αλλάξει τίποτα, ουσιαστικά, από την εποχή των πασάδων.

 

Η περίοδος, όμως, της αλογόκριτης «ευφορίας» πέρασε πολύ γρήγορα για την Τουρκία του μεσοπολέμου και φυσικά και για τον ποιητή. Αρχίζει η περίοδος που ο Χικμέτ θα αρχίσει να αισθάνεται την πολύπλευρη πίεση του καθεστώτος. Ηδη έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί στα άρθρα του στις εφημερίδες ψευδώνυμο (Ορχάν Σελίμ). Το 1925, ο Χικμέτ ξαναπάει στην ΕΣΣΔ και επιστρέφει το 1928. Ενώ βρίσκεται σε δημιουργική έξαρση και γράφει ασταμάτητα όλα τα είδη του λόγου, με την ποίηση να βρίσκεται σε προτεραιότητα, το καθεστώς αρχίζει να τον κυνηγά. Σχεδόν μετά από κάθε έκδοση έργου του, ακολουθεί δίκη. Η καταστολή όμως δεν μπορεί να σταματήσει την αυξανόμενη απήχησή του στο λαό. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται για τα επαναστατικά του φρονήματα. Μπαίνει στη φυλακή για 3 μήνες (1928). Συλλαμβάνεται ξανά το 1931, αλλά στο δικαστήριο, από κατηγορούμενος, γίνεται κατήγορος κι αναγκάζονται να τον αθωώσουν. Το 1938 καταδικάζεται σε 40 χρόνια φυλακή. Οι διανοούμενοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία, ζητώντας την αμνηστία του. Κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κατακραυγής, το καθεστώς αναγκάζεται να απελευθερώσει τον ποιητή, ο οποίος είχε ξεκινήσει απεργία πείνας, το 1950. Την ίδια χρονιά, τιμάται με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης. Ωστόσο, παρακολουθείται συνεχώς. Αρχίζει και πάλι να εργάζεται ως σεναριογράφος, αλλά οι πιέσεις συνεχίζονται. Το 1951, 49 χρόνων πια, άρρωστος και σε τρομερά δύσκολη θέση, φοβούμενος απόπειρα κατά της ζωής του, αποδέχεται τη συμβουλή του γνωστού, σύγχρονου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Refik Erduran και αυτοεξορίζεται. Με ρουμάνικο σκάφος διαπλέει τη Μαύρη Θάλασσα και περνά στη Ρωσία. Από κει πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα με πάνω από 500 άτομα, δίνει ένα αγωνιστικό ρεσιτάλ και καταχειροκροτείται σαν ελεύθερος πλέον αγωνιστής ποιητής. Ταξιδεύει σε πολλές χώρες και το 1952 εκλέγεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Το 1952 γράφει και το ποίημα για τον Νίκο Μπελογιάννη: Ο Ανθρωπος Με Το Γαρίφαλο: Εχω πάνω στο τραπέζι μου/ τη φωτογραφία του ανθρώπου/ με τ’ άσπρο γαρούφαλο/ που τον τουφέκισαν/ στο μισοσκόταδο/ πριν την αυγή/ κάτω απ’ το φως των προβολέων./ Στο δεξί του χέρι/ κρατά ένα γαρούφαλο/ που ‘ναι σα μια φούχτα φως/ από την ελληνική θάλασσα/ τα μάτια του τα τολμηρά/ τα παιδικά/ κοιτάζουν άδολα/ κάτω απ’ τα βαριά μαύρα τους φρύδια/ έτσι άδολα/ όπως ανεβαίνει το τραγούδι/ σα δίνουν τον όρκο τους /οι κομμουνιστές./ Τα δόντια του είναι κάτασπρα/ ο Μπελογιάννης γελά/ και το γαρούφαλο στο χέρι του/ είναι σαν το λόγο που ‘πε στους ανθρώπους/ τη μέρα της λεβεντιάς/ τη μέρα της ντροπής./ Αυτή η φωτογραφία/ βγήκε στο δικαστήριο/ ύστερ’ απ’ τη θανατική καταδίκη».

Χωρίς να σταματήσει να γράφει, περνά την υπόλοιπη ζωή του στη Μόσχα. Τα ξημερώματα της 3ης Ιούνη 1963, η καρδιά, που χώρεσε όλον τον κόσμο, έπαψε να χτυπά. Ο ποιητής θα ανακτήσει την τουρκική υπηκοότητα, που του είχε αφαιρεθεί το 1951, σχεδόν μισόν αιώνα μετά το θάνατό του.

                          
  Π.Ε.Ι. Λεωφορείου              Π.Ε.Ι. Φορτηγού                                    Kαταστατικό                          ΚΟΚ     Συνδικάτου ΟΑΣΑ
      
        Συνοπτικός
   Εργασιακός Οδηγός