ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: » Ὡστόσο – ποιὸς ξέρει – ἴσως ἐκεῖ ποὺ κάποιος ἀντιστέκεται χωρὶς ἐλπίδα, ἴσως ἐκεῖ νὰ ἀρχίζει ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ποὺ λέμε, κι ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου …»



ριτσοςΤης Σοφίας Αδαμίδου στον Ριζοσπάστη
Tην Πρωτομαγιά του 1909 γεννήθηκε. Ημέρα, σύμβολο των μακρόχρονων αγώνων και των απροσμέτρητων θυσιών των ταπεινών και καταφρονέμων. Των προλετάριων όλης της Γης. Ο Γιάννης Ρίτσος χαιρόταν που γεννήθηκε την ημέρα της παγκόσμιας εργατιάς και αξιώθηκε να πορευτεί μαζί της. Να υμνήσει τους αγώνες. Να θρηνήσει τους θυσιασμένους ήρωές της. Ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», ο ποιητής της ζωής και του ανθρώπου που ανασαίνει από το σύμπαν και θεώνει τη δύναμη του ανθρώπου, ο ταγμένος κομμουνιστής αγωνιστής, ο αταλάντευτος ιδεολόγος, ο Γιάννης Ρίτσος είναι εδώ, μαζί μας, δίπλα μας κι αυτή την Πρωτομαγιά, για να μας θυμίζει πως «μέσα στη φούχτα της αγάπης/ χωράει το σύμπαν».

 

«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,

να ‘ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις…

να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο».

Είναι δίπλα μας κι ας «λείπει» γιατί με τόλμη και πίστη, με υπερηφάνεια και σθένος διήνυσε τον αιώνα μας παρηγορητικά και δοξαστικά, μιλώντας σε όσους ακούν και σε όσους δεν φοβούνται να ακούσουν. Θα είναι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχει λείψει, θα είναι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο, τον οποίο τόσο αγάπησε και άλλο τόσο ο κόσμος τον αγάπησε. Θα είναι για πάντα δίπλα μας γιατί με το έργο του απευθύνεται στην ψυχή του λαού και γι’ αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης.

Μέρα Μαγιού…

 

Μακρόνησος 1949
                                                 Μακρόνησος 1949

Μέρα Μαγιού έγραψε και το υπέρτατου, μοναδικού, αθάνατου κάλλους ποίημά του «Επιτάφιος». Εργο πανανθρώπινο, διαχρονικό και επίκαιρο, όσο έστω και ένας εργάτης, οποτεδήποτε και οπουδήποτε στην οικουμένη, θα θυσιάζεται από τους εκμεταλλευτές του. Εργο, κορυφαίος «διάδοχος» της αρχαίας τραγωδίας και της μακραίωνης δημοτικής μας ποίησης, θα συναρπάζει με την αλήθεια, το λυρισμό, τη μουσικότητά του, κάθε άνθρωπο, κάθε εποχής.

 

Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου πέρασε «μέσα στις φλέβες» των παλαιότερων γενιών. Εγινε «κειμήλιο» δικό τους και κληρονομιά της σημερινής και των επερχόμενων γενεών, ώστε να τους «μεταγγίζει» με το μήνυμα και το κάλλος του την «Ανάγκη». Την Ανάγκη καταπολέμησης του κακού που επιβάλλει το «παγκοσμιοποιημένο» κεφάλαιο για όλους τους επί Γης εργαζόμενους.

Πρωτομαγιά του ’36, οι απεργιακοί αγώνες πολλών εργατικών κλάδων στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησαν το Μάρτη, κλιμακώνονται την Πρωτομαγιά, με πανεργατική απεργία διαρκείας και παλλαϊκά συλλαλητήρια του λαού της Θεσσαλονίκης, τα οποία συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες. Θορυβημένοι από τον παλλαϊκό ξεσηκωμό οι εκμεταλλευτές των εργατών και η κυβέρνηση διατάσσουν τη Χωροφυλακή να στήσει, στις 8 του Μάη, πολυβολεία σ’ όλη την πόλη. Στις 9 του Μάη η Χωροφυλακή χτυπάει στο ψαχνό τους απεργούς. Ο πρώτος νεκρός ήταν ο κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Οι σύντροφοί του ξηλώνουν μια πόρτα και τοποθετούν πάνω της τη σορό του νεκρού. Η μάνα του Τάσου Τούση, που ήταν στη διαδήλωση, για να προφυλάξει την, επίσης, απεργό κόρη της, βλέπει το νεκρό γιο της, τρέχει, γονατίζει και οδύρεται πάνω από τη σορό του. Κάποιος περνά και φωτογραφίζει τη συνταρακτική εικόνα. Στις 10 του Μάη η φωτογραφία αυτή δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη».

 

Την ίδια μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στο «Ρ» τη φωτογραφία και συγκλονίζεται. Η καρδιά του φλέγεται και τα φυματικά πνευμόνια του αιμορραγούν, αλλά η πένα του άγρυπνη ένα μερόνυχτο, σταλάζει στο χαρτί, λέξη τη λέξη, με δεκατέσσερα ποιήματα, το θρήνο της μάνας του δολοφονημένου εργάτη. Στις 11 Μάη ο ποιητής -συνεργάτης του «Ρ» από το 1932- στέλνει με τον σύντροφό του Ευθύφρονα Ηλιάδη, τρία από τα δεκατέσσερα θρηνικά ποιήματά του. Στις 12 Μάη ο «Ρ» δημοσιεύει τα τρία ποιήματα, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι».

 

Τα τρία δημοσιευμένα ποιήματα και η συνέχιση της αιματοχυσίας των εργατών στη Θεσσαλονίκη συνταράσσουν τους αναγνώστες του «Ρ». Στο μεταξύ, ο Ρίτσος στέλνει στο «Ρ» και τα άλλα έντεκα ποιήματά του. Λίγες μέρες αργότερα, ο «Ρ» ανακοινώνει ότι στις 29 Μάη στο περιοδικό της ΟΚΝΕ, «Νεολαία», θα δημοσιευτεί ένα ακόμη ποίημα από το «Μοιρολόι», ενώ στις 23 και 25 Μάη αναγγέλλει ότι «σε λίγες μέρες» από τις εκδόσεις του «Ρ» θα κυκλοφορήσει βιβλίο με τα δεκατέσσερα ποιήματα του Ρίτσου , με τίτλο «Επιτάφιος». Στις 8/6/1936, μαζί με άλλες εκδόσεις του «Ρ», κυκλοφορεί σε 10.000 αντίτυπα και ο «Επιτάφιος» – (Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης). Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη.

Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα του «Επιταφίου». Λόγω της μεγάλης ζήτησης, ο «Ρ» ετοίμαζε και δεύτερη έκδοση του βιβλίου. Δεν πρόλαβε, όμως. Τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας, κατέσπευσαν και άρπαξαν από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» τα 250 απούλητα αντίτυπα. Τα απούλητα αντίτυπα και όσα αντίτυπα εντοπίστηκαν σε σπίτια διωκόμενων κομμουνιστών, μαζί με άλλα βιβλία που απαγόρευσε η μεταξική δικτατορία, κάηκαν από τα όργανά της μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

 

Ούτε όμως η πυρά, ούτε οι μακρόχρονες, απάνθρωπες διώξεις των κομμουνιστών, των αγωνιστών της ελληνικής εργατιάς από ντόπιους και ξένους φασίστες – κατακτητές και «συμμάχους» – μπόρεσαν να εξαφανίσουν αυτόν τον αριστουργηματικό θρήνο και αίνο μαζί για τους αγώνες και τις θυσίες της εργατιάς. Οπως τραγουδά και ο ποιητής διά στόματος της μάνας του Τάσου Τούση:

 

«Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κ’ εσένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,

στο θώρι τους το θώρι σου μυριοζωγραφισμένο.

Κι ακολουθάς και συ νεκρός κι ο κόμπος του λυγμού μας

δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας».

Εγερτήρια άσματα

Με το έργο του, ο Γιάννης Ρίτσος προσέδωσε ποιητικότητα στην καθημερινότητά μας και ανέδειξε σε «ήρωα» το λόγο που εμπνέει και εμπνέεται από τους ήρωες. Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, στα ποιήματά του κατέγραψε σαν χρονικό, τις ηρωικές στιγμές, που με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη μετουσιώθηκαν σε εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία. Και οι δύο κατάφεραν να συνδέσουν το έργο τους με τις κορυφαίες και «αιμάτινες» στιγμές της ελληνικής ιστορίας.

 

Και να, αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά. Καταλαβαινόμαστε τώρα δε χρειάζονται περισσότερα.

 

Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί. Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη, έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: «Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε κι εμείς. Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

Η ποίηση για τον Ρίτσο ήταν «απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελιάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν’ αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ’ αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο το φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ’ αυτήν τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο «αταξικό γαλάζιο»» (Γιάννης Ρίτσος , συνέντευξη στο περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 182).

Στρατευμένη ταξικά ποίηση

«Η ποίηση πρέπει να ‘ναι

ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας

ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή

μία σημαία στα χέρια της ελευθερίας…»

(«Οι γειτονιές του κόσμου», Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης, 1949-1951)

Με αυτούς τους λίγους στίχους ο μεγάλος μας ποιητής, αγωνιστής, σύντροφος, συνόψισε κάτι που δεν διατύπωσε απλά στα ποιήματά του, αλλά έπραξε σε όλη του τη ζωή. Η τέχνη του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τέχνης που εμπνέεται από τα υψηλότερα ιδανικά, εκείνα της πάλης για μια κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Στους στίχους του χάραξε το καινούριο που γεννιέται στην κοινωνική εξέλιξη, αποτύπωσε την αισιοδοξία που πηγάζει από τη βαθιά γνώση των νομοτελειών της κοινωνίας και της ιστορίας.

Η ιδεολογική και κομματικά προσανατολισμένη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ενόχλησε τόσο που δεν «παραμέρισαν», όπως προέτρεψε ο Παλαμάς, για να «περάσει ο ποιητής». Ο Γιάννης Ρίτσος , όμως, «πέρασε» παρεμποδιζόμενος. Και «πέρασε», εκεί κυρίως που απευθυνόταν, στην ψυχή του λαού: «Ο κόσμος, σου λέω, είναι όμορφος / Ο,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις / όμορφος / Το μέλλον είναι σίγουρο / αδελφέ μου./ Ο,τι κι αν γίνει – σίγουρο./ Δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά / στη φωνή ή στη σιωπή μας. / Ομορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω / τους τροχούς του ήλιου;».

Το έργο του συνδέθηκε με το εργατικό και λαϊκό κίνημα της χώρας μας σε όλες σχεδόν τις ιστορικές περιόδους. Η ριζοσπαστική διαμαρτυρία του αταλάντευτου κομμουνιστή, του διεθνιστή ποιητή της Ρωμιοσύνης και της παγκόσμιας ειρήνης, τον καταξίωσε παντοτινό ποιητή της επαναστατικής εξύψωσης του ανθρώπου. Ο Γιάννης Ρίτσος , συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του ’30, αφού πριν, στα σανατόρια απ’ τα οποία πέρασε, σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συμπορεύτηκε με τους επαναστατημένους της εποχής. Εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με το γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ηταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό. Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του και ασυμβίβαστος, αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει.

«ΚΚΕ / τρία γράμματα – / χαραγμένα στους τοίχους των φυλακών/ μέσα στις νύχτες της παρανομίας/ χαραγμένα στις μάντρες των εργοστασίων/ σταθερά δυνατά πάνω από το θάνατο, / εκεί που τρέμει η ρίζα της ανθρώπινης ανάσας, / εκεί που ρέει στους δρόμους σαν ποτάμι ο ουρανός, / πρωί με τα πουλιά, με τις σημαίες, με τα φύλλα/ πρωί με την τίμια κραυγή.

ΚΚΕ / τρία κόκκινα γράμματα – / πολύ πονέσαμε, σύντροφοι, / πολύ ξαγρυπνήσαμε/ πολύ μακριά κοιτάξαμε/ από κανέναν δεν το δανειστήκαμε το κόκκινο. / – δικό μας αίμα/ τρία κόκκινα γράμματα/ σεμνή υπογραφή του λαού μας/ στις λεωφόρους του μέλλοντος – / ο δρόμος φεύγει γρήγορα/ η Ιστορία δε γυρίζει πίσω…».

Κέρδισε την αγάπη των λαών

«Με επηρέασαν τα πάντα. (…) Γιατί, όπως κάθε καλλιτέχνης, έτσι κι εγώ, είχα μια τεράστια αδηφαγία. Ο ποιητής είναι ένας τρομερός δέκτης, τρομερά ευαίσθητος, που απορροφά δυνάμεις από παντού και το θεωρεί κάτι πολύ δικό του… Εγώ, άξαφνα, χρωστώ ευγνωμοσύνη σε όλους εσάς, χρωστώ ευγνωμοσύνη κάποτε ακόμα και στους αντιπάλους μου, στους εχθρούς μου, που με το να με εξορίσουν, με το να με φυλακίσουν, έζησα πάρα πολλά πράγματα, που δεν μπορούσα να διανοηθώ, που δεν μπορούσε να συλλάβει η φαντασία μου.» (Από την κουβέντα με δημοσιογράφους του «Ριζοσπάστη» προς τιμήν του 12ου Συνεδρίου του ΚΚΕ).

Η διεθνής ακτινοβολία του Γ. Ρίτσου είναι μεγάλη. Ο Ρίτσος αποτελεί -μαζί με τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη- έναν από τους πιο πολυμεταφρασμένους Ελληνες ποιητές. Εργα του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες. Εχει ακόμα αποσπάσει δεκάδες διεθνή βραβεία με κορυφαίο το βραβείο Λένιν (1977).

Ενδεικτική της μεγάλης διεθνούς ακτινοβολίας του είναι η στάση που κράτησαν απέναντί του μεγάλοι καλλιτέχνες αγωνιστές της εποχής. Οταν μετά τον εμφύλιο ο Ρίτσος βρισκόταν εξόριστος και κινδύνευε η υγεία του κινητοποιήθηκαν ο Νερούδα, ο Αραγκόν, ο Πικάσο προκειμένου να σωθεί ο ποιητής.

Οι ίδιοι γίγαντες της παγκόσμιας ποίησης λένε για τον Ρίτσο : «…Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια, ωστόσο, που μου φέραν στίχους μεταφρασμένους απ’ τα ελληνικά, ενός ποιητή που γι’ αυτόν δεν ήξερα τίποτα, να διορθώσω τα γαλλικά τους», λέει ο Αραγκόν… «Αξαφνα ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαρύγγι… Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ’ τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο». Αργότερα, όταν στα 1972 ο Νερούδα παίρνει το βραβείο Νόμπελ, δηλώνει: «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτήν την τιμή, ο Γιάννης Ρίτσος »…

Η μεγαλύτερη τιμή όμως για τον ποιητή ήταν η αγάπη των λαών όλου του κόσμου. Η αγάπη όσων αγωνίζονται για την ειρήνη και το δίκιο των φτωχών, για το σοσιαλισμό.

«Εφυγε»  από κοντά μας  τέτοιες μέρες, στις 11 Νοέμβρη 1990

 

 

 

                          
  Π.Ε.Ι. Λεωφορείου              Π.Ε.Ι. Φορτηγού                                    Kαταστατικό                          ΚΟΚ     Συνδικάτου ΟΑΣΑ
      
        Συνοπτικός
   Εργασιακός Οδηγός